Νομολογίες: Περί του προνομιακού εντάλματος QUO WARRANTO

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ                                                                                           Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος
Περί του προνομιακού εντάλματος QUO WARRANTO, όπου υπάρχει ισχυρισμός για νόσφιση εξουσίας ή σφετερισμό:

(Αποσπάσματα από την Απόφαση του Έντιμου Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ν.Μ Νικολάτου)

Για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση του προαναφερόμενου εντάλματος, απαιτείται η άδεια του δικαστηρίου. Η άδεια του δικαστηρίου δίδεται αν ο αιτητής δείξει ότι έχει, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση ή ότι έχει συζητήσιμο ζήτημα (In re Kakos (1985) 1 CLR 250). Το βάρος της απόδειξης ότι εκ πρώτης όψεως δικαιολογείται η παροχή τέτοιας άδειας το έχει ο αιτητής. Όταν, όπως στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται ισχυρισμός για σφετερισμό ή νόσφιση εξουσίας, ο αιτητής θα πρέπει, με ένορκη δήλωση που καταχωρείται προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια, να δείξει ότι έχει τα προσόντα για να υποβάλει τέτοια αίτηση. Δεν είναι αρκετό να καλείται ο κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστής, να δείξει γενικά την εγκυρότητα του διορισμού του, αλλά ο αιτητής έχει το βάρος να δείξει το ελάττωμα ή το κενό στο διορισμό ή την άσκηση της εξουσίας από τον καθ΄ ου η αίτηση (Halsbury΄s Laws of England, 3rd Edition, Vol. II, σελ. 145 και επόμενες και ειδικά παράγραφος 289, σελ. 152 και 153).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υπό αναφορά προνομιακό ένταλμα είναι ξεπερασμένο και έχει περιπέσει σε αχρησία τόσο στην Αγγλία από όπου έλκει την καταγωγή του, όσο και στην Ινδία στην οποίαν εφαρμόστηκε με βάση τα αγγλικά πρότυπα. Στην Κύπρο, δεν φαίνεται να υπάρχει δικαστική απόφαση σε σχέση με την έκδοση τέτοιου εντάλματος, παρόλο που η δυνατότητα παρέχεται από το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος. Στο σύγγραμμα Πέτρος Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, αφιερώνονται μόνο 1-2 σελίδες στο συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα. Αναφορά σε τέτοιο ένταλμα γίνεται στην υπόθεση Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 1034 στην οποίαν κρίθηκε, από την Πλήρη Ολομέλεια, πως Βουλευτές οι οποίοι ζήτησαν να παρέμβουν σε διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εκλογοδικείου, δεν επηρεάζονταν αφού δεν ήταν δυνατόν, ανάλογα με την απόφαση του Εκλογοδικείου, να ανοίξει ο δρόμος για την αμφισβήτηση και της δικής τους εκλογής, με προνομιακό ένταλμα Quo Warranto.

 

Αναφορά στο συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα έγινε και στην Πολιτική Αίτηση 124/2010, ημερ. 18.11.11, αναφορικά με την αίτηση της Μαρίας Σάββα. Παρατηρήθηκε εκεί ότι το ένταλμα αυτό απευθύνεται στον κάτοχο δημόσιας θέσης ή αξιώματος ή δικαιώματος ή προνομίου και σημαίνει «με ποια εξουσία;» («by what authority») κατέχεται η θέση, το αξίωμα κλπ.. Αποβλέπει δηλαδή στον έλεγχο της εξουσίας με βάση την οποία ο κάτοχός της διεκδικεί τη θέση. Έχει ως στόχο την αποβολή ή την εκδίωξη του (παρανόμως) κατέχοντος τη θέση ή το αξίωμα ή τα άλλα προνόμια ή ακόμα και την έκδοση διατάγματος απαγορευτικού της άσκησης των αρμοδιοτήτων που αυτά (τα προνόμια) συνεπάγονται.

Δεν απαιτείται κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του αιτητή ανάλογο με το έννομο συμφέρον στο διοικητικό δίκαιο. Εφόσον ο σκοπός είναι δημόσιος και είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κατοχής ενός αξιώματος, μιας θέσης κλπ., θεωρείται ότι ο καθένας έχει, ουσιαστικά, τέτοιο δικαίωμα στον έλεγχο της νομιμότητος. Το αντικείμενο της διαδικασίας είναι το δικαίωμα του φερόμενου ως σφετεριστή, να κατέχει τη θέση ή το αξίωμα. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στους Halsbury΄s (ανωτέρω) και στον Basu, Commentary on the Constitution of India, 5η έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 703 κ.επ..

Είναι κοινός τόπος ότι για την έκδοση του προαναφερόμενου προνομιακού εντάλματος υπάρχουν προϋποθέσεις. Στην Αγγλία οι προϋποθέσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) ότι η θέση ή το αξίωμα του, κατ΄ ισχυρισμόν σφετεριστή, πρέπει να είναι δημόσιο, υπό την έννοια ότι από αυτό ασκεί δημόσια καθήκοντα, (β) η θέση ή το αξίωμα θα πρέπει να είναι ουσιαστικού ή ανεξάρτητου χαρακτήρα, σε αντίθεση προς θέση απλού υπηρέτη ή αντιπροσώπου και (γ) η διάρκεια του αξιώματος πρέπει να είναι επίσης ουσιαστική (Δέστε: Basu (ανωτέρω), σελ. 704 και 705). Στην υπόθεση R. v. Speyer (1916) 1 K.B. 595 δόθηκε ερμηνεία του ουσιαστικού χαρακτήρα (substantive character) που πρέπει να έχει η θέση ή το αξίωμα του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή και επεξηγήθηκε ότι, ουσιαστικού χαρακτήρα, σημαίνει ανεξάρτητη θέση (independent in title) και όχι θέση υπηρέτη ή αντιπροσώπου.

 

Το συγκεκριμένο προνομιακό ένταλμα, όπως και τα υπόλοιπα προνομιακά εντάλματα (Habeas Corpus, Mandamus, Prohibition και Certiorari) εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά και αφού ληφθούν υπόψιν όλες οι σχετικές παραμέτροι, περιλαμβανομένων της συμπεριφοράς των μερών, των κινήτρων τους, της τυχόν καθυστέρησης στην έγερση της διαδικασίας, του κατά πόσον υπάρχουν άλλες διαθέσιμες, και εξίσου αποτελεσματικές, θεραπείες και το κατά πόσον τα αποτελέσματα της έκδοσης ενός τέτοιου εντάλματος θα είναι ουσιαστικά και όχι μάταια. Επίσης λαμβάνεται υπόψιν και η τυχόν αναγνώριση της θέσης του κατ΄ ισχυρισμό σφετεριστή, από τον αιτητή (acquiescence).

Επιπρόσθετα, όπου φαίνεται ότι υπάρχουν διαζευκτικά ένδικα μέσα και θεραπείες στη διάθεση των αιτητών, είναι θεμελιωμένο ότι η ύπαρξη διαζευκτικών θεραπειών επηρεάζει αρνητικά την κρίση του δικαστηρίου, κατά την εξέταση αιτήσεων για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Στην υπόθεση Barnard (Bernard) and Others v. The National Dock Labour Board (1953) 1 All E.R. 1113 το Αγγλικό Εφετείο (Denning L.J., όπως ήταν τότε) παρατήρησε ότι, σε περιπτώσεις σφετερισμού ή νόσφισης εξουσίας εκτελεστικής ή και δικαστικής, τα δικαστήρια του κοινού δικαίου είχαν την εξουσία έκδοσης των προνομιακών ενταλμάτων Quo Warranto, αλλά η εξουσία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη θεραπεία της έκδοσης δηλωτικής απόφασης και απαγορευτικού διατάγματος, που προνοήθηκε στην Αγγλία, δια νόμου του 1938. Παράλληλα, όμως, με τα δικαστήρια του κοινού δικαίου, τα δικαστήρια της επιεικείας πάντοτε είχαν και έχουν εξουσία να κηρύττουν τις διαταγές ενός σφετεριστή, άκυρες και να τις παραμερίζουν.

Επομένως, στην περίπτωση που μας απασχολεί, εάν η συγκεκριμένη Επίτροπος είναι σφετερίστρια εξουσίας, οι οποιεσδήποτε πράξεις και ενέργειες της μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας και ως προϊόντα σφετερισμού εξουσίας, να ακυρωθούν και ή να παραμεριστούν. Ακόμα, είναι δυνατόν να εκδοθούν και απαγορευτικά διατάγματα με τα οποία να αποκαθίσταται η νομιμότητα. Η απόφαση στην Everett v. Griffiths (1924) 1 Κ.Β. 941, στην οποία αποφασίστηκε η μη έκδοση δηλωτικής απόφασης, επειδή δεν ζητήθηκε προνομιακό ένταλμα, όπως θα έπρεπε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκφράζουσα την ορθή νομική θέση σήμερα. Στην υπόθεση Vine v. National Dock Labour Board (1956) 3 All E.R. 939, απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη απόφαση στην Cooper v. Wilson (1) (1937) 2 All E.R. 726 στην οποία λέχθηκε ότι, όταν υπάρχει ισχυρισμός πως κάποιο Σώμα ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία, η απόφαση του μπορεί να προσβληθεί με αγωγή στην οποία να ζητείται διακήρυξη ότι η απόφαση (του Σώματος) είναι άκυρη.