Περί Ανακλήσεως Διοικητικής Πράξεως

Της Καλυψούς Κ. Θεοχαρίδου*

Κάθε Διοικούμενος (πολίτης της Δημοκρατίας), όταν θίγεται/προσβάλλεται/πλήττεται από μία απόφαση της Διοίκησης και/ή επηρεάζονται τα συμφέροντα του, έχει το δικαίωμα (έννομο συμφέρον) να προσβάλει αυτήν την πράξη/απόφαση της Διοικήσεως, με το ένδικο βοήθημα/μέσο της Προσφυγής, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας (άρθρο 146 του Συντάγματος) και δη, εντός 75 ημερών από της κοινοποιήσεως της επίδικης πράξης ή γνωστοποίησης της πράξης ή λήψη υπόψη αυτής. Χρόνος κρίσιμος και ουσιώδης επομένως, για την προθεσμία των 75 ημερών, είναι ο χρόνος που ο Διοικούμενος λαμβάνει γνώση.

Επομένως, τα εννοιολογικά στοιχεία από το πιο πάνω εισαγωγικό σημείωμα είναι τα εξής: Διοικούμενος, Διοίκηση, έννομο συμφέρον, πράξη ή παράλειψη της διοικήσεως, αυτή η πράξη ή παράλειψη να επηρεάζει τα συμφέροντα του Διοικούμενου.

Μία πράξη της Διοικήσεως όμως (η αρχική), δύναται να ανατραπεί/ανακληθεί από άλλη πράξη της Διοικήσεως, στη βάση νέων δεδομένων. Τούτου δοθέντος, είναι νομολογημένο ότι είναι επιτρεπτή η ανάκληση μιας πράξης ως αποτέλεσμα μεταβολής των πραγματικών συνθηκών πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση της. Συναφώς δεν είναι επιτρεπτή λόγω μεταγενέστερης διαφορετικής εκτίμησης της διοίκησης στα δεδομένα που υπήρχαν όταν αυτή εκδιδόταν. Ανάκληση διοικητικής πράξης επιφέρει κατάργηση της δίκης ως αποτέλεσμα της απώλειας του αντικειμένου της. Η ίδια η ανάκληση συνιστά νέα εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία ενεργεί ex tunc.

Επομένως, η ανάκληση, σε μία τέτοια περίπτωση, δεν επιφέρει την κατάργηση του αντικειμένου της δίκης.

Ο διοικούμενος, διατηρεί έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής του, δεδομένου ότι η ίδια βλάβη εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την «ανακλητική» απόφαση, η οποία δεν θα συνιστά ο,τιδήποτε άλλο παρά επανάληψη της προηγούμενης θέσης με δεδομένη την έλλειψη οποιασδήποτε νέας έρευνας αλλά και την ταυτότητα των στοιχείων που ενδεχόμενα υπάρχουν.
*Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος