Βικτώρια Πιστικού*
Στο δημόσιο διάλογο υπάρχουν αρκετές αναλύσεις σχετικά με τη χρησιμότητα της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κύπρου με τον “Great Sea Interconnector”. Σαφώς, κάθε ανάλυση και κάθε άποψη έχει τη συνεισφορά της, φωτίζοντας το ζήτημα από διαφορετική οπτική γωνία. Ωστόσο, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος, πολλές φορές εξαιτίας της υπερανάλυσης, να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Κι εδώ είναι μια περίπτωση στην οποία θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, αποφεύγοντας μυωπικές προσεγγίσεις και απλουστεύσεις, γιατί ο κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια της Κύπρου είναι αμεσότερος από ποτέ οδηγώντας σε μη αναστρέψιμα αποτελέσματα.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ δεν είναι μικρό εγχείρημα. Είναι από τα μεγαλύτερα έργα, επιχορηγείται κατά 657 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα καλύψει σχεδόν το 65% της συνολικής ενεργειακής ζήτησης της Κύπρου, δημιουργώντας αξιόπιστο εναλλακτικό διάδρομο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την Ανατολή προς την Ευρώπη, εξασφαλίζοντας ενεργειακή ασφάλεια και τερματίζοντας το πρόβλημα της ηλεκτρικής απομόνωσης του νησιού. Παράλληλα, δημιουργεί ηλεκτρικό διάδρομο από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη ενώ, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη των ΑΠΕ, συμβάλλει στην ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας, στην μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και συνεπώς στην αύξηση της ευημερίας με πολύ χαμηλότερο κόστος ενέργειας για τους καταναλωτές.
Η Τουρκία προσπαθεί ήδη από το 2019 να συνδεθεί ενεργειακά με τα κατεχόμενα χωρίς όμως επιτυχία, καθώς ο Έλληνας και Κύπριος διαχειριστής μπλόκαραν με βέτο το θέμα στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρισμού (ENTSO-E). Παρόλα αυτά η Τουρκία επαναφέρει συνεχώς το ζήτημα. Είναι δε χαρακτηριστική η τοποθέτηση, στο συνέδριο του Economist, του πρώην αναπληρωτή υφυπουργού εξωτερικών και πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στο Αζερμπαϊτζάν Matthew Bryza, ο οποίος δήλωσε ότι «χρειάζεται ένα μη πολιτικοποιημένο πλαίσιο το οποίο θα προωθεί την διασύνδεση της Τουρκίας με την Κύπρο εφόσον υπάρχει ήδη μία λειτουργική σύνδεση του βόρειου με το νότιο μέρος του νησιού, καθώς η Τουρκία είναι μπαταρία ενέργειας και μπορεί να στηρίξει την ανάγκη της Κύπρου για base load».
Στις δηλώσεις αυτές η τουρκική πλευρά αναπτύσσει περαιτέρω τη στρατηγική της υποστηρίζοντας, μέσω του Γιλμάζ σε δηλώσεις του το Μάρτιο του 2024, ότι η σύνδεση του κατεχόμενου τμήματος με την ηπειρωτική Τουρκία θα μειώσει τα κόστη, θα αξιοποιηθούν οι δυνατότητες του ψευδοκράτους σε ότι έχει να κάνει με τις ΑΠΕ ενώ και οι ελληνοκύπριοι θα μπορούν να επωφεληθούν από αυτή τη διασύνδεση.
Εάν προχωρήσουν τα σχέδια της Τουρκίας και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εξασφαλίσει τη διασύνδεσή της στον ενεργειακό χάρτη θα κληθεί να αντιμετωπίσει ζητήματα όχι μόνο ενεργειακής αλλά και εθνικής ασφάλειας, Πρώτον, μπορεί να βρεθεί προ τετελεσμένου με αναγνώριση του κατεχόμενου τμήματος του νησιού. Δεύτερον, χάνεται η ευκαιρία σύνδεσης της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ . Τρίτον, από τη μία χαρίζει στην Τουρκία ένα επιπλέον μέσο πίεσης και από την άλλη αποδυναμώνεται διπλωματικά, υπονομεύοντας την ενεργειακή της ασφάλεια και κατ’ επέκταση την εθνική της ασφάλεια.
Η ενεργειακή ασφάλεια δεν είναι κάτι που προσεγγίζεται με όρους της αγοράς. Δεν διακυβεύεται η επιβίωση μιας πολυεθνικής επιχείρησης, που μόνος στόχος της είναι το κέρδος. Διακυβεύεται η επιβίωση ενός κράτους, με ιστορία, αξίες και ανθρώπους που θυσιάστηκαν για να τις διατηρήσουν και να τις παραδώσουν στους επόμενους. Να αποφασίσουμε τι θέλουμε τελικά να παραδώσουμε με τις αποφάσεις που θα λάβουμε. Δάσος ή δέντρο; Κράτος ή κοινότητα;
*Επίκουρη Καθηγήτρια Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών