Της Καλυψούς Θεοχαρίδου Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου
Είναι πολύ καλά γνωστή η πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα των πιο πάνω, αντλείται από την R. v. Cooper στην οποία έχουν καταγραφεί τα ακόλουθα: <It has been said over and over again throughout the years that this court must recognise the advantage which a jury has in seeing and hearing the witnesses, and if all the material was before the jury and the summing-up was impeccable, this court should not lightly interfere. Indeed, until the passing of the Criminal Appeal Act 1966 – provisions which are now to be found in s.2 of the Criminal Appeal Act 1968 – it was almost unheard of for this court to interfere in such a case. However, now our powers are somewhat different, and we are indeed charged to allow an appeal against conviction if we think that the verdict of the jury should be set aside on the ground that under all the circumstances of the case it is unsafe or unsatisfactory. That means that in cases of this kind the court must in the end ask itself a subjective question, whether we are content to let the matter stand as it is, or whether there is not some lurking doubt in our minds which makes us wonder whether an injustice has been done. This is a reaction which may not be based strictly on the evidence as such; it is a reaction which can be produced by the general feel of the case as the court experiences it> και σε μετάφραση:
<έχει επανειλημμένα λεχθεί καθ όλη τη διάρκεια των ετών ότι αυτό το Δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίζει το πλεονέκτημα το οποίο έχουν οι ένορκοι που βλέπουν και ακούουν τους μάρτυρες, και αν όλο το υλικό βρισκόταν ενώπιον των ενόρκων και η σύνοψη της υπόθεσης ήταν άψογη αυτό το Δικαστήριο δεν πρέπει να επεμβαίνει εύκολα. Πράγματι μέχρι τη θέσπιση της Criminal Appeal Act 1966 – οι πρόνοιες της οποίας βρίσκονται τώρα στο άρθρο 2 της Criminal Appeal Act 1968 – ήταν σχεδόν ανήκουστο να επέμβει αυτό το Δικαστήριο. Ωστόσο οι εξουσίες μας είναι τώρα κάπως διαφορετικές, και πράγματι έχουμε υποχρέωση να επιτρέψουμε μια έφεση κατά της καταδίκης αν νομίζουμε ότι η ετυμηγορία των ενόρκων πρέπει να παραμερισθεί για το λόγο ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι ανασφαλής ή ανεπαρκής. Αυτό σημαίνει ότι σε υποθέσεις αυτού του είδους το Δικαστήριο πρέπει στο τέλος να υποβάλλει στον εαυτό του ένα υποκειμενικό ερώτημα, κατά πόσο ικανοποιείται στο να αφήσει το θέμα να παραμένει ως έχει ή κατά πόσο δεν υπάρχει κάποια υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό του η οποία το κάμνει να διερωτάται κατά πόσο έχει προκληθεί αδικία. Αυτή είναι μια αντίδραση η οποία δυνατόν να μη βασίζεται αυστηρώς επί της μαρτυρίας ως τέτοιας. είναι αντίδραση η οποία μπορεί να παραχθεί από τη γενική αφή της υπόθεσης όπως την βιώνει το Δικαστήριο>.
ως προς την έννοια της υποβόσκουσας αμφιβολίας:
Η έννοια της υποβόσκουσας αμφιβολίας υιοθετήθηκε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Εφετείου.
Στη Fournaris το θέμα τέθηκε ως εξής: <We very seldom, indeed, interfere with findings of fact made by a trial Court, when such findings have been based on the credibility of witnesses; but, we do not hesitate to disturb a verdict of guilty, even when it was reached by a trial Court after assessing the reliability of witnesses, if such verdict appears to us to be so unsatisfactory that there is a lurking doubt left in our minds about its correctness (see, in this respect, inter alia, Koutras v. The Republic)> και σε μετάφραση: < Πράγματι πολύ σπάνια επεμβαίνουμε σε ευρήματα γεγονότων που κάμνουν τα πρωτόδικα δικαστήρια οσάκις αυτά τα ευρήματα είχαν βασισθεί επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Ωστόσο δεν διστάζουμε να παραμερίσουμε μια καταδικαστική ετυμηγορία, έστω και αν ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων αν μια τέτοια ετυμηγορία μας φαίνεται τόσο ανεπαρκής που να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό μας σε σχέση με την ορθότητα της. (Βλ. σχετικά, ανάμεσα σ άλλα, Koutras v. Republic (1976) 2 C.L.R. 13)>.
Τέλος, όπως είχε τεθεί το θέμα της υποβόσκουσας αμφιβολίας, από τον Βασιλειάδη, Δ., στην Djemal v. Republic <αυτό αποτελεί ζήτημα πειστικότητας της μαρτυρίας και δεν βρίσκουμε την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής που σχετίζεται με τη διάπραξη των αδικημάτων από τον Εφεσείοντα αρκετά πειστική για να δικαιολογεί την καταδίκη του>.
Επομένως, σε αυτή τη βάση, έκαστο Σεβαστό Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει έφεση και παραμερίσει καταδικαστική απόφαση και συνακόλουθα ποινή αφού, το Εφετείο έχει δικαίωμα και καθήκον να επέμβει οσάκις έχει τη γνώμη ότι διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων δεν είναι εύλογα επιτρεπτές στο πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο έχει εντυπωσιασθεί από τη συμπεριφορά των όποιων μαρτύρων.