Περί εκτελεστής πράξεως

Ενότητα Διοικητικού Δικαίου:

Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς, Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου

Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα το οποίο πρέπει να φέρει μία πράξη της Διοικήσεως προκειμένου να μπορεί αυτή να χαρακτηρισθεί ως τέτοια, ήτοι διοικητική εκτελεστή πράξη, είναι και το γνώρισμα της εκτελεστότητας.

Εν όψει τούτου του χαρακτηριστικού γνωρίσματος, η νομολογία μας είναι πάμπλουτη και θέτει το κριτήριο αυτό με περισσή σαφήνεια και απολυτότητα. Έτσι, στη Shakeel Ahmed Mohammed ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 879/06, 11/5/07, αναφέρονται τα εξής:-

«Η νομολογία, σε σχέση με την εκτελεστότητα διοικητικών πράξεων, είναι πλούσια και οι αρχές διατυπωμένες με σαφήνεια. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 236-237, αναφέρεται ότι:-

‘Εις προσβολήν δι’ αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις. … Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, …’

Στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, απόφαση Πική, Δ., (όπως ήταν τότε και μετέπειτα Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου), το θέμα τέθηκε ως εξής:- (σελ. 31)

‘Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ’ αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης.

(Βλ. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος – Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος – ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, σελ. 125).’»

Επομένως μία πράξη η οποία δεν δημιουργεί ή εγκαθιδρύει δικαιώματα και/ή έννομες σχέσεις των διοικουμένων ΔΕΝ θεωρείται και/ή δεν μπορεί να θεωρηθεί διοιηκητική πράξη καθότι ελλίπει το βασικό συστατικό στοιχείο της, που δεν είναι άλλο από την εκτελεστότητα της.

Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφάλαιο 105:

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 18Η(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 – (βλ. Ν. 8(Ι)/2007) – το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος παραχωρείται σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

Στην Neeta Alice Fernando Warnakulasuriya v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 303/09, 14/9/10, σχετικά με το πιο πάνω ζήτημα, αναφέρθηκαν τα εξής:-

«Επί της ουσίας τώρα, ως προς την πρώτη εισήγηση είναι γεγονός ότι η υπόθεση είναι ακραία εφ’ όσον η διακοπή της νόμιμης παραμονής ήταν μόνο για μια μέρα. Παρά ταύτα, θεωρώ ότι το σκεπτικό των αποφάσεων μου στις υποθέσεις Salangina v. Δημοκρατίας, 1952/2008, 8.3.2010, Muruthisge v. Δημοκρατίας, 408/2009, 15.6.2010, ισχύει ως θέμα αρχής και στην προκείμενη περίπτωση, δοθέντος ότι η απαίτηση για νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή είναι ρητή και σαφής.»

Το ζήτημα της πενταετούς νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής στη Δημοκρατία απασχόλησε, επίσης, στην Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2097/06, 7/2/08, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:-

«Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης.»

Επομένως, κρίσιμος είναι ο χαρακτηρισμός της νόμιμης και αδιάλεπιτης παραμονής στη Δημοκρατία και ο οποίος χαρακτηρισμός επαληθεύεται από τα γεγονότα που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση. Τέλος, υπενθυμίζουμε και πάλιν την βασική αρχή πως, η κάθε υπόθεση φέρει τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα και γεγονότα και κρίνεται διαφορετικά από μία άλλη υπόθεση της οποίας, ενδεχόμενα τα γεγονότα να είναι άλλα και άρα διαφορετική τροπή να παίρνει η υπόθεση.