Ένας στους δύο γονείς εμφανίζει συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης όταν το παιδί του πάσχει από διατροφική διαταραχή (ΔΔ). Αυτό διαπίστωσαν οι ερευνητές της πρώτης πανελλήνιας έρευνας για τον αντίκτυπο των ΔΔ στην ελληνική οικογένεια.
Η μελέτη, την οποία πραγματοποίησαν οι καθηγήτριες Janet Treasure και Ulrike Schmidt από το πανεπιστήμιο King’s College, Institute of Psychiatry and Neuroscience μαζί με την Μαρία Τσιάκα υποψήφια διδάκτωρ του King’s College και Πρόεδρο του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών φανερώνει πως οι ΔΔ επηρεάζουν καταλυτικά τις ενδοοικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις επιδρώντας αρνητικά στη σωματική και συναισθηματική υγεία των υπόλοιπων μελών της οικογένειας (γονέων, αδελφών, συζύγων, συντρόφων κτλ). Αυτά με τη σειρά τους αναπτύσσουν συμπεριφορές και συναισθηματικές αντιδράσεις που συχνά οδηγούν στη συντήρηση ή ακόμη και την ενίσχυση της νόσου. Έτσι, η οικογένεια- και κυρίως οι γονείς καταλήγουν ανίσχυροι απέναντι στη νόσο, ενώ με τη σωστή εκπαίδευση θα μπορούσαν να είναι μέρος της λύσης της. Αυτό προτάσσει και η συγκεκριμένη έρευνα, τα πορίσματα της οποίας ρίχνουν φως σε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, σε μια νόσο που, μόνο στην Ευρώπη, ταλανίζει το 7-10% του γενικού πληθυσμού.
Ταυτότητα της έρευνας
Η συγκεκριμένη έρευνα διενεργήθηκε στην Αθήνα σε διάστημα δύο ετών (Απρίλιος 2012-Απρίλιος 2014) από το βρετανικό πανεπιστήμιο King’s College, Institute of Psychiatry and Neuroscience. Η πρώτη συγγραφέας- ερευνήτρια της μελέτης είναι η ελληνίδα επιστήμονας Μαρία Τσιάκα.
Στόχος της μελέτης είναι η διερεύνηση των οικογενειακών παραγόντων που συσχετίζονται με τη συντήρηση της νόσου και κατ’ επέκταση η κλινική εφαρμογή των ευρημάτων στην εκπαίδευση των οικογενειών, ώστε να αποκτήσουν ισχυρά και αποτελεσματικά όπλα διαχείρισης της νόσου.
Στην έρευνα, η οποία παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ψυχοθεραπείας το καλοκαίρι του 2015, ενώ έχει κατατεθεί για έγκριση δημοσίευσης στο επιστημονικό περιοδικό European Eating Disorders Review, συμμετείχαν 112 γονείς (73 γυναίκες και 39 άντρες), 89 ασθενών εκ των οποίων οι 44 διαγνωσμένοι με Νευρική Βουλιμία, οι 23 με Νευρική Ανορεξία και οι 15 με Αδηφαγική Διαταραχή και με μέσο όρο διάρκειας νόσου τα 9 χρόνια (δηλαδή, χρόνια διατροφική διαταραχή).
Μερικά από τα πορίσματα
Τι προέκυψε όμως από την έρευνα; Το 46,3% των ερωτηθέντων γονιών παρουσιάζει συμπτώματα κατάθλιψης, ποσοστό που θεωρείται ιδιαίτερο υψηλό, αν αναλογιστεί κανείς ότι το αντίστοιχο για τον γενικό πληθυσμό ήταν 12,3% το 2012. Την ίδια στιγμή, το 41,7% των γονιών δηλώνει ότι παρουσιάζει αγχώδη συμπτωματολογία, ενώ το 39% εμφανίζει υψηλά επίπεδα στρες.
Η επιβαρυμένη ψυχική υγεία των γονιών, ως αποτέλεσμα της διατροφικής διαταραχής από την οποία πάσχουν τα παιδιά τους, οδηγεί σ’ έναν φαύλο κύκλο: Όσο πιο άσχημα αισθάνονται οι ίδιοι, τόσο πιο πολύ συντηρούν άθελά τους τη νόσο. Γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ποσοστά που προέκυψαν από την έρευνα. Ένας στους δύο γονείς (το 50% δηλαδή) αντιδρά με υπερπροστατευτικότητα, ενώ το 36% καταφεύγει σε επικριτικά σχόλια, ασκεί δηλαδή κριτική στον ασθενή, κυρίως για την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του.
Οι συνέπειες και η αντιμετώπιση
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι υπό το βάρος της κατάθλιψης και του στρες, οι γονείς εμφανίζουν δύο μοτίβα συμπεριφοράς. Έτσι, λειτουργούν:
Yπερπροστατευτικά απέναντι στο παιδί τους, προσπαθώντας να μην το στεναχωρήσουν ή το πληγώσουν, αφού ανησυχούν υπερβολικά για την εξέλιξη της νόσου.
Με ενδοτικότητα. Ανταποκρίνονται, δηλαδή, θετικά στην επιτακτική ανάγκη των πασχόντων για επιβεβαίωση. Απαντούν σε ερωτήσεις, όπως για παράδειγμα: «Έχω παχύνει», «αδυνάτησα καθόλου;» ή «Είμαι πιο χοντρή από την τάδε;».
Τα παραπάνω μοτίβα συμπεριφοράς των γονιών, ωστόσο, είναι φανερό ότι συμβάλλουν στην διευκόλυνση όχι του παιδιού, αλλά της ίδιας της νόσου. Η οικογένεια παγιδεύεται στον φαύλο κύκλο της διατροφικής διαταραχής, αδυνατώντας να βγει από αυτόν αλλά και να βοηθήσει σωστά τον πάσχοντα.
Συνοψίζοντας, τα πορίσματα της έρευνας καταδεικνύουν την άμεση ανάγκη για ενημέρωση, κατάρτιση και υποστήριξη των οικογενειών ατόμων που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές.
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του King’s College, η οικογένεια θεωρείται βασικός σύμμαχος στη θεραπεία των διατροφικών διαταραχών και αναπόσπαστο κομμάτι στη λύση της νόσου. Αρκεί να γνωρίζει πώς θα τα «βάλει» μαζί της.
Η Μαρία Τσιάκα είναι Πρόεδρος του Ελληνικού κέντρου διατροφικών διαταραχών. Σπούδασε Ψυχολογία, έχει εκπαιδευτεί και στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, ενώ είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Ψυχολογικής Ιατρικής και Ψυχιατρικής του Institute of Psychiatry, King’s College London. Επίσης, είναι μέλος διαφόρων Συλλόγων και Οργανισμών, όπως EFTA (European Family Therapy Association), ECED (European Council on Eating Disorders), AED (Academy of Eating Disorders), IAEAP (International Association for Eating Disorders Professionals).