Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης εισηγείται τον μη διορισμό Βοηθών ανεξάρτητων αξιωματούχων

Ο Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης κατά τη συζήτηση με θέμα “Δημοκρατία, πολιτική και κράτος δικαίου” στην εκδήλωση του ΟΠΕΚ με την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έκανε σειρά εισηγήσεων για την ενίσχυση των θεσμών, του κράτους δικαίου, αντιμετώπισης της διαφθοράς και μη διορισμού των Βοηθών ανεξάρτητων θεσμών σημειώνοντας ότι και τα τρία “δέχθηκαν τον τελευταίο μήνα μιαν άνευ προηγουμένου απειλή”.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, είπε, κλήθηκε να χειριστεί μια σοβαρή καταγγελία κατά του δεύτερου τη τάξει στην υπηρεσία του, χειρίστηκε την υπόθεση με τρόπο που δεικνύει ευλαβική προσήλωση στις νόμιμες διαδικασίες, που οδήγησε σε πόρισμα ποινικού ανακριτή, ενός ποινικού ανακριτή αδιαμφισβήτητου κύρους, με καταγεγραμμένες στο πόρισμα ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες για δεκασμό δημόσιου λειτουργού. “Από την αμέσως επόμενη ώρα της ανακοίνωσης του πορίσματος, ζούμε μια πρωτόγνωρη προσπάθεια στρέβλωσης των νόμιμων διαδικασιών εκδίκασης ενός ενδεχόμενου κακουργήματος, γιατί περί αυτού πρόκειται. Οι ποικιλότροπες παρεμβάσεις δημιούργησαν σοβαρό κίνδυνο παρεμπόδισης της επιβεβλημένης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να αποδειχθεί η αθωότητα ή ενοχή του κατηγορούμενου, κίνδυνος που φαίνεται να αποσοβείται γιατί ο Γενικός Εισαγγελέας φάνηκε απόλυτα αντάξιος του θεσμού τον οποίο υπηρετεί ως θεματοφύλακας του κράτους δικαίου”.

Το συμβάν αυτό κατέδειξε την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των θεσμών και ανέδειξε αδυναμίες του συστήματος, σημείωσε ο κ. Μιχαηλίδης, ζητώντας επανεξέταση του θεσμού των Βοηθών των ανεξάρτητων αξιωματούχων, ένα κατάλοιπο – όπως είπε – του δοτού συντάγματος της Ζυρίχης που αποσκοπούσε στη διαφύλαξη του δικοινοτικού χαρακτήρα του Κράτους.

Εισηγήθηκε όπως, με δεδομένη τη διαχρονική πολιτική να μην επιφέρονται τροποποιήσεις του Συντάγματος, εκτός εάν τούτο είναι απολύτως αναγκαίο, όλα τα κόμματα να προβούν σε μία κοινή αυτοδέσμευση, με δημόσια δήλωση τους, ότι δεν θα γεμίζουν πλέον οι κενωθείσες θέσεις των Βοηθών των ανεξάρτητων αξιωματούχων. “Εάν δεν υπάρχει πρόβλημα, τότε θα μπορούσε να γίνει και σχετική νομοθετική ρύθμιση ότι, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης, οι θέσεις αυτές θα παραμένουν κενές”.

Οι θεσμοί θα πρέπει επίσης να ενισχυθούν με την εισαγωγή των κατάλληλων διαδικασιών για την επιλογή και διορισμό των ανεξάρτητων κρατικών αξιωματούχων, αλλά και κάθε άλλου επίτροπου ή εφόρου ή διοικητικού συμβούλου, που διορίζονται είτε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είτε από το Υπουργικό Συμβούλιο, πρόσθεσε. Σήμερα, με εξαίρεση κάποιες θέσεις για τις οποίες ο διορισμός προϋποθέτει διαβούλευση ή/και έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι υπόλοιποι διορισμοί δεν βασίζονται σε κάποια ειδική αξιολόγηση, όπως είπε.

Εισηγήθηκε επίσης όπως άτυπα εκεί που δεν χωρεί νομοθετική ρύθμιση, ή με νομοθετική ρύθμιση εκεί που τούτο είναι εφικτό, ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας να συστήνει μια Επιτροπή Αξιολόγησης Υποψηφίων, με όρο εντολής την αξιολόγηση των υποψηφίων, μια μορφή «due diligence», όπως το ονόμασε πρόσφατα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου Χαρίδημος Τσούκας. Αξιολόγηση που θα περιλαμβάνει, πέραν των τυπικών προσόντων, κάθε άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να επηρεάσει αργότερα την ομαλή εκτέλεση των καθηκόντων τους, είπε. “Επίσης, η διαβούλευση ή καλύτερα η λήψη έγκρισης από την Βουλή, που σήμερα στην Κύπρο δεν εφαρμόζεται ευρέως λόγω της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών, που όμως σε άλλες χώρες δεν αποτελεί κώλυμα, θα μπορούσε να αποτελεί μια επιπλέον ασφαλιστική δικλείδα για εκείνες τις θέσεις που προβλέπονται σε νόμο και όχι στο Σύνταγμα”.

Ευτυχώς, πρόσθεσε, ο διορισμός του νυν Γενικού Εισαγγελέα και του νυν Αρχηγού της Αστυνομίας, παρά την έλλειψη των πιο πάνω μηχανισμών επιλογής, ήταν απόλυτα επιτυχής. Όπως ιδιαιτέρα επιτυχής ήταν και ο διορισμός από τον προηγούμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Γενικής Λογίστριας της Δημοκρατίας, της Ρέας Γεωργίου, πρόσθεσε.

Ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρθηκε στις υποθέσεις του ΣΑΠΑ, του ΤΕΠΑΚ και των επενδύσεων του Ταμείο Συντάξεων της Cyta και ανακοίνωσε ότι “εντός των επόμενων λίγων ημερών ολοκληρώνουμε τη διερεύνηση για το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας και θα διαβιβάσουμε το φάκελο στον Γενικό Εισαγγελέα αφού φαίνεται ότι και αυτή η υπόθεση όζει”.

Καμία υπόθεση της Υπηρεσίας του, από αυτές που είδαν το τελευταίο διάστημα το φως της δημοσιότητας, πρόσθεσε, δεν θα είχε οδηγηθεί στο δικαστήριο, αν η Νομική Υπηρεσία πρώτα, και η Αστυνομία στη συνέχεια, δεν αποδεικνύονταν αποτελεσματικές και εξίσου αποφασισμένες να πατάξουν τη διαφθορά. “Αν είχαμε άλλο Γενικό Εισαγγελέα, και άλλο Αρχηγό Αστυνομίας, ενδεχομένως όλες αυτές οι υποθέσεις να παρέμεναν στα συρτάρια ως απλές παρατηρήσεις της Υπηρεσίας μας”.

Η ενίσχυση των θεσμών που αντιμάχονται τη διαφθορά και τη διαπλοκή, προϋποθέτει την εσωτερική κάθαρση των τριών Υπηρεσιών, της Νομικής Υπηρεσίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Αστυνομίας, ανέφερε ο κ. Μιχαηλίδης, λέγοντας ότι “η απαλλαγή από τα σάπια μήλα είναι εκ των ων ουκ άνευ, ειδικά για την Αστυνομία στην οποία φαίνεται ότι η διαφθορά είναι δυστυχώς σε πολύ ψηλά επίπεδα”. Το ευχάριστο, πρόσθεσε, είναι πως τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, όταν συντονίσουν τις ενέργειές τους, είναι πάρα πολλά και βρίσκονται σε συνεχή διαβούλευση ώστε να τα αξιοποιήσουν αποτελεσματικά προς εντοπισμό και αποπομπή των επίορκων συναδέλφων μας.

Η συνεργασία λοιπόν των τριών Υπηρεσιών και της ΜΟΚΑΣ αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιτυχία του αγώνα κατά της διαφθοράς, είπε, προσθέτοντας ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης προωθεί νομοσχέδιο ώστε να ρυθμιστεί νομοθετικά, πρώτον η προστασία του καταγγέλλοντος, γνωστού και ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος ή και καταγγέλτη διαφθοράς (στα αγγλικά whistleblower), και δεύτερον η εισαγωγή μέτρων επιείκειας σε περιπτώσεις που κάποιος ενεχόμενος σε πράξη διαφθοράς (φτάνει να μην είναι το μεγάλο ψάρι!) συνεργάζεται ουσιωδώς με τις αρχές στην αποκάλυψη της αλήθειας.

“Παρέλκει φυσικά να σημειώσω ότι μηχανισμοί όπως το πόθεν έσχες και η τακτική δήλωση περιουσιακής κατάστασης, θα πρέπει επιτέλους να προωθηθούν από την Κυβέρνηση και τη Βουλή, σε όλους του δημοσίους υπαλλήλους και γενικότερα σε όλους τους ασκούντες δημόσια εξουσία”.

Η Κύπρος δεν πέρασε τις εξετάσεις της GRECO

Ομοίως, είπε, επείγει ο εκσυγχρονισμός του νόμου για τον έλεγχο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, παρατηρώντας ότι η μεγάλη καθυστέρηση που έχει ήδη σημειωθεί στο θέμα αυτό, είχε ως αποτέλεσμα η Κύπρος να μην περάσει τις εξετάσεις της Επιτροπής GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης, έστω κι αν το νομοσχέδιο είναι ήδη στη Βουλή. Η Επιτροπή GRECO που συνεδρίασε πρόσφατα, στις 25 Μαρτίου, ανέφερε, προκειμένου να αξιολογήσει τη συμμόρφωση της Κύπρου στις προηγούμενες υποδείξεις της, αποφάσισε ότι οι εκκρεμείς συστάσεις της δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πλήρως υλοποιηθείσες (fully implemented), αλλά ως μερικώς υλοποιηθείσες (partly implemented). Αποτέλεσμα τούτου είναι το επίπεδο συμμόρφωσης της Κύπρου να χαρακτηρίζεται ως μη ικανοποιητικό (globally unsatisfactory). Η GRECO, σημείωσε, ζητά από την Κύπρο όπως ετοιμάσει και υποβάλει νέα έκθεση αναφορικά με τη συμμόρφωσή της στις εκκρεμείς συστάσεις μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2015. “Μετά την εξέλιξη αυτή, θα πρέπει η Βουλή να επισπεύσει τις διαδικασίες συζήτησης και έγκρισης των σχετικών νομοσχεδίων πριν τις θερινές διακοπές, ώστε να προλάβει η Λευκωσία να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή GRECO”.

Ο Γενικός Ελεγκτής ανέφερε επίσης ότι πρέπει να γίνουν θεσμικές αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής πειθαρχικού ελέγχου στη δημόσια υπηρεσία και εισηγήθηκε όπως η διεξαγωγή των πειθαρχικών ερευνών αναλαμβάνεται από μία κεντρική υπηρεσία, όπως για παράδειγμα το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.

Ζήτησε επίσης μετάθεση της αρμοδιότητας διαχείρισης των μεγάλων συμβάσεων έργων από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που διοικούνται από πολιτικά πρόσωπα, στο κεντρικό κράτος με τις υφιστάμενες δομές και ασφαλιστικές δικλείδες του. “Θα ήταν μέγιστο σφάλμα να μην παραδειγματιστούμε από τα τόσα παραδείγματα κακοδιαχείρισης σε συμβούλια αποχετεύσεων και στο ΤΕΠΑΚ”.

Η διαφθορά είναι μια ύπουλη μάστιγα και έχει ένα πολύ ευρύ φάσμα διαβρωτικών επιδράσεων στις κοινωνίες, κατέληξε ο κ. Μιχαηλίδης, λέγοντας ότι μαζί με την καταπολέμηση της ατιμωρησίας και τη λήψη κατασταλτικών μέτρων, θα πρέπει να βελτιώσουμε και την ηθική δεοντολογία της κοινωνίας μας, αφού η διαφθορά είναι εν πολλοίς και ένα θέμα της δημόσιας αντίληψης και αποδοχής.