Στη δεύτερη ανασκόπηση της απόδοσης της Κύπρου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για αποκλίσεις από το Μνημόνιο, δεδομένων των σημαντικών κινδύνων που συνεχίζουν να υπάρχουν στην υλοποίησή του.
Παρά την πρόοδο που επισημαίνεται και τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα, το ΔΝΤ αναφέρει ότι μια παρατεταμένη ύφεση, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στο δημοσιονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες και να θέσει τη βιωσιμότητα του χρέους σε κίνδυνο.
Όπως αναφέρεται, η κόπωση που μπορεί να επιφέρει η μεταρρύθμιση και οι παρατεταμένες εσωτερικές εντάσεις θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις βασικές μεταρρυθμίσεις και να αποτρέψουν την αναγκαία αύξηση της εμπιστοσύνης.
Προσθέτει ότι η άψογη εφαρμογή της πολιτικής είναι κρίσιμη, ώστε να θέσει σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο εμπιστοσύνης και ανάπτυξης.
Το ΔΝΤ επισημαίνει τους βασικούς κινδύνους για την υλοποίηση του προγράμματος.
Πρωτίστως επισημαίνεται ότι ο αντίκτυπος της τραπεζικής κρίσης στην οικονομία παραμένει αβέβαιος, ότι η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμη και μπορεί να πάρει χρόνο για να αποκατασταθεί, καθυστερώντας την αύξηση των καταθέσεων και ως επακόλουθο την δυνατότητα δανεισμού. Η διαδικασία απομόχλευσης, αναφέρεται, θα μπορούσε να είναι παρατεταμένη, οδηγώντας σε μια πιο παρατεταμένη ύφεση και σε μια πιο αργή ανάκαμψη που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών και την κερδοφορία οδηγώντας σε πρόσθετεςκεφαλαιακές ανάγκες.
«Η καθυστέρηση στην άρση των περιοριστικών μέτρων μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την τραπεζική δραστηριότητα, ενώ μια πρόωρη άρση τους μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα», αναφέρεται.
Παράλληλα το ΔΝΤ αναφέρεται στους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν σε επίπεδο πολιτικής εφαρμογής του προγράμματος. Όπως σημειώνεται οι παρατεταμένες εντάσεις μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και εντός του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην εφαρμογή της πολιτικής στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Επιπλέον η συνεχώς αυξανόμενη ανεργία και η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη δημοσιονομική πορεία εξυγίανσης, ενώ τα κατεστημένα συμφέροντα μπορεί να εμποδίσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις προσπάθειες ιδιωτικοποίησης.
Επίσης, το ΔΝΤ βλέπει νομικά εμπόδια, όπως τις αξιώσεις αποζημίωσης για τις απώλειες από τη Λαϊκή Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου καθώς και τις νομικές αξιώσεις που σχετίζονται με την ανακεφαλαιοποίηση της Ελληνικής Τράπεζας, αξιώσεις που αν γίνουν δεκτές μπορεί να αυξήσουν το δημοσιονομικό κόστος της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα.
Ωστόσο αναφέρεται ότι υπάρχουν παράγοντες που περιορίζουν αυτούς τους κινδύνους.
Η Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική Τράπεζα, σημειώνεται, είναι πλέον πλήρως κεφαλαιοποιημένες πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις και σύμφωνα με συντηρητικές παραδοχές, παρέχοντας κάποιο περιθώριο για πρόσθετη επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού.
Ταυτόχρονα, αναφέρεται ότι το ρυθμιστικό πρόγραμμα θα μπορούσε να καλύψει
άνετα πρόσθετες δημοσιονομικές ανάγκες, ακόμη και σε περίπτωση σοβαρής επιδείνωσης της οικονομίας ή σε περίπτωση που χρειαστεί διπλασιασμός της βοήθειας προς τον Συνεργατισμό. Παρέχει επίσης ένα μαξιλαράκι για τη βιωσιμότητα του χρέους, αν δεν χρησιμοποιηθεί, αυτό θα οδηγήσει σε μείωση των επιπέδων του χρέους.
Περιορισμό των κινδύνων παρέχουν επίσης η συνέχιση των περιοριστικών μέτρων και οι κρατικές εγγυήσεις.
Εκφράζεται, επίσης, αισιοδοξία για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος, αφού όπως αναφέρεται αναμένεται να χρηματοδοτηθεί πλήρως το επόμενο έτος, ενώ υπάρχουν καλές προοπτικές για συνέχιση της χρηματοδότησής του. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες το 2014 προβλέπονται σε € 3 δισ. με προγραμματισμένες εκταμιεύσεις από EMS/ΔΝΤ €2,5 δισ, τη διανομή κερδών από την Κεντρική Τράπεζα €400 εκ. μέχρι το τέλος Μαρτίου και καταθέσεις περίπου € 850 εκ. στο τέλος του 2013.
Αναφέρεται επίσης ότι η εξυπηρέτηση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ ή ποσοστού εξαγωγών αναμένεται να παραμείνει διαχειρίσιμη . Το χρέος αναμένεται να κορυφωθεί σε 126% του ΑΕΠ το 2015 και να μειωθεί σταδιακά στο 105% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι οι κυπριακές αρχές έχουν δημιουργήσει ένα καλό ιστορικό εφαρμογής της πολιτικής του Μνημονίου και η πρόκληση παραμένει η συνέχιση αυτού του μομέντουμ.
Σημειώνεται επίσης η σημαντική πρόοδος σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα και σημειώνεται η ανάγκη στενού ελέγχου των εξελίξεων από τις αρχές, ώστε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη.
Κρίσιμο επόμενο βήμα θεωρείται η αναδιάρθρωση του Συνεργατισμού, ενώ η αποτελεσματική δράση για αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θεωρείται αποφασιστική για την αποκατάσταση του δανεισμού προς την οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρεται, οι αρχές θα πρέπει να παρέχουν ισχυρά κίνητρα για προώθηση της συνεργασίας για αναδιάρθρωση δανείων, ενώ πρέπει να αποφεύγονται πολιτικές παρεμβάσεις (μέσω της επιβολής ανώτατων ορίων επιτοκίων).
Επισημαίνεται παράλληλα ότι τα περιοριστικά μέτρα πρέπει να χαλαρώσουν σταδιακά, διασφαλίζοντας την χρηματοδοτική σταθερότητα, ενώ οι αρχές πρέπει να συνεχίσουν την ενδυνάμωση της ρυθμιστικής εποπτείας στο πλαίσιο της πολιτικής κατά του ξεπλύματος χρήματος.
Αναφέροντας ότι οι αρχές ακολουθούν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, στοχεύοντας σε χαμηλότερα ελλείμματα απ’ ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί, προστίθεται ότι ο προϋπολογισμός του 2014 είναι συντηρητικός και περιλαμβάνει μικρό αριθμό επιπλέον μέτρων πέραν από τις απαιτήσεις του προγράμματος.
Το ΔΝΤ προτρέπει τις αρχές να συμπληρώσουν τις δημοσιονομικές προσπάθειες με μέτρα για την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και έναρξη της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεων. Αναφέρεται ότι η προστασία των ευάλωτων ομάδων θα πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα, και καλωσορίζεται η δέσμευση της Κυβέρνησης για το ελάχιστον εγγυημένο εισόδημα. Επισημαίνεται επίσης η ανάγκη για καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης.
Ζητείται τέλος η επιτάχυνση των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης όχι μόνο για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των στόχων του προγράμματος, αλλά και να βελτιώσει τη συνολική οικονομική αποδοτικότητα.