Έντονες επικρίσεις δέχθηκε σήμερα ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, κατά την συζήτηση επι του κυπριακού Μνημονίου ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωβουλής, (ECON).
Ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Ζαν Πολ Γκοζές, αμφισβήτησε τις αποφάσεις που λήφθηκαν, υποδεικνύοντας ότι προκάλεσαν έλλειμμα εμπιστοσύνης στην ΕΕ ενώ η εκπρόσωπος της Σοσιαλιστικής Ομάδας, Σιλβί Γκουλάρ, χαρακτήρισε τον επικεφαλής του Eurogroup ως «τον πιο αισιόδοξο νεκροθάφτη» που έχει συναντήσει.
Στην διάρκεια της εν εξελίξει ακρόασης, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ αρνήθηκε να αναφερθεί λεπτομερώς επί της στάσης που τήρησαν οι υπουργοί Οικονομικών στο Eurogroup, παρά τις υποδείξεις πολιτικών ομάδων και κυρίως των Πρασίνων για ξεκαθάρισμα της κατάστασης.
Επανέλαβε τη θέση ότι η απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο «ήταν η καλύτερη δυνατή για τη χώρα» και «μια καλή λύση» για την Ευρωζώνη και υπεραμύνθηκε των αποφάσεων λαμβάνοντας ειδικά υπόψη την κατάσταση του τραπεζικού τομέα της Κύπρου, ο οποίος «ήταν μη βιώσιμος και δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με την οικονομία της χώρας».
Ο κ. Ντέισελμπλουμ κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις στην Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή της Ευρωβουλής για τα όσα μεσολάβησαν στη διάρκεια της κρίσης στην Κύπρο, αλλά και το περιεχόμενο των αποφάσεων του Εurogroup τον Μάρτιο.
Στην εισαγωγική του ομιλία ο κ. Ντεισελμπλουμ αναφέρθηκε στις σημερινές εξελίξεις τονίζοντας ότι το πρόγραμμα της Κύπρου έχει οριστικοποιηθεί και αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλης προσοχής, ενώ το χαρακτήρισε ως μια ευκαιρία για επιστροφή της οικονομίας στο σωστό δρόμο. Πρόσθεσε ότι η πρώτη δόση του δανείου θα καταβληθεί εντός του Μαΐου, και πως τα επιτόκια θα είναι χαμηλά ώστε η Κύπρος να είναι σε θέση να αποπληρώσει.
Για το πως φτάσαμε στην απόφαση, αρνήθηκε να αποκαλύψει οτιδήποτε σε σχέση με τις διαπραγματεύσεις υπογραμμίζοντας ότι δεν είναι ο ρόλος του να αναφερθεί στη στάση που τήρησε κάθε χώρα της Ευρωζώνης.
Οπως είπε, το πρόβλημα της Κύπρου τέθηκε από το 2011, αλλά δεν έγιναν συζητήσεις για την επίλυσή του γιατί, «οι Κύπριοι κατέληξαν σε συμφωνία με τους Ρώσους και κέρδισαν χρόνο για να μην μπουν σε μνημόνιο». Εαν η Κύπρος είχε έρθει νωρίτερα τότε το πρόβλημα θα αντιμετωπίζονταν νωρίτερα, τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Ντεισελμπλουμ, οι σοβαρές συζητήσεις για τις δύο κυπριακές τράπεζες (Λαϊκή και Κύπρου) που είχαν ήδη σοβαρά προβληματα, ξεκίνησαν με τη νέα κυβέρνηση, γιατί με την προηγούμενη δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο.
Αναφερόμενος στην κατάσταση που υπήρχε όταν ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις την χαρακτήρισε πολύπλοκη και το πρόβλημα πολύ μεγάλο με λίγες επιλογές για το που θα μετακυλιστεί το βάρος της διάσωσης. Δεν μπορούσαμε να μεταφέρουμε το βάρος της διάσωσης στο δημόσιο χρέος της Κύπρου, γιατί η χώρα δεν θα μπορούσε να το εξυπηρετήσει, ενώ δεν μπορούσαμε να το μεταφέρουμε ούτε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας γιατί δεν θα ήταν σωστό, είπε, προσθέτοντας ότι το περάσαμε στους μεγάλους καταθέτες και αυτή ήταν η καλύτερη λύση.
Η πρώτη μας προτεραιότητα ήταν η βιωσιμότητα του χρέους, εάν φορτώναμε στο κράτος, η Κύπρος δεν θα αποπλήρωνε ποτέ το χρέος, ενώ με την επιλογή που έγινε η χώρα μπορεί τώρα να ανακάμψει, τόνισε.
Η απόφαση καθυστέρησε, συνέχισε, και λόγω των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα, όπου οι συζητήσεις πήραν χρόνο γιατί έπρεπε να είμαστε σίγουροι ότι τη στιγμή της απόφασης τα πάντα θα ήταν έτοιμα για τη διάσωση των υποκαταστημάτων. Από το Μάρτιο εργαστήκαμε σκληρά με τη νέα κυβέρνηση και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να περιορίσουμε τυχόν επιπτώσεις και στα υποκαταστήματα στην Ελλάδα, είπε.
Για το τίμημα της παραχώρησης των υποκαταστημάτων παρέπεμψε στην ελληνική και την κυπριακή κυβέρνηση. «Ηταν μια διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων εάν το τίμημα ήταν σωστό να ρωτήσετε τους ίδιους εάν είναι ικανοποιημένοι, το σημαντικό είναι ότι δεν υπήρξε διάχυση στο ελληνικό σύστημα που ήταν μεγάλος κίνδυνος και ευτυχώς ήταν πετυχημένη η προσπάθεια», ανέφερε.
Σε ερώτηση για το εάν η κρίση στην Ελλάδα επηρέασε την Κύπρο, απάντησε ότι επηρέασε αλλά αυτό το απέδωσε στο γεγονός ότι οι κυπριακές τράπεζες αναζητώντας υψηλές αποδόσεις επένδυσαν σε ελληνικά ομόλογα και δάνεια. Ηταν ένας κίνδυνος που ανέλαβαν και επωμίστηκαν τις συνέπειες, είπε.
Οι τράπεζες πήραν το ρίσκο τους και εκτέθηκαν στην Ελλάδα, το τραπεζικό σύστημα ήθελε υψηλά κέρδη και ανέλαβε υψηλούς κινδύνους, είπε, επαναλαμβάνοντας ότι δεν ήταν η ελληνική κρίση που προκάλεσε το κυπριακό πρόβλημα, αλλά το κυπριακό τραπεζικό μοντέλο που έκανε επενδύσεις που δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σ’ αυτούς τους κινδύνους.
Για τις τυχόν ευθύνες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, είπε ότι δεν είναι αρμόδιος να απαντήσεις και πως το ερώτημα θα πρέπει να απευθυνθεί στην ΕΚΤ.
Για το ρόλο της Ρωσίας επισήμανε ότι σε επαφές που είχε πριν τη λήψη της απόφασης με τις ρωσικές αρχές, η Μόσχα διαμήνυσε στην Ευρωζώνη ότι θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι και μετά αυτοί θα καθορίσουν τη στάση τους. Κάτι που έγινε και τώρα έχουμε συμφωνία για την επιμήκυνση κατά 2 έτη της αποπληρωμής και μείωση του επιτοκίου από 4,5% σε 2,5% ανέφερε ο κ. Ντέισελμπλουμ.
Σχετικά με την εγγύηση των καταθέσεων και το πρόβλημα που δημιουργήθηκε είπε ότι αρχικά ανησυχήσαμε, ωστόσο οι επιπτώσεις ήταν αμελητέες, βεβαίως υπάρχει αβεβαιότητα για το πως θα αντιμετωπιστούν παρόμοια προβλήματα στο μέλλον, αλλά αυτό το αντιμετωπίζουμε ήδη μέσω της προετοιμασίας της οδηγίας εκκαθάρισης τραπεζών και της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης, είπε.
Σύμφωνα με τον κ. Ντέισελμπλουμ, η απόφαση για την Κύπρο δεν θέτει εν αμφιβόλω τις εγγυημένες καταθέσεις μέχρι 100.000 ευρώ. Σημείωσε ωστόσο ότι η εγγύηση των καταθέσεων είναι εθνική υπόθεση κάθε χώρας και το αν όλες είναι σε θέση να εγγυηθούν αυτό είναι αμφίβολο. Γι αυτό προωθούμε την τραπεζική ενοποίηση, ώστε όλα αυτά τα θέματα να αντιμετωπίζονται σε προληπτική βάση μέσω της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης, είπε.
Για τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, ανέφερε ότι τους επιτρέπει η Συνθήκη, η κυβέρνηση χειρίζεται το θέμα σε συνεργασία με την ΕΚΤ και την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ενώ στόχος είναι η άρση των περιορισμών το συντομότερο, κάτι που ήδη γίνεται βαθμιαία. Σύμφωνα με τον κ. Ντέισελμπλουμ δεν μπορούσε να μην υπάρχουν περιορισμοί γιατί το πρόβλημα θα μεταφερόταν και στις άλλες τράπεζες της Κύπρου.