Ομφάλιος λώρος κομματικής επιμόλυνσης και διορισμοί στα συμβούλια των ημικρατικών οργανισμών

Του Δημοσθένη Στεφανίδη*

Οι διορισμοί στα συμβούλια των ημικρατικών οργανισμών, ως μείζον θέμα επαλήθευσης αξιοκρατίας, δείκτη δημοκρατικής καθαρότητας και μέσου παραγωγικότητας, επιχειρησιακής δραστηριότητας και κοινωνικής ευγονίας και ευνομίας, επιβάλλεται να γίνονται με διαδικασία η οποία να αντιδιαστέλλεται και να αφίσταται πλήρως από αυτή που φέρεται να διαδραματίζεται, ως αδιάφανου φορέα ολιγοπωλιακής κομματικής επιμόλυνσης και προϊόν διαπλοκής, ως κοινού παρονομαστή, στη θνησιγενούς κύρους στελέχωσή τους, αλλά θα πρέπει να γίνεται με προκαθορισμένο σαφές και πρόσφορο πλαίσιο και κριτήρια, απόλυτα σχετικά με τα θέματα και τις αρμοδιότητες και ευθύνες που καλούνται να εκπληρώσουν και να υπηρετήσουν τα αντίστοιχα πρόσωπα, στα πλαίσια εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.

Επί παραδείγματι, δειγματοληπτικά και χαρακτηριστικά επικεντρώνομαι στο θέμα των προαγωγικών κρίσεων, οι οποίες για να είναι ανεξάρτητες, αμερόληπτες, αξιοκρατικές, εύλογες και παραγωγικές θα πρέπει να προέρχονται από άτομα τα οποία δεν διορίσθηκαν συνεπεία κομματικής διευθέτησης ή στείρου και ατομικιστικού διαπροσωπικού συσχετισμού, δεσμοί οι οποίοι αναπόφευκτα, κατ’ εύλογη κρίση του μέσου πολίτη, τους στερούν από ουσιαστικό αντίκρισμα εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και συνυφαίνονται και τους ακολουθούν και στην πορεία του έργου τους, φαλκιδεύοντας τον εκ φύσεως σκοπό τους και στιγματίζοντας ουκ ολίγες φορές αποφάσεις τους στο δικαστήριο, καταδεικνύοντας και υποδηλώνοντας σεσημασμένες, υφέρπουσες ή διακρινόμενες, πρακτικές εξυπηρετικής υποταγής, υπολειμματικής εξάρτησης και πάγιας λογοδοσίας, ως φαινόμενα εμπειρικής πραγματικότητας, αλλά να είναι προϊόν κρίσης από πρόσωπα που κατέχουν συναφή πολυμέρεια στην κατάρτιση και εμπειρία τους, ως αντικειμενικό εχέγγυο προοπτικής επιτυχίας, το οποίο να αποτελεί μοναδικό γνώμονα επιλογής και προώθησής τους.

Πώς είναι δυνατό για παράδειγμα σε μία υπόθεση προαγωγής στην ΑΗΚ να έχει ελάχιστο ίχνος ικανής αξιολογικής κρίσης της συνάφειας ενός πρόσθετου προσόντος με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης π.χ. ένας επιχειρηματίας ή οποιασδήποτε άλλος άσχετος και εξωγενής του οικείου χώρου του ημικρατικού οργανισμού;

Συναφώς, η αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας μεταφράζονται κατ’ αρχήν στο δικαίωμα καθενός να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας με ίσους όρους, δοθέντος ότι «οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή» (Γεωργιάδης v. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249) και «Κατά τη διενέργεια των προαγωγών πρέπει να τηρείται η αρχή της ισότητας» (Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο του Α.Ι. Τάχου σελ. 112) «…ενόψει των αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, που καταλαμβάνουν και τις εν γένει διαδικασίες εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων» (απόφαση 126/2008 του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ελλάδας) σημειώνοντας ότι η αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, 196).

Υπογραμμίζω ότι η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα και θέσεις γίνεται με βάση και την προσωπική αξία και ικανότητα (ΣτΕ 1211 και 281/2007, ΣτΕ 163/2001, ΣτΕ 1112/2000, ΣτΕ 2005/1999 κ.α) ή την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ 1316/2009, ΣτΕ 1463/2008, Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 1064/2007, ΣτΕ 3404/2006, ΣτΕ 2063/2006, ΣτΕ 1091/2006, ΣτΕ 4498/2005, ΣτΕ 2904/2005, ΣτΕ 1666/2005 Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 2070/2005, ΣτΕ Ολομ. 2396/2004, ΣτΕ 2717/2003, ΣτΕ 2099/2000, 5094/1996, 3675/1996 κ.α).

Αρχή που συνάγεται από την θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου και της οποίας ειδικότερη όψη είναι η δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας (Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 307/2010, Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 2326/2018, ΣτΕ 2063/2006, ΣτΕ 4498/2005, 218/2005, Ολ. 2396-2397/2004, 901-922/2001, κ.α,. Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2002, σ. 161).

Σημειώνω επίσης ότι αναφορικά με τη σταδιοδρομία των δημοσίων υπαλλήλων και συναφώς τις αμφισβητήσεις τους για αστικής φύσης ζητήματα θα πρέπει να τηρείται η αρχή της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Pellegrin κατά Γαλλίας, ημ. 8.12.1999) ενώ πριν από την απόφαση Pellegrin το Δικαστήριο είχε δηλώσει ότι οι σχετικές αμφισβητήσεις για το διορισμό, τη σταδιοδρομία και τη παύση της δραστηριότητας των δημόσιων υπαλλήλων βρίσκονταν κατά γενικό κανόνα εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Από τις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας συντίθεται η αρχή της «αξιοκρατικής ισότητας» που δεσµεύει τόσο το νοµοθέτη όσο και τη διοίκηση (Χαράλαµπος Χρυσανθάκης, Τα κριτήρια στελέχωσης των θέσεων της δηµόσιας διοίκησης, σελ. 108).

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι «[Η]…Διοίκηση αξιώνεται υπό της εννόμου τάξεως του Κράτους Δικαίου όχι απλώς να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμια» [απόφαση 4/1999 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου (Διοικητική Δίκη 2001, Τόμος ΙΓ, σελ. 889)] «…ο αντικειμενικός παρατηρητής δικαιούται να αμφιβάλλει την όλη αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα του συστήματος» (Νίκος Ρούσος v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρ. αρ. 922/2003, ημ. 16.6.2004).

*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου Λακεδαιμονίων

lakedaimonioi