Να επιβεβαιώσει η να παραιτηθεί η Γιωρκάτζη

Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας,  Ρίκκος Ερωτοκρίτου μιλώντας σε διάσκεψη Τύπου στη Νομική Υπηρεσία με αφορμή τα όσα ειπώθηκαν στη συνεδρία της Επιτροπής και αφορούσαν τον ίδιο, δήλωσε ότι “Η κ. Γιωρκάτζη οφείλει ή να επιβεβαιώσει εντός 24 ωρών τα όσα τις καταμαρτυρεί ο κ. Κοιλιάρης σε σχέση με το πρόσωπό μου ή αν δεν τα επιβεβαιώσει να παραιτηθεί άμεσα”,  ζητώντας ταυτόχρονα τη διεξαγωγή αστυνομικής έρευνας ακόμα και στην περίπτωση που η Διοικήτρια της Τράπεζας Κύπρου ανακαλέσει ή διαψεύσει τα όσα ανέφερε το εκτελεστικό μέλος της ΚΤΚ Στέλιος Κοιλιάρης στη σημερινή συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής θεσμών.

“Αν η κ. Γιωρκάρτζη τα ανακαλεί, δεν δέχομαι την ανάκληση της. Εγώ δεν κάνω συμψηφισμούς, ούτε υποχωρήσεις σε θέματα που αφορούν την κατοχύρωση της θεσμικής λειτουργίας των δημοσίων αξιωμάτων. Άλλοι μπορεί να κάνουν που αφορούν τους ιδίους και τα μέλη των οικογενειών τους ή τις θυγατέρες τους”, είπε.

Στη συνεδρία της Επιτροπής και συγκεκριμένα, υποβάλλοντας την παραίτησή του από το ΔΣ της Κεντρικής Τράπεζας, ο κ. Κοιλιάρης υποστήριξε ότι η κ. Γιωρκάτζη ανέφερε σε συνεδρία του ΔΣ της ΚΤΚ ότι ο Παναγιώτης Νεοκλέους από το ομώνυμο δικηγορικό γραφείο “δωροδόκησε” – κατά τον ισχυρισμό του – τον κ. Ερωτοκρίτου.

“Λυπούμαι ειλικρινά που είμαι αναγκασμένος μέσα στο γενικό παρακμιακό κλίμα που διαχέει την κοινωνία μας και τους θεσμούς να προβώ σ` αυτές τις δηλώσεις που είμαι βέβαιος πως δεν θα είναι οι μόνες αλλά θα ακολουθήσουν κι άλλες από την πλευρά μου τις επόμενες των ημερών”, είπε ο κ. Ερωτοκρίτου.

Ανέφερε ότι “από ότι έχω πληροφορηθεί στη Βουλή σήμερα στην Επιτροπή Θεσμών και Αξιών, ένα μέλος της Αρχής Εξυγιάνσης και συγκεκριμένα ο κ. Κοιλιάρης, παραιτούμενος από τη θέση την οποία κατέχει και πυροβολώντας εναντίον της κ. Γιωρκάτζη λέγοντας πολλά και διάφορα, ανέφερε ανάμεσα στα όσα της καταλόγισε ότι τον πληροφόρησε σε κάποιο στάδιο ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, δηλαδή εγώ, δωροδοκήθηκα” από το δικηγορικό γραφείο Α. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ.

“Είναι θλιβερό μεν προνόμιο αλλά είναι προνόμιο μου γιατί βρίσκομαι στη δημόσια ζωή τα τελευταία τριάντα χρόνια να είμαι και εγώ και η οικογένεια μου από τους κουρεμένους της Λαϊκής Τράπεζας. Ως δημόσιος άντρας που υπήρξα τα τελευταία τριάντα χρόνια, δεν είχα καμία προνομιακή πληροφόρηση από καμία πηγή, όπως είχαν άλλοι, για να μετακινήσουν τα χρήματα τους από την καταρρέουσα Λαϊκή προ του Μαρτίου του 2013”, είπε.

Όπως ανέφερε,“αναγκάζομαι να το επικαλεστώ ως προνόμιο γιατί σήμερα στη δημόσια συζήτηση η οποία διεξάγεται γύρω από το ποίοι γνώριζαν ή δεν γνώριζαν, ανήκω στη μειοψηφία των δημοσίων ανδρών που δεν γνώριζα. Και δεν γνώριζα γιατί δεν είχα καμία προνομιακή πληροφόρηση, σε αντίθεση με άλλους, ενδεχομένως και από τα μέλη της Αρχής Εξυγίανσης, που να είχαν τέτοια πληροφόρηση”.

“Οφείλω να καλέσω την κα. Γιωρκάτζη ή να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει τα όσα της καταλογίζει ο κ. Κοιλιάρης ότι του είπε αναφορικά με το πρόσωπο. Εάν μεν τα επιβεβαιώσει οφείλει να τα αποδείξει εντός 24 ωρών, εάν δεν τα αποδείξει τότε οφείλει να παραιτηθεί άμεσα. Εάν τα ανακαλέσει, εγώ δεν δέχομαι την ανάκληση της κα. Γιωρκάτζη ούτε τη διάψευση που θα κάνει προς τον κ. Κοιλιάρη”, πρόσθεσε.

“Δεν δέχομαι ούτε ανέχομαι να υπάρχει η παραμικρή υποψία γύρω από τη θεσμική μου λειτουργία γι΄ αυτό την ανάκληση ή την διάψευση της προκαταβολικά δηλώνω ότι δεν την δέχομαι. Θα ζητήσω από τον Αρχηγό της Αστυνομίας – ακόμα και αν την ανακαλέσει – να γίνει ανεξάρτητη αστυνομική έρευνα. Θα ζητηθεί από την κ. Γιωρκάτζη να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία, από τον κ. Κοιλιάρη, από το δικηγορικό Γραφείο Νεοκλέους βεβαίως αλλά και από εμένα τον ίδιο για να ξεκαθαρίσει εντελώς αυτή η ιστορία”, είπε.

Ο κ. Ερωτοκρίτου ανέφερε ότι “είπε ο κ. Κοιλιάρης ότι του είπε η κα. Γιωρκάτζη ότι εγώ δωροδοκήθηκα από το δικηγορικό γραφείο Νεοκλέους γιατί μου έκανε χάρη όταν δεν εμφανίστηκαν σε συγκεκριμένο στάδιο δικαστικής διαδικασίας αγωγής που εκκρεμούσε ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου Λεμεσού με αποτέλεσμα να εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ μου”.

“Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ως κουρεμένος καταθέτης της Λαϊκής Τράπεζας κατέθεσα άμεσα όπως πολλές άλλες χιλιάδες συμπολιτών μου αγωγή εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας και όλων όσοι θεωρούνται υπεύθυνοι για την πτώση της Λαϊκής, ζητώντας αποζημίωση για συγκεκριμένο ποσό 600 χιλιάδων ευρώ που ήταν κατατεθειμένα εν ονόματι συγκεκριμένης εταιρείας της οποίας είμαι ιδιοκτήτης και που ήταν κατατεθειμένα στη Λαϊκή Τράπεζα”, είπε.

Όπως εξήγησε, “στην ίδια Τράπεζα πάνω σε μια άλλη εταιρεία, ως ο ιδιώτης δικηγόρος που ήμουν τότε, υπήρχε ισόποσο χρέος άλλων 600 χιλιάδων ευρώ. Όταν στις 16 Μαρτίου του 2013 έγινε το κούρεμα της Λαϊκής που κούρεψαν τα χρήματα και μου τα πήραν με την απομείωση των χρημάτων που υπήρχαν και μου έμειναν τα χρέη”.

Ανέφερε επίσης ότι πριν από το διορισμό του στη Νομική Υπηρεσία ως Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε δεύτερη αγωγή “εναντίον των ιδίων προσώπων, δηλαδή της Διαχειρίστριας, της Αρχής Εξυγίανσης, της Τράπεζας Κύπρου, της Λαϊκής Τράπεζας, της Κεντρικής Τράπεζας ζητώντας συμψηφισμό των χρημάτων που μου κούρεψαν μαζί με το χρέος που μου έμεινε. Κάτι που επιτρέπετε με βάση τη νομοθεσία που ψήφισε η Αρχή Εξυγίανσης”.

Πρόκειται, όπως είπε, για το άρθρο 17.3(γ) του νόμου “που προβλέπει για εξυγίανση και το οποίο δεν δίνει οποιαδήποτε διευκρίνηση όπως το ερμήνευσε η Αρχή Εξυγίανσης από το 2013 στο κατά πόσο αυτός που επιδιώκει να συμψηφίσει το χρέος θα πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο που είχε τα χρήματα. Μιλάμε εδώ για δύο διαφορετικές εταιρείες. Η Αρχή Εξυγίανσης οχυρώθηκε πίσω από το ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές εταιρείες, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης είναι ο ίδιος και στις δύο και αρνήθηκε. Γι` αυτό και η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο.

Την ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης για τον συμψηφισμό ο δικηγόρος της Λαϊκής Τράπεζας που ήταν το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Νεοκλέους & Σία “με βάση τα όσα εκ των υστέρων υποστήριξε εγγράφως ενώπιον του δικαστηρίου δεν εμφανίστηκε γιατί δεν παρακολούθησε και δεν καταχώρησε σωστά τις ημερομηνίες των δύο αγωγών, τελώντας κάτω από την αντίληψη ότι είχα μια αγωγή και όχι δύο αγωγές”.

Συνεπώς, πρόσθεσε, “την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η εκδίκαση της υπόθεσης για τον συμψηφισμό στο ημερολόγιο του Δικηγορικού Γραφείου Α. Νεοκλέους ήταν καταχωρημένη άλλη ημερομηνία που αφορούσε την άλλη αγωγή των αποζημιώσεων με αποτέλεσμα να παραλείψουν να εμφανιστούν στο δικαστήριο την ημέρα εκείνη. Οι δικηγόροι που με εκπροσωπούσαν προχώρησαν και ζήτησαν έκδοση δικαστικής απόφασης εν τη απουσία των δικηγόρων της διαχειρίστριας. Το δικαστήριο ικανοποίησε το αίτημα και εξέδωσε δικαστική απόφαση για το συμψηφισμό υπέρ μου διατάσσοντας το συμψηφισμό των 600 χιλιάδων ευρώ που μου απομείωσαν και που κούρεψαν μαζί με τις 600 χιλιάδες χρέος που υπήρχε στη Λαϊκή”.

Σε μεταγενέστερο στάδιο, είπε, όταν το δικηγορικό γραφείο Νεοκλέους “ανακάλυψε το λάθος που είχε γίνει από την πλευρά τους καταχώρησαν αίτηση στο δικαστήριο με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην τους. Το δικαστήριο άκουσε τα επιχειρήματα των δύο πλευρών και δικαίωσε το δικηγορικό γραφείο Νεοκλέους. Θεώρησε ότι θα έπρεπε να παραμεριστεί η απόφαση για το συμψηφισμό και ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή η δίκη και ότι δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί από το πρώτο δικαστήριο απόφαση στην απουσία του δικηγορικού γραφείου Νεοκλέους”.

“Για την απόφαση αυτή του δικαστηρίου οι δικηγόροι μου καταχώρησαν έφεση στο Ανώτατο δικαστήριο, η οποία εκκρεμεί”, συμπλήρωσε.

Σε κάποιο στάδιο, είπε, “από ότι πληροφορήθηκα αφού είχαν γίνει όλα αυτά ανάμεσα στους καβγάδες και τις διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ της Αρχής Εξυγίανσης και του δικηγορικού γραφείου Νεοκλέους τοποθετήθηκε στο `κάδρο` των διαφωνιών και το γεγονός αυτό, προσάπτοντας -προφανέστατα όπως φαίνεται από τη δήλωση του κ. Κοιλιάρη – από την πλευρά της Διοικήτρια που κατηγορούσε συνέχεια το δικηγορικό γραφείο Νεοκλέους για πολλά και διάφορα σε σχέση με τα πεπραγμένα της τέως Λαϊκής ότι `μου έκαναν πλάτες ή με δωροδόκησαν`, όπως το καθόρισε ο κ. Κοιλιάρης, όχι βέβαια χρηματικά αλλά με την έννοια ότι μου έκαναν παραχώρηση μη εμφανιζόμενοι εκείνη την ημέρα στο δικαστήριο”.

“Όλα αυτά τα είχα πληροφορηθεί και κυκλοφορούσαν ως κουτσομπολιά, συκοφαντίες και χαμερπών υπονοούμενων”, είπε.

Είπε ότι ο ίδιος έχει το δικαίωμα όπως και κάθε πολίτης να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Ανέφερε ότι ο “ίδιος ο Πρόεδρος του Ανωτάτου δικαστηρίου, εντελώς πρόσφατα, καταχώρησε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου δικαστηρίου ζητώντας να δικαστεί από συναδέλφους του σε σχέση με απαλλοτρίωση ακίνητης περιουσίας που έγινε στην ιδιωτική του περιουσία στη Λάρνακα και οι συναδέλφοι του δίκασαν. Δεν θα έπρεπε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου δικαστηρίου να καταφύγει στο δικαστήριο για να προστατεύσει τη περιουσία του;” διερωτήθηκε.

Δεν μου έγινε καμία χάρη και ούτε και δέχομαι χάρες από κανένα. Ούτε δέχτηκα ποτέ κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων στη δημόσια ζωή μου οποιαδήποτε χάρη από κανέναν. Και προκαλώ οποιονδήποτε κατέχει στοιχεία για οποιαδήποτε τέτοιου είδους συμπεριφορά που με αφορά να τα καταθέσει και δηλώνω εκ των προτέρων ότι θα παραιτηθώ εάν έχει δίκαιο. Συνεπώς πρέπει να ντρέπονται όσοι με αυτό τον τρόπο θέλησαν να σπιλώσουν όχι βέβαια το πρόσωπο μου αλλά και τον ανεξάρτητο θεσμό του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας”, είπε.

“Η κ. Γιωρκάτζη οφείλει ή να επιβεβαιώσει εντός 24ωρών τα όσα τις καταλογεί ο κ. Κοιλιάρης σε σχέση με το πρόσωπο μου ή αν δεν τα επιβεβαιώσει να παραιτηθεί άμεσα και την καλώ εγώ να παραιτηθεί”, είπε.

“Αν”, συνέχισε, “η κ. Γιωρκάρτζη τα ανακαλεί, δεν δέχομαι την ανάκληση της. Εγώ δεν κάνω συμψηφισμούς, ούτε υποχωρήσεις σε θέματα που αφορούν την κατοχύρωση της θεσμικής λειτουργίας των δημοσίων αξιωμάτων. Άλλοι μπορεί να κάνουν, που αφορούν τους ιδίους και τα μέλη των οικογενειών τους ή τις θυγατέρες τους”, κατέληξε.