Σύμφωνα με παγκύπρια επιδημιολογική έρευνα για τη στοματική υγεία των Κυπρίων, παρατηρείται σημαντική βελτίωση στους δείκτες τερηδόνας και περιοδοντικών ιστών.
Την έρευνα διενήργησαν οι Οδοντιατρικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και τα αποτελέσματά της παρουσιάστηκαν σήμερα από την Αν. Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, Δρ Χριστίνα Γιαννάκη.
Η έρευνα, που διενεργήθηκε σε δείγμα πληθυσμού 2925 ατόμων καλύπτοντας ευρύ ηλικιακό φάσμα και σύμφωνα με τους κανόνες όπως αυτοί περιγράφονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, κατέδειξε ιδιαίτερα εντυπωσιακά στοιχεία για τη στοματική υγεία των Κυπρίων.
Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, στην έρευνα εξετάστηκαν 665 παιδιά ηλικίας 6 ετών, 635 παιδιά ηλικίας 12 ετών, 625 έφηβοι ηλικίας 15 ετών, 500 ενήλικες ηλικίας 35-44 ετών και 500 ενήλικες ηλικίας 65-74 ετών.
Από τα αποτελέσματα διαφαίνεται ότι το επίπεδο της τερηδόνας στην Κύπρο παρέμεινε στα όρια του χαμηλού επιπολασμού (δείκτης DMFT για τα 12χρονα=1,26), ενώ διαχρονικά και συγκεκριμένα από το 1992 που έγινε η τελευταία έρευνα για τους ενήλικες, καταγράφηκε σημαντική βελτίωση τόσο στους δείκτες τερηδόνας και περιοδοντικών ιστών όσο και στις ανάγκες θεραπείας σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Παρά την καταγραφόμενη βελτίωση εντοπίζονται σημαντικές ανάγκες συντηρητικής θεραπείας που αφορούν στο 26% των 6χρονων μέχρι και το 50% για τα άτομα ηλικίας 65-74. Αύξηση με την ηλικία καταγράφουν και οι ανάγκες για προσθετική αποκατάσταση, που ανέρχονται στο 40% για τα άτομα ηλικίας 65-74.
Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, όπως το εισόδημα, το επίπεδο μόρφωσης, η περιοχή κατοικίας, η εθνικότητα διαφάνηκε ότι επηρεάζουν τους πιο πάνω δείκτες. Περαιτέρω διακυμάνσεις στα αποτελέσματα εντοπίστηκαν και μεταξύ των επαρχιών, με την επαρχία Λάρνακας να καταγράφει τους υψηλότερους δείκτες και τις μεγαλύτερες ανάγκες θεραπείας ενώ αντίθετα τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην επαρχία Πάφου.
Ικανοποιητικές κρίνονται και οι συνήθειες των πολιτών της Κύπρου αναφορικά με τη στοματική υγιεινή, αφού το 80-90% του πληθυσμού βουρτσίζει τα δόντια του έστω μία φορά την ημέρα με το ποσοστό αυτό να μειώνεται στο 75% για τα άτομα ηλικίας 65-74. Επιδείνωση με την ηλικία παρουσιάζει και η συχνότητα επίσκεψης στον οδοντίατρο με το 68% των 12χρονων να επισκέπτεται οδοντίατρο τουλάχιστο μία φορά τον χρόνο, ποσοστό που μειώνεται στο 58% για τα άτομα 65-74. Ποσοστό 19% των 12χρονων αναφέρει ως αιτία της τελευταίας επίσκεψης σε οδοντίατρο την αντιμετώπιση επείγοντος περιστατικού, ποσοστό που ανεβαίνει στο 20% για τα άτομα 65-74. Με την πάροδο της ηλικίας αυξάνονται και τα άτομα που δηλώνουν ότι επισκέπτονται τις Δημόσιες Οδοντιατρικές Υπηρεσίες.
Οι συνέπειες από την απουσία στοματικής υγείας αποτυπώνονται και στον χρόνο απουσίας από το χώρο εργασίας. Ποσοστό 9% του παιδικού πληθυσμού και 8% των ενηλίκων ηλικίας 35-44 ετών, δήλωσαν ότι χρειάστηκε να απουσιάσουν κατά το 2013 από την εργασία τους για να επισκεφθούν οδοντίατρο.
“Από τα αποτελέσματα διαφαίνεται ότι ο ρόλος των προληπτικών προγραμμάτων των Οδοντιατρικών Υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια υπήρξε καταλυτικός ώστε να παραμείνει σε ικανοποιητικά επίπεδα το επίπεδο της στοματικής υγείας του παιδικού πληθυσμού. Ως εκ τούτου, η δράση των προγραμμάτων θα πρέπει να συνεχιστεί και να εντατικοποιηθεί”, αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Σε σύντομο χαιρετισμό του, ο Υπουργός Υγείας Φίλιππος Πατσαλής είπε ότι ύψιστος ρόλος του Υπουργείου Υγείας αποτελεί, μεταξύ άλλων, η θέσπιση πολιτικής και ο καθορισμός στρατηγικών για την προαγωγή της υγείας.
“Η προώθηση της έρευνας μέσα από την οποία αναδεικνύεται νέα γνώση, βέλτιστες πρακτικές αλλά και αξιολογούνται υπάρχουσες καταστάσεις ούτως ώστε να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για τη διαμόρφωση στρατηγικής. Γι’ αυτό και το Υπουργείου Υγείας ενθαρρύνει και στηρίζει οποιεσδήποτε ενέργειες αφορούν στον τομέα αυτό”, είπε.
Στον δικό της χαιρετισμό, η κ. Γιαννάκη είπε ότι στόχος στις Οδοντιατρικές Υπηρεσίες είναι η προαγωγή της στοματικής υγείας μέσω της δημιουργίας προσβάσιμων ιατρείων όπου θα προσφέρεται υψηλού επιπέδου οδοντιατρική φροντίδα με σύγχρονο εξοπλισμό στηριζόμενη σε πρωτόκολλα αλλά κυρίως μέσω της πρόληψης και της εφαρμογής προληπτικών προγραμμάτων που απευθύνονται κυρίως στον παιδικό πληθυσμό.