Η αύξηση επιτοκίων επιδεινώνει την κατάσταση επιχειρήσεων και νοικοκυριών
Το 2022 σχεδόν μονοπώλησε το διεθνές ενδιαφέρον ο ρωσοουκρανικός πόλεμος. Ένας
Η αύξηση επιτοκίων επιδεινώνει την κατάσταση επιχειρήσεων και νοικοκυριών
Το 2022 σχεδόν μονοπώλησε το διεθνές ενδιαφέρον ο ρωσοουκρανικός πόλεμος. Ένας πόλεμος που ενώ συνεχίζεται, είναι κοινώς αναγνωρισμένο ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία, ιδιαίτερα η δεύτερη, θα χρειαστεί δεκαετίες να επανεύρει τους ρυθμούς ζωής και οικονομικής ανάπτυξης της προ πολέμου περιόδου.
Μια εκ των συνεπειών του πολέμου είναι η σημαντική αύξηση στις τιμές ενέργειας και πρώτων υλών αλλά και σημαντικά προβλήματα στη διατροφική αλυσίδα, επηρεάζοντας και πάλι τις τιμές τους αυξητικά. Οι παράγοντες αυτοί, είχαν ως γενικότερη συνέπεια στην οικονομία κάθε κράτους με αλυσιδωτές αρνητικές επιδράσεις στην άνοδο τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών, οδηγώντας έτσι το ποσοστό πληθωρισμού σε μη επιθυμητά αλλά και επικίνδυνα επίπεδα.
Η ΕΚΤ, αντιγράφοντας την πολιτική της ΚΤ των ΗΠΑ, και παρά το ότι οι οικονομικές συνθήκες είναι διαφορετικές, θέλοντας να «πολεμήσει» το θηρίο που λέγεται πληθωρισμός, προέβη ήδη σε συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων ενώ αναμένεται και στο πρώτο τρίμηνο του 2023 να προχωρήσει σε παραπέρα αύξηση των επιτοκίων. Στη βάση αυτής της απόφασης, οι Τράπεζες αλλά και εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, βρήκαν την ευκαιρία να αυξήσουν τα χρεωστικά επιτόκια ανάλογα. Ακόμα και στις περιπτώσεις που τα χρεωστικά επιτόκια των δανείων δεν ήταν συνδεδεμένα με το βασικό της ΕΚΤ, βρήκαν την ευκαιρία να αυξήσουν και αύξησαν και τα δικά τους επιτόκια.
Είναι όμως λύση αύξηση των επιτοκίων για αντιμετώπιση του πληθωρισμού σήμερα;
Ή μήπως αυτή η αύξηση θα οδηγήσει σε νέες περιπέτειες και τις οικονομίες και τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά;
Πώς επηρεάζει κάθε αύξηση επιτοκίου στα δάνεια των νοικοκυριών και κάθε δανειολήπτη;
Όπως παρατηρούμε στον πίνακα δίπλα, μια αύξηση του επιτοκίου κατά 1,00% , επηρεάζει στη δόση δανείου κατά €51,38 ενώ θα πληρώσει συνολικά €12,341.16 περισσότερους τόκους μέχρι να αποπληρωθεί το δάνειο. Αν δε η αύξηση είναι 2.00%, η επιβάρυνση στο δανειολήπτη είναι €105.36 το μήνα και το συνολικό κόστος επιβάρυνσης γίνεται €25.306.44.
Συνέπεια όλων των πιο πάνω, με το οικογενειακό εισόδημα να συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο αφού η πραγματική αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού μειώθηκε ήδη κατά 9% περίπου και από την άλλη η περαιτέρω μείωση λόγω της αύξησης των επιτοκίων, μειώνει ακόμα περισσότερο τον ήδη βεβαρυμμένο οικογενειακό προϋπολογισμό. Η δυνατότητα δε αποπληρωμής των δόσεων των δανείων, αναδιαρθρωμένων και μη, καθίσταται όλο και δυσκολότερη, με τον κίνδυνο να υπάρξει ένας νέος/φαύλος κύκλος ΜΕΔ (μη εξυπηρετούμενων δανείων) να είναι ορατός.
Ακόμα και οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων που δεν έχουν πελάτες καταθέτες (αν και είναι ουσιαστικά μηδέν τα καταθετικά επιτόκια) βρίσκουν την ευκαιρία να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τους δανειολήπτες με πρόσθετους τόκους και τόκους υπερημερίας. Πρόσθετα οι τράπεζες ανακοίνωσαν νέο κατάλογο με αυξημένες τις χρεώσεις για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Το πρόβλημα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις γίνεται όλο και μεγαλύτερο καθότι, ιδιαίτερα οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων αρνούνται να υιοθετήσουν την Οδηγία της ΚΤΚ για τις αναδιαρθρώσεις δανείων, παρά το ότι αυτή αποτελεί ΚΔΠ (Κανονιστική Διοικητική Πράξη) η οποία καθίσταται υποχρεωτική στην εφαρμογή της. Και εδώ δυστυχώς η ΚΤΚ παραμένει ουσιαστικά απαθής παρατηρητής.
Αλλά και για τις επιχειρήσεις, που ήδη αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα με το ψηλό δανεισμό και τον έντονο ανταγωνισμό από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, καθίσταται ακόμα μεγαλύτερο με το οικονομικό τους μέλλον να είναι ακόμα πιο αβέβαιο.
Είναι για αυτούς τους λόγους που θεωρώ ότι η αύξηση των επιτοκίων στη δοσμένη χρονική στιγμή δεν είναι η πιο ενδεδειγμένη για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, καθότι αυτός προέρχεται από καθαρά εξωγενείς παράγοντες και όχι επειδή υπάρχει υπερθέρμανση της οικονομίας και αυξημένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών λόγω αυξημένης προσφοράς χρήματος. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει.
Η σωστή ενέργεια θα ήταν να ενεργήσουν οι επικεφαλείς της ΕΕ κατά τρόπο που να τερματιστεί ο Ρωσοουκρανικός πόλεμος, να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή κρίση, να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση καθώς και οι επακόλουθες συνέπειες της. Επίσης να εφαρμοστούν μέτρα συνολικής οικονομικής πολιτικής ώστε να αντιμετωπιστούν σταδιακά και να επιλυθούν όλα τα οικονομικά και όχι μόνο προβλήματα που από την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 έχουν συσσωρευτεί.
Αυτό που χρειάζεται είναι πολιτική βούληση για την εγγενή επίλυση των συσσωρευμένων προβλημάτων.
Έχουν οι αρμόδιοι φορείς, κυβερνήσεις και όργανα λήψης αποφάσεων την τόλμη για να οδηγήσουν τα κράτη μέλη της ΕΕ σε μια διορθωτική πορεία, ή θα συνεχίσουν την πολιτική της ετεροβαρούς θεώρησης και πρακτικής σε βάρος των ίδιων των κρατών μελών της ΕΕ αλλά και των πολιτών της;
Λουκάς Στυλιανού,
Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών