ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: «Ο πολιτισμός δεν ήταν η κυρίαρχη επιλογή των κυβερνήσεων όλο αυτό το διάστημα.»

Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας, ο πολιτισμός, μολονότι συμμετέχει κατά 2,8% στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, συγκαταλέγεται αναμφίβολα στα μεγάλα θύματα της ύφεσης των τελευταίων ετών. Σε αυτόν τον «πληγέντα» ωστόσο πολιτισμό, εναποθέτουν όλοι τις ελπίδες τους για αισιοδοξία, ανάκαμψη, ανακούφιση, προώθηση της χώρας στο εξωτερικό. Πόσο εύκολο όμως είναι κάποιος να παράγει υψηλή τέχνη σε αυτές τις συνθήκες, σε μία περιρρέουσα απελπισία; Μία συζήτηση με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, με τον άνθρωπο που – εν καιρώ κρίσης – κατάφερε με την επιτυχημένη ταινία του «Μικρά Αγγλία», όχι μόνο να κερδίσει τις εντυπώσεις κοινού και κριτικών αλλά και να διεκδικεί σήμερα επάξια το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, είναι σίγουρα ένα πρώτο καλό βήμα στην αναζήτηση απαντήσεων.

της Μαρίας Αλυφαντή

            O Παντελής Βούλγαρης γεννήθηκε στα Πατήσια, στις 23 Οκτωβρίου του 1940. Η καταγωγή του ωστόσο κρατάει από τη Σάμο και από τη Νάξο. Η αγάπη του για τον κινηματογράφο γεννήθηκε από πολύ μικρή ηλικία όταν, όντας πιτσιρικάς, έτρεχε για να δει στη «μεγάλη οθόνη» όλες τις χολυγουντιανές ταινίες της εποχής. Ήταν έφηβος ακόμη, όταν είδε τον σκηνοθέτη Ιωάννη Καψάσκη να γυρίζει μία σκηνή στη γειτονιά του και τότε συνειδητοποίησε ότι τελικά η μαγεία του κινηματογράφου επικεντρωνόταν γι΄αυτόν στη σκηνοθεσία. Μετά την αποτυχία του να εισαχθεί στη Νομική αλλά και τη Φιλοσοφική Σχολή, γράφτηκε στη Σχολή Λ. Σταυράκου και εκεί, με δασκάλους τους Ντίνο Δημόπουλο, Γρηγόρη Γρηγορίου και τον θεωρητικό Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, μυήθηκε στα μυστικά της κινηματογραφικής τέχνης. Η πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα ήταν με δύο ταινίες μικρού μήκους, τον «Κλέφτη» και τον «Τζίμη τον Τίγρη». Με τη χούντα όμως τα πράγματα δυκόλεψαν καθώς η λογοκρισία απαιτούσε την υποβολή σεναρίου για «άδεια λήψεως σκηνών» που περνούσε από ειδική επιτροπή και στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, την υποβολή ειδικής αίτησης για να κριθεί η ταινία κατάλληλη προς προβολή στο κοινό. Ακόμη και μέσα σε αυτές τις αντίοξοες συνθήκες, κατάφερε να γυρίσει το «Προξενιό της Άννας» αλλά και μία δωδεκάλεπτη ταινία μικρού μήκου με σκηνές από τις κηδείες των Σεφέρη και Γεωργίου Παπανδρέου.

Υπήρξαν έστω και κάποιες μεμονωμένες στιγμές στη μέχρι τώρα πορεία σας που μετανιώσατε για την επαγγελματική σας επιλογή;

Όχι. Πολύ μικρός προσπάθησα να σπουδάσω στη μοναδική σχολή που υπήρχε τότε, τη Σχολή Σταυράκου, η οποία μάλιστα υπάρχει ακόμη. Από τον πρώτο χρόνο φοίτησής μου, προσπάθησα και μπήκα στη ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ η οποία ήταν για εμένα ένα μοναδικό σχολείο. Εκεί, δίπλα στον εν ενεργεία τότε σκηνοθέτη και τον δάσκαλό μου, Ντίνο Δημόπουλο, ο οποίος σκηνοθετούσε την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έμαθα όλη τη διαδικασία της κινηματογραφικής τέχνης. Στη ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ έμεινα τέσσερα χρόνια και στην αρχή, δούλεψα ως παιδί για όλες τις δουλειές, μετά ως δεύτερος βοηθός και στο τέλος, πρώτος βοηθός σε περίπου 40 ταινίες. Το 1965, έγραψα μία μικρή ιστορία, ένα μικρού μήκους φιλμ, τον «Κλέφτη», το οποίο είναι και το πρώτο που κινηματογράφησα. Σε αυτό έπαιξα και εγώ αλλά πρωταγωνίστησε ο Αλέξης ο Δαμιανός, γνωστός τότε σκηνοθέτης του θεάτρου ο οποίος μάλιστα έκανε με αυτήν την ταινία και την πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά. Την επόμενη χρονιά, έκανα τον «Τζίμη τον τίγρη» που ήταν και η πρώτη μου κινηματογραφική επιτυχία. Βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έγινε γνωστό στο επαγγελματικό συνάφι. Ακολούθησε το ντοκιμαντέρ «Ο χορός των τράγων» και μέσα στη διδακτορία έκανα την πρώτη μου μεγάλη ταινία, «Το προξενιό της Άννας» το οποίο επίσης άρεσε πολύ και βραβεύτηκε.

Πιστεύετε ότι στην καταξίωσή σας έπαιξε σημαντικό ρόλο αποκλειστικά η επίπονη και επίμονη προσπάθεια και δουλειά ή είχατε και λίγο σύμμαχό σας την τύχη;

Πιστεύω ότι και τα δύο παίζουν ρόλο στη ζωή μας. Μπορώ να σας πω ότι ήμουν θαραλλέος, μόνο στον κινηματογράφο. Αυτή η δουλειά, η τέχνη, θέλει αφοσίωση, κουράγιο, τόλμη και βεβαίως τύχη. Αυτά τα 50 χρόνια, γιατί κλείνω πλέον 50 χρόνια στον κινητογράφο, το διαπίστωσα αυτό. Δηλαδή οι ταινίες που αγάπησα και γύρισα, δεν είχαν την αποδοχή που περίμενα, παρά το ότι είχα τους καλύτερους συνεργάτες και πίστευα στην ιδέα. Η δουλειά μας όμως εξαρτάται και από τις τρείς πρώτες ημέρες που θα παιχτεί η ταινία. Δηλαδή όλη η δουλειά μου και των συνεργατών μου, μεταφράζεται σε επιτυχία ή αποτυχία τις τρείς πρώτες ημέρες που παίζεται η ταινία στον κινηματογράφο. Από τη Δευτέρα, ένας αιθουσάρχης που δεν έχει την αποδοχή που περιμένει η ταινία, αρχίζει να ψάχνει για καινούρια, για να την αλλάξει.

Αποκτήσατε φίλους από τον σκηνοθετικό χώρο;

Βεβαίως, ειδικά το πρώτο διάστημα, μιλάμε τώρα για πριν από τη δικτατορία αλλά και μέσα στην δικτατορία, υπήρχε ένα μεγάλο κίνημα νέων κινηματογραφιστών που ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα του σινεμά. Ήθελαν δηλαδή να ξεφύγουν από τις κωμωδίες και τα μελοδράματα που γυρίζονταν κατεξοχήν τότε. Ηταν ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Κατακουζηνός, ο Φέρρης, η Μαρκετάκη, μία μεγάλη παρέα δηλαδή, 25 ατόμων, που καταφέραμε και κάναμε σινεμά ο καθένας με τον τρόπο του, ανάλογα με το πώς αισθάνεται τον χώρο και τους ανθρώπους. Είμασταν μία πολύ ωραία παρέα και βλέπω τώρα με χαρά, να συμβαίνει το ίδιο και με τους νέους ανθρώπους που ασχολούνται με τον κινηματογράφο.

Είστε αισιόδοξος με τις νεότερες γενιές στον χώρο του κινηματογράφου;

Ναι, είμαι αισιόδοξος γιατί βλέπω παιδιά που έχουν σπουδάσει και που συνεργάζονται μεταξύ τους. Εμείς είμασταν περισσότερο αυτοδίδακτοι. Ο ανταγωνισμός βέβαια πάντα θα υπάρχει αλλά σήμερα η νέα γενιά έχει την τύχη να κάνει φιλμ πολύ πιο εύκολα από όσο κάναμε εμείς. Η γενιά μου δηλαδή, έπρεπε να ψάχνει να βρει βαριές μηχανές, αρνητικό φιλμ ενώ τώρα με τις σύγχρονες κάμερες που είναι φθηνές και πολύ καλές, ένα νέο παιδί μπορεί να αποτυπώσει εύκολα αυτά που έχει στο μυαλό του, να δει τί εικόνες προκύπτουν, τί αισθάνεται.

Ωστόσο θα συμφωνήσετε ότι μπορεί το τεχνικό κομμάτι να έχει γίνει πιο προσιτό, οι ταινίες των νέων παιδιών όμως δεν έχουν την απήχηση που θα ήθελαν στο κοινό. Αυτό που πολύ απλά λέμε: δεν κόβουν εισιτήρια.

Αυτό είναι ένα ερώτημα που με απασχολεί πολύ σοβαρά. Βλέπω διαρκώς ταινίες νέων παιδιών, άλλωστε έχω και εγώ δύο παιδιά, την Κωνσταντίνα και τον Αλέξανδρο που είναι σκηνοθέτες άρα, βλέπω και τις ταινίες των φίλων τους. Είναι γεγονός ότι ταινίες που έξω έχουν διακριθεί, έχουν δεχτεί πολύ καλές κριτικές, τις έχει αγκαλιάσει ο τύπος, δεν συγκεντρώνουν όμως τα εισιτήρια που πρέπει. Είναι άραγε το σύστημα της εκμετάλλευσης των παιδιών εδώ; Έιναι μία άποψη που έχει ο κόσμος ότι οι σύγχρονες ταινίες είναι πιο ερμητικές και δεν έχουν την πλατιά αποδοχή; Δεν μπορώ να δώσω μία απάντηση… Πιστεύω όμως ότι το ελληνικό κοινό τη στιγμή που θα αισθανθεί ότι κάποιος στην πορεία του, είτε συγγραφεας, είτε μουσικός είτε κινηματογραφιστής, τον νοιάζεται τον κόσμο, του το ανταποδίδει. Επειδή μάλιστα πρόσφατα έκανα τη «Μικρά Αγγλία» και ίσως είναι – τουλάχιστον αυτό καταλαβαίνω – η πιο αγαπημένη από τις δουλειές μου, η αγάπη του κόσμου είναι παρούσα και πολύ θερμή.

Θεωρείτε ότι και η τηλεόραση έχει παίξει τον δικό της ρόλο;

Η τηλεόραση παίζει ρόλο για τις μεγάλες ηλικίες οι οποίες εδώ και πολύ καιρό έχουν απομακρυνθεί από το σινεμά. Από την άλλη μεριά εγώ βλέπω καφετέριες, σουβλατζίδικα, μπαράκια που είναι γεμάτα από νέους ανθρώπους και ένα ποτό κοστίζει όσο ένα εισιτήριο κινηματογράφου. Έχει απαξιωθεί βέβαια το σινεμά με την έννοια ότι η γενιά η δικιά μου δεν είχε τηλεόραση και έπρεπε να πάει στο σινεμά για να δει εικόνες κινούμενες ενώ τώρα με τις εφημερίδες που έχουν τα dvd και με τις ταινίες που μπορούν και κατεβάζουν και μάλιστα και με υποτίτλους και με πολύ καλή ποιότητα, αυτό που λέμε κλοπή των πνευματικών δικαιωμάτων, έχει ατονίσει το ενδιαφέρον για να μπουν οι άνθρωποι στις αίθουσες.

Καταφέρατε να διαπρέψετε μένοντας στην Ελλάδα. Συμφωνείτε ωστόσο με την άποψη ότι «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της»;

Υπάρχουνη δύο διαστάσεις σε αυτό το ερώτημα: Η μία είναι ότι ο πολιτισμός πάντα δεν ήταν η κυρίαρχη επιλογή των κυβερνήσεων όλο αυτό το διάστημα. Θυμάμαι δηλαδή όταν ανακοινωνόταν η νέα κυβέρνηση, ότι το Υπουργείο Πολιτισμού αναφερόταν πάντοτε στο τέλος. Από την άλλη όταν ένας άνθρωπος θέλει να εκφράσει τις ιδέες του, η φλόγα εξακολουθεί να υπάρχει, δεν είναι περιστασιακή.

«Το μεγάλο τραύμα που περνάμε, το εντοπίζω στο ότι ο τόπος μας ερημώνει από τους νέους.»

Σε πόσο μεγάλο βαθμό η οικονομική κρίση έχει πλήξει τον πολιτισμό μας;

Ο πολιτισμός είναι το πρώτο που μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιος σαν περικοπή εξόδων. Εεπίσης, η κρίση είναι κρίση, δηλαδή δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα παρόλο που ζούμε σε έναν τόπο γεμάτο ήλιο, γεμάτο πολιτισμό. Είναι πολύ σκληρά τα μέτρα και πιο σημαντικό είναι ότι είναι άγνωστο το τοπίο δηλαδή αν θα ξεπεράσουμε ποτέ αυτή την κρίση.

Αισιοδοξείτε ότι θα ξεπεράσουμε αυτή την κρίση;

Αισιοδοξώ, άλλωστε γι’ αυτό κάνω σινεμά μέχρι και σήμερα. Πιστεύω ωστόσο, ότι ο κόσμος πρέπει να αντιδράσει και μάλιστα οι πιο νέοι άνθρωποι. Αυτοί αλλάζουν τα πράγματα. Όχι μόνο στην πολιτική, στην καθημερινότητα αλλά και στην επιστήμη και στην τέχνη, οι νέοι είναι αυτοί που τροφοδοτούν τη ζωή. Από την άλλη μεριά, βλέπω ότι ερημώνει η χώρα από νέους ανθρώπους και μάλιστα μορφωμένους που έχουν δαπανηθεί χρήματα και που οι οικογένειές τους αγωνίστηκαν για να σπουδάσουν αυτά τα παιδιά και φεύγουν έτοιμα για να εργαστούν στο εξωτερικό. Πέρα από την οικονομική κρίση, αυτό είναι μία άλλη μεγάλη καταστροφή. Μία ολόκληρη γενιά μετακομίζει έξω. Βέβαια δεν είναι η μετανάστευση του 1910 ή του 1950 που έφευγε κάποιος να πάει να δουλέψει και επιστρέψει μετά από 30 χρόνια. Τα ταξίδια αυτά έχουν επισπευθεί, μπορείς άνετα να μιλάς σε μία οθόνη με τον άλλο. Το μεγάλο τραύμα ωστόσο που περνάμε, το εντοπίζω στο ότι ο τόπος μας ερημώνει από τους νέους.

Υπήρχαν στιγμές στη μέχρι τώρα πορεία σας που σκεφτήκατε να φύγετε μόνιμα για το εξωτερικό;

Είχα τις ευκαιρίες νεότερος και είχα και λόγους για να φύγω , ίσως πικραμένος από κάποιες ταινίες για το πώς αντιμετωπίστηκαν αλλά πιστεύω ότι ένας δημιουργός και ιδίως του κινηματογράφου, ξέρει τον τόπο, τους ανθρώπους, τις γκριμάτσες τους, τον λόγο που διατυπώνουν, τα πρόσωπα, και έτσι δεν το επιχείρησα. Έχω κι άλλα παραδείγματα και μάλιστα πολύ μεγαλύτερων σκηνοθετών από εμένα, που δούλεψαν στον τόπο τους. Είναι αυτό που έλεγε ο Φελίνι ότι «Μπαίνω σε ένα μπαράκι, σε μία ταβέρνα και ξέρω από πού προέρχονται αυτοί οι άνθρωποι και τί τους απασχολεί, πράγμα που δεν συμβαίνει αν βρεθώ στο Τέξας ή στην Κίνα». Μου αρέσει η Ελλάδα και να σας πω την αλήθεια, είμαι πολύ τυχερός που ζω σε αυτήν. Πάντα όταν κάνω μία ταινία ο κόσμος ανοίγει τα σπίτια του μου δίνουν παροχές, χορηγίες, μαγειρεύουν γαι το συνεργείο. Όταν μία ταινία αρέσει το βλέπω στα μάτια τους, δέχομαι συγχαρητήρια κ.λπ. Κάθε φορά που βιώνω όλα αυτά, αισθάνομαι πόσο τυχερός είμαι.

Η επιτυχία της «Μικράς Αγγλίας»

            Η «Μικρά Αγγλία» είναι η δωδέκατη στη σειρά ταινία του Παντελή Βούλγαρη, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συζύγου του, Ιωάννας Καρυστιάνη. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1997 και απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Έχει συνολικά πουλήσει πάνω από 100.000 αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες.

KARYSTIANH - VOULGARIS 2
Με τη σύζυγό του Ιωάννα Καρυστιάνη

            Η ιστορία διαδραματίζεται στο ναυτονήσι της Άνδρου των δεκαετιών 1930 – 1950. Με εντυπωσιακό τρόπο καταγράφονται οι… φουρτούνες της ζωής εκείνης της εποχής, πελαγίσιες αλλά και στεριανές. Στα σπίτια των ναυτικών οι γυναίκες σηκώνουν μόνες τα βάρη της καθημερινότητας, τους καημούς της νύχτας. Αγαπούν απόντες, αγωνιούν, υπομένουν, φαντάζονται κι όλο περιμένουν. Ανατρέχοντας κανείς στα λόγια της συγγραφέως, κατανοεί ότι πρόκειται για μία βαθειά ψυχογραφική ιστορία που αφοπλιστικά έχει μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη από τον Παντελή Βούλγαρη: «Έγραφα για να νιώσω η ίδια όσο περισσότερο, όσο πιο βαθειά μπορούσα, όσο άντεχα τα δυνατά συναισθήματα που πότε φωτίζουν, πότε σκιάζουν το νόημα της ύπαρξης, της ζωής», επισημαίνει η Ιωάννα Καρυστιάνη. «Περιέγραφα τα τοπία για να συγκρατήσω στο χαρτί και να φυλάξω στο συρτάρι μου την αίσθηση της μοναχικότητας, της καρτερίας, της περιπλάνησης στα κοφτερά βράχια της ναυτικής παράδοσης. Χτυπιόμουνα χωρίς σωσίβιο στη φουρτουνιασμένη θάλασσα των λέξεων. Αυτό που με βοήθησε και με ελευθέρωσε ήταν ότι ξανοίχτηκα πέρα από το δικό μου μικρόκοσμο, στο άγνωστο τοπίο μιας κοινωνίας ριψοκίνδυνου βιοπορισμού, πολλαπλών αποχαιρετισμών, αναχωρητισμού, διαρκούς εναγώνιας αναμονής.»

 Η ταινία «Μικρά Αγγλία» έχει ήδη αποσπάσει 6 βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου μεταξύ των οποίων και αυτό της καλύτερης ταινίας και έχει συγκεντρώσει τα καλύτερα σχόλια το φιλοθέαμον κοινό αλλά και από τους κριτικούς. Από το 2010 και τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, είναι η πρώτη ελληνική ταινία που εντάχθηκε στην πεντάδα των υποψήφιων ταινιών για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

MIKRA AGGLIA2
Στιγμιότυπο από την ταινία “Μικρά Αγγλία”

Κε Βούλγαρη, την περιμένατε την επιτυχία της «Μικράς Αγγλίας»;

Όταν υπάρχει κάτι που θέλω να κάνω, το πιστεύω. Δηλαδή η ιστορία που θα περιγράψω και θα διηγηθώ όπως έχει συγκινήσει εμένα πιστεύω ότι θα συγκινήσει και τον κόσμο. Το ζητούμενο βέβαια είναι εάν αυτό θα συμβεί, γιατί στις 12 ταινίες που έχω κάνει έως τώρα δοκίμασα τις εμπειρίες της επιτυχίας αλλά και της αδιαφορίας. Κανείς δεν ξέρει τί θα συμβεί στο τέλος, αν αυτό το πράγμα που σε έχει συγκινήσει, που έχει κοστίσει ακριβά, που έχει απασχολήσει έναν ολόκληρο κόσμο για να υλοπΟιηθεί, θα βρει αποδέκτη. Πίστεψα στην ιστορία της «Μικράς Αγγλίας» γιατί το βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη, που είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, έχει αγαπηθεί πολύ από τους αναγνώστες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό όπου μεταφράστηκε. Πάντα μία μεταφορά ενός βιβλίου μπορεί να είναι και μία τεράστια παγίδα γιατί ο αναγνώστης του βιβλίου, είναι και ο πρώτος σκηνοθέτης. Φαντάζεται τα πρόσωπα όπως θέλει, τους χώρους, την ιστορία. Παίζει επίσης πολύ μεγάλο ρόλο ποιό μέρος της ιστορίας θα επιλέξεις για να το συμπεριλάβεις στις δύο ώρες που διαρκεί ένα φιλμ. Σε τελευταία ανάλυση, μία ηθογραφική ταινία μπορεί να προέρχεται από ένα βιβλίο αλλά είναι μία καινούρια έκφραση. Υπάρχουν παραδείγματα μεγάλων επιτυχιών στη λογοτεχνία που δεν βρήκαν την τύχη τους στο σινεμά.

Πόσο διήρκεσε η διαδικασία για να γυριστεί η ταινία;

Κοιτάξτε είμαστε τυχεροί. Σκεφτόμαστε κάτι που για να υλοποιηθεί και να βρει την εφαρμογή, χρειάζονται πάντα χρήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος είναι η πιο ακριβή τέχνη. Στην περίπτωση της «Μικράς Αγγλίας» υπήρχε ενδιαφέρον από την Άνδρο, από φίλους της Άνδρου όπου τυγχάνει να έχουμε και ένα σπίτι εκεί. Το νησί επομένως αυτό, το αισθανόμαστε ως δικό μας νησί, άρα το πρόβλημα της χρηματοδότησης ήταν κάτι που λύθηκε άμεσα. Από εκεί και πέρα για να είναι όλα έτοιμα για να βρεθούν οι ηθοποιοί, οι καλλιτεχνικοί συντελεστές, οι χώροι γυρίσματος, για να ανοίξουμε σπίτια στην Άνδρο και να πάρουμε την άδεια να κινηματογραφήσουμε, μας πήρε περίπου ένα εξάμηνο. Το γύρισμα της ταινίας διήρκεσε 9-10 εβδομάδες και η τελική επεξεργασία, το μοντάζ δηλαδή, κράτησε 4-5 μήνες.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα χρησιμοποιήσω κάποιον ηθοποιό επειδή είναι συγγενής μου ή έχει μέσον. Παίζουν αυτοί που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να παίξουν.»

MIKRA AGGLIA 3Είναι προς τιμήν σας πάντως που επιλέξατε νέους ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Υπάρχουν εμπορικές πιέσεις στην επιλογή των ηθοποιών ή είναι καθαρά δικό σας ζήτημα;

Σήμερα ο κινηματογράφος δεν εξαρτάται από τα ονόματα των ηθοποιών όπως παλιότερα όπου η Τζένη Καρέζη ή η Βουγιουκλάκη, ο Παπαμιχαήλ είχαν ένα τεράστιο κοινό το οποίο ήταν έξω από την αίθουσα και περίμενε για να τους δει. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί. Αυτό που εγώ προσπαθώ στις ταινίες μου, είναι τα πρόσωπα που θα εμφανιστούν και θα υποδυθούν τους διάφορους χαρακτήρες, να μην έχουν προβληθεί πολύ στην τηλεόραση ή στην διαφήμιση. Έτσι όπως σκέφτομαι κάθε ταινία, προσπαθώ και ελπίζω να δημιουργήσω έναν κόσμο από την αρχή. Στις ταινίες μου παίζουν ηθοποιοί που πρέπει να παίξουν. Που με τα φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά, το αίσθημα τους και την ικανότητά τους με διαβεβαιώνουν ότι αξίζει τον κόπο να συνεργαστούμε. Τώρα τελευταία προσπάθησα να υπολογίσω με πόσους ηθοποιούς έχω συνεργαστεί στον κινηματογράφο. Είναι περίπου 650, σε μεγάλους και μικρούς ρόλους. Αυτό λοιπόν που έχω να πω όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι Έλληνες ηθοποιοί είναι άξιοι και μάλιστα η νέα γενιά των ηθοποιών που βγαίνουν από τις σχολές είναι παιδιά με ταλέντο, γνώσεις, ιδέες. Εγώ βοηθήθηκα πάρα πολύ από την Πηνελόπη Τσιλίκα και από τη Σοφία Κόκκαλη, δύο κορίτσια που έπαιξαν για πρώτη φορά στον κινηματογράφο και τα οποία μόλις είχαν αποφοιτήσει από την Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Όλος αυτός ο νέος κόσμος, δημιούργησε μία χημεία που δύσκολα πετυχαίνεις σε κάθε ταινία.

Αρκεί βέβαια να δίνονται ευκαιρίες, γιατί η αλήθεια είναι ότι οι ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους είναι λίγο… φειδωλές στην Ελλάδα του 2014.

Κοιτάξτε επειδή έχω δύο νέα παιδιά που προσπαθούν να βρουν την άκρη τους και τις ευκαιρίες στη ζωή τους δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα χρησιμοποιήσω κάποιον ηθοποιό επειδή είναι συγγενής μου ή έχει μέσον. Παίζουν αυτοί που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να παίξουν. Προσπαθώ να είμαι δίκαιος και με τους νεότερους και με τους παλαιότερους ηθοποιούς και με τους συνεργάτες φυσικά γιατί στην ταινία μου έχω και νέους συνεργάτες.

Τί πιστεύετε ότι είναι αυτό που κάνει την ιστορία της δεκαετίας του 30 να έχει τόση απήχηση στο κοινό;

Φτιάχνω τις ταινίες αλλά δεν έχω εξηγήσεις για όλα αλλά στην προκειμένη περίπτωση έχουμε μία πολύ δυνατή ιστορία με ανατροπές, με ολοκληρωμένους χαρακτήρες και το πιο σημαντικό επειδή αφορά στο πολύ στενό και διατηρήσιμο κύτταρο της ελληνικής οικογένειας, μπορεί η ιστορία να διαδραματίζεται το 1930-1950 αλλά τα προβλήματα, η αγωνία των γονιών, η επιθυμία των παιδιών να φύγουν, να κάνουν κάτι δικό τους, εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα.

Εκτός από την εγχώρια επιτυχία της ταινίας, εκτός από την υποψηφιότητά της για όσκαρ, σας ζητήθηκε από τον Ελληνισμό του εξωτερικού, να προβληθεί η ταινία σας στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου που διοργανώνεται σε μεγάλες πόλεις της Αυστραλίας.

Θα ξεκινήσω από κάτι το οποίο συναντήσαμε με την Ιωάννα όταν κάναμε την έρευνα για τις «Νύφες». Είχαμε βρει τα εξής στοιχεία: Στην πρώτη μεταναστευτική εποχή που ένα τεράστια κύμα Ελλήνων έφυγε στις αρχές του αιώνα και ταξίδεψε με πλοίο στις ΗΠΑ, οι Έλληνες στις 24 εθνότητες που είχαν ταξιδέψει τότε, ήταν οι 17οι σε αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε πολιτιστικό επίπεδο. Η δεύτερη γενιά, τα παιδιά δηλαδή αυτών των μεταναστών, κυρίως των γυναικών που έφυγαν με μία φωτογραφία στο χέρι να συναντήσουν τον άνθρωπο που θα πέρναγαν όλη τους τη ζωή μαζί, από την 17η θέση ανέβηκε στην 2η. Μπορώ να σας πω ότι αυτό το γεγονός ήταν και το πιο σημαντικό για να κάνουμε τις «Νύφες». Αυτό που θέλω επισημάνω λοιπόν είναι ότι ο Ελληνισμός αυτός, εκτός συνόρων, αυτόν που εμείς συναντήσαμε στα ταξίδια που κάναμε με αφορμή τα γυρίσματα των ταινιών μας, μας γεμίζει χαρά και ικανοποιήση για την «άκρη» που βρήκαν σε ένα ξένο τόπο. Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι μέσα τους πανταχού παρούσα. Τους ευχαριστώ και αυτό που τους εύχομαι είναι αγάπη και πίστη στη ζωή και στη χαρά.

Ένα μήνυμα/σκέψη για τον Ελληνισμό γενικότερα;

Πιστεύω η Ελλάδα και φυσικά και η Κύπρος, με την οποία μάλιστα διατηρώ στενές επαφές τα τελευταία χρόνια, έχουν τις ευκαιρίες, αν αξιοποιηθεί σωστά ο τόπος τους, ο τόπος μας, να ξεφύγουν από αυτόν τον κλοιό που έχει δημιουργηθεί. Ίσως να ακούγεται κάπως ρομαντικό αυτό που λέω, αλλά έτσι αισθάνομαι.

Ευχαριστώ πολύ.