Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς
Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου
Προειδοποίηση Ιατρού προς ασθενή για κινδύνους, Κριτήριο ο μέσος/συνετός/λογικός ασθενής:
Κριτήριο ο μέσος/συνετός/λογικός ασθενής, Υιοθέτηση αντικειμενικού κριτηρίου:
Ο τρόπος με τον όποιο τα δικόγραφα πρέπει να συντάσσονται είναι καθορισμένος από τις αντίστοιχες Διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας οι οποίες στο μεγαλύτερο τους μέρος αντιγράφουν τους Αγγλικούς Θεσμούς. Ως προς την συγκεκριμένη δε βάση αγωγής, το τι πρέπει γενικά να περιλαμβάνουν τα Δικόγραφα, επεξηγεί η Διάταξη 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα:
Δ.19 θ.2:
Συνδέει τα δικόγραφα με τις ανάγκες της υπόθεσης. Προβλέπει ότι τόσο η Έκθεση Απαίτησης όσο και η Έκθεση Υπεράσπισης θα πρέπει να είναι τόσο σύντομες, όσο θα το επιτρέπει η φύση της υπόθεσης.
Η Δ.19 θ.4:
Κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει μόνο, μια συνοπτικής μορφής έκθεση των ουσιωδών γεγονότων στα οποία ο διάδικος που καταθέτει το δικόγραφο στηρίζει την απαίτηση ή την υπεράσπισή του, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά όχι τη μαρτυρία την οποία πρόκειται να αποδειχτούν.
Δ.19 θ.13:
Ο εναγόμενος ή ο ενάγων, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα ζητήματα που δείχνουν, ότι η αγωγή ή η ανταπαίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει, ή ότι η συναλλαγή είναι είτε άκυρη είτε ακυρώσιμη σε νομικό σημείο, και σε όλους τους λόγους υπεράσπισης ή απαίτησης, ανάλογα με την περίπτωση, οι οποίοι εάν δεν εγείρονταν, πιθανόν να καταλάμβαναν την αντίθετη πλευρά εξ απροόπτου, ή θα ήγειραν επίδικα ζητήματα για γεγονότα, τα οποία δεν προκύπτουν από προηγούμενα δικόγραφα.
Δ.19 θ.15:
Η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για τις υποχρεώσεις ενός Εναγομένου:
Δεν θα είναι αρκετό για ένα εναγόμενο στην υπεράσπισή του να αρνηθεί γενικά τους λόγους οι οποίοι προβάλλονται στην έκθεση απαιτήσεως, αλλά κάθε διάδικος πρέπει να ασχοληθεί ειδικά με κάθε ισχυρισμό γεγονότος, του οποίου την αλήθεια δεν παραδέχεται, εκτός από αποζημιώσεις.
Τέλος, η Δ.19 θ.16:
αποθαρρύνει τη γενική άρνηση ως τρόπο δικογράφησης:
Όταν ένας διάδικος σε οποιοδήποτε δικόγραφο αρνείται ένα ισχυρισμό γεγονότος, ο οποίος υπάρχει στο προηγούμενο δικόγραφο του αντιδίκου, δεν πρέπει να πράττει τούτο με υπεκφυγές αλλά να απαντά στην ουσία του θέματος. Και εάν γίνεται ισχυρισμός με διάφορες περιστάσεις, δεν θα είναι αρκετό να τον αρνηθεί με εκείνες τις περιστάσεις.
Βάσει των ανωτέρω βασικών αρχών και κανόνων σύνταξης των Δικογράφων, στην προκειμένη περίπτωση, ήτοι στην περίπτωση αγωγής για ιατρική αμέλεια, λόγω του ότι, ως επί των πλείστων οι υποθέσεις αυτές είναι περίπλοκες, λεπτομερείς και πάντως όχι απλές, απαιτείται όπως τα Δικόγραφα εμπεριέχουν τις απαραίτητες και αναγκαίες λεπτομέρειες και/ή πληροφορίες και πάντως η φύση της υπόθεσης με κανένα τρόπο δεν επιτρέπει την καταχώρηση λακωνικού δικογράφου στο οποίο πέραν της γενικής άρνησης δεν θα προβάλλεται κανένας απολύτως ισχυρισμός και καμία θέση από πλευράς Εναγομένου.
Έστω λοιπόν ότι η Ενάγουσα, στην Έκθεση Απαίτησης της, ισχυρίζεται με σαφήνεια ότι ο Εναγόμενος (Ιατρός) αμελώς την υπέβαλε στη συγκεκριμένη επέμβαση, ενώ αυτό ήταν ανεπίτρεπτο και/ή ήταν επικίνδυνο και/ή αντεδείκνυτο λόγω συγκεκριμένου ιατρικού ιστορικού που έφερε η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος όφειλε να την προειδοποιούσε για τους κινδύνους .
Στη περίπτωση αυτή, βάσει των αρχών που εξετέθησαν πιο πάνω, η Δ.19 θ.4 απαιτεί από τον Εναγόμενο όπως τοποθετηθεί, αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα (επαναλαμβάνουμε πως η κάθε περίπτωση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και γεγονότα και στη βάση αυτών διαμορφώνεται η δίκη).
Επίσης, η Δ.19 θ.13 απαιτεί όπως «εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα ζητήματα που δείχνουν ότι η αγωγή δεν μπορεί να ευσταθήσει .. και σε όλους τους λόγους υπεράσπισης, .. οι οποίοι αν δεν εγείρονταν, πιθανόν να καταλάμβαναν την άλλη πλευρά εξ’ απροόπτου..».
Τέλος, με βάση τη Δ.19 θ.15 εμποδίζεται να αρνηθεί γενικά τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, αλλά θα πρέπει να ασχοληθεί ειδικά με κάθε ισχυρισμό γεγονότος.
Συνάγεται από τα πιο πάνω πως το περιεχόμενο των ισχυρισμών των μερών (Ενάγουσας και Εναγομένου) θα περιλαμβάνεται στα Δικόγραφά τους και έκαστο Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί αυτών και πάντως δεν πρέπει να στηριχθεί σε μαρτυρία (επί παραδείγματι του Εναγόμενου), με την οποία προβάλλονται ζητήματα και θέσεις που δεν είχαν προηγουμένως δικογραφηθεί. Σχετικές επί του θέματος είναι οι υποθέσεις Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 ΑΑΔ 826, Latifundia Properties Ltd. v. Ψάκη κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 670, Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 ΑΑΔ 24.
Προειδοποίηση, από μέρους του Ιατρού/Εναγόμενου, για κινδύνους, προς την Ασθενή/Ενάγουσα:
Στην υπόθεση Bolam v. Friern Hospital Management Committee (1957) 2 All E.R. 118, επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο η προειδοποίηση για τους κινδύνους που έδωσε ο ιατρός στον ασθενή ήταν ικανοποιητική. Δεν υπήρχε ισχυρισμός για αμέλεια στον τρόπο διεξαγωγής της επέμβασης. Όμως στη συνέχεια το κριτήριο Bolam επεκτάθηκε και στις δύο κατηγορίες υποθέσεων (προειδοποίηση για κινδύνους και στον τρόπο διεξαγωγής της θεραπείας). Σύμφωνα με το «Bolam test», ένας ιατρός δεν είναι ένοχος αμέλειας αν η πρακτική που ακολούθησε είναι αποδεκτή από ένα υπεύθυνο σώμα εξειδικευμένων ιατρών, ανεξάρτητα αν ένα άλλο σώμα διατηρεί διαφορετική άποψη. Ειδικά σε σχέση με προειδοποίηση για κινδύνους, ο ιατρός δεν είναι αμελής αν παραλείψει να προειδοποιήσει εκεί όπου οι κίνδυνοι είναι μηδαμινοί.
Στην υπόθεση Sidaway v. Bethlem Royal Hospital Governors (1985) 1 All E.R. 643 εκφράστηκαν και οι πρώτες αμφιβολίες για την εφαρμογή του «Bolam test» στην πρώτη κατηγορία υποθέσεων που αφορούν το επίπεδο πληροφόρησης του ασθενή. Το δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων, όπως ήταν τότε, κατά πλειοψηφία εφάρμοσε το «Bolam test», θεωρώντας ότι ένας ιατρός είναι υπόχρεος να προειδοποιήσει τον ασθενή του για πιθανούς κινδύνους, μόνο αν μια μερίδα συνήθων επαγγελματιών ιατρών που έχουν τη συγκεκριμένη ειδίκευση, εύλογα θα αποκάλυπταν τους κινδύνους αυτούς στον ασθενή. Επειδή στην υπόθεση Sidaway, η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου ήταν ότι οι πλείστοι νευροχειρούργοι δεν θα πληροφορούσαν την κα Sidaway για τους συγκεκριμένους κινδύνους, η αγωγή απορρίφθηκε επί αυτού του σημείου. Όμως, ο Λόρδος Scarman παρά τη συμφωνία του με το αποτέλεσμα, λόγω της μαρτυρίας που δόθηκε, δεν ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει ότι εφαρμοζόταν το κριτήριο Bolam.
Κριτήριο – μέσος/λογικός/συνετός ασθενής:
Υποστήριξε, στη βάση της πιο πάνω απόφασης ο Λόρδος, ότι, το ορθό κριτήριο θα έπρεπε να ήταν αυτό του «μέσου λογικού ασθενή» («reasonable prudent patient»), δηλαδή τι θα ήθελε ο μέσος συνετός ασθενής να του αποκαλυφθεί. Το θέμα έχει σχέση με την αρχή της ελεύθερης παροχής συγκατάθεσης μετά από πλήρη ενημέρωση και γνώση των κινδύνων («informed consent»).
Επομένως η θέση ότι ένας ασθενής με το να προχωρήσει στο χειρουργικό τραπέζι, σημαίνει ότι δίδει άνευ άλλου τινός και τη νομική συγκατάθεση του για τη διενέργεια της επέμβασης, θεωρούμε πως δεν συντρέχει.
Αντικειμενικό κριτήριο:
Το αντικειμενικό κριτήριο που τελικά υιοθετήθηκε, είναι ορθότερο από το υποκειμενικό και σήμερα συνάδει με τις αρχές που εμπεριέχονται στον περί της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου Αναφορικά με την Εφαρμογή της Βιολογίας και Ιατρικής (Κυρωτικός) και Άλλες Συναφείς με την Εφαρμογή της Σύμβασης Διατάξεις Νόμο του 2001 (Ν. 31(ΙΙΙ)/01). Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Σύμβασης:-
«Άρθρο 5 – Γενικός κανόνας
Επέμβαση στο πεδίο της υγείας δύναται να διεξάγεται μόνο μετά την ελεύθερη και ενημερωμένη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Κατάλληλες πληροφορίες δίδονται από προηγουμένως στο πρόσωπο αυτό σχετικά με το σκοπό και τη φύση της επέμβασης καθώς επίσης για τις συνέπειες και τους κινδύνους της.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται κατά οποιοδήποτε χρόνο να αποσύρει ελεύθερα τη συγκατάθεση του.»