Στην αποδέσμευση της έκτης δόσης αρχείων από το πρώην Γραφείο Αποικιών του Φόρεϊν Όφις προέβη το Εθνικό Αρχείο της Βρετανίας. Πρόκειται για εμπιστευτικά έγγραφα τα οποία επιστράφηκαν μυστικά στη Βρετανία από τις πρώην αποικίες κατά την περίοδο άρσης της βρετανικής διοίκησης. Το Φόρεϊν Όφις παραδέχθηκε την ύπαρξή τους μόλις το 2011.
Σύμφωνα με τα αρχεία αυτά, στις 2/3/51 ο κυβερνήτης της Κύπρου Τζον Χάρντινγκ ενημέρωνε τον Πρέσβη της Βρετανίας στην Ελλάδα για τις υπό μυστικότητα προετοιμασίες επίσκεψης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Αθήνα, κατόπιν έκκλησης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι θα μεταβιβαζόταν στο Μακάριο μήνυμα του Έλληνα Πρωθυπουργού ενάντια του κινήματος της Ενώσεως, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να ελαχιστοποιούνταν οι αρνητικές επιπτώσεις και η δυσαρέσκεια. Σε αυτό απέδιδαν οι Βρετανοί τη μυστικότητα.
Στις 23/8/51 η εβδομαδιαία αναφορά πληροφοριών ασφαλείας των Βρετανών ανέφερε ότι ο Μακάριος πίστευε ότι διέτρεχε κίνδυνο (γινόταν αναφορά σε ακραία δεξιά στοιχεία) και γι’ αυτό είχε απολύσει το μάγειρά του και τον οδηγό του και είχε προσλάβει τον αδερφό του, ο οποίος μεταξύ άλλων δοκίμαζε όλα τα φαγητά πριν σερβιριστούν στον Αρχιεπίσκοπο. Επίσης είχε μεταφερθεί από την Αρχιεπισκοπή στον Κύκκο.
Ένα μέρος των αρχείων αναφέρεται στην παθητική αντίσταση των Κυπρίων κατά των Βρετανών. Αρκετά έγγραφα αναφέρονται σε μία βασική μορφή αυτής της αντίστασης που ήταν η αποχή από τις τοπικές εκλογές που είχαν προκηρυχθεί με βάση το Νόμο περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) του 1950. Σε ενημερωτικά σημειώματα από την Κύπρο αναφερόταν ότι ασκείτο πίεση από την Εκκλησία να μη συμμετάσχει κανείς στις τοπικές εκλογές.
Για τη συγκεκριμένη κίνηση οι Βρετανοί σχολίαζαν στα εμπιστευτικά έγγραφα ότι ο Μακάριος είχε επιδείξει έλλειψη πολιτικής οξύνοιας και ακολουθούσε τους κομμουνιστές. Τον Ιανουάριο του 1951 ο διοικητής της Αμμοχώστου έγραφε ότι η αλλαγή στη στάση των κατοίκων κατά του νόμου και των εκλογών ήταν τεράστια μετά από τις επισκέψεις που έκανε ο Μακάριος. «Πρέπει να το δει κανείς για να το πιστέψει», έγραφε ο διοικητής.
Σε δύσκολη θέση βρέθηκαν οι Βρετανοί όταν ανακοινώθηκε πως ο Μακάριος φεύγοντας από τον τόπο εξορίας του στις Σεϋχέλλες έκανε δωρεά 1000 λιρών για υποτροφίες μαθητών στο νησί. Σε απαντητική επιστολή με ημερομηνία 5/4/57 ο Υπουργός Εξωτερικών Σέλγουϊν Λόιντ συμφωνούσε με τον κυβερνήτη Χάρντινγκ ότι η κίνηση του Αρχιεπισκόπου ήταν «αηδιαστική και συγκαταβατική», αλλά του εξασφάλιζε «τη δημοσιότητα που επεδίωκε».
Τα έγγραφα των αρχείων ασχολούνται εκτενώς με τις δραστηριότητες της ΕΟΚΑ, δείχνοντας την προοδευτική απόκτηση όλο και περισσότερων πληροφοριών από τους Βρετανούς για τα μέλη και τη δομή της οργάνωσης. Στις 14/6/55 ο γραμματέας της Επιτροπής Πληροφοριών Ασφαλείας για την Κύπρο παραδεχόταν ότι οι πληροφορίες για την ηγεσία και την οργάνωση της ΕΟΚΑ ήταν «ισχνές». Νεότερη λεπτομερής έκθεση το Μάρτιο του 1957 έλεγε ότι μέχρι τότε είχε αναγνωριστεί η κεντρική ηγετική ομάδα, επτά επαρχιακοί ηγέτες, έξι ορεινές ομάδες με τέσσερις να έχουν υποστεί πλήγμα από τις «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις, καθώς και ότι υπήρχε αρκετός αριθμός ανδρών έτοιμων προς στρατολόγηση. Αναφερόταν επίσης ότι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ δεν είχαν πάντα πρόσβαση στις κρυψώνες όπλων. Δεν είχε σταθεί δυνατός ο αντίστοιχος εντοπισμός κρυψώνων πυρομαχικών, αλλά υπήρχαν αναφορές περί ελλείψεων.
Στα τέλη του 1955 η ίδια Επιτροπή ανέφερε ότι οι πύρινοι λόγοι του Μακαρίου ίσως να μην αντιπροσώπευαν πλήρως τις προσωπικές του απόψεις. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, φερόταν να είχε πει σε προσωπικό του φίλο ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει μια μετριοπαθή στάση μέχρι τη βελτίωση των σχέσεων Αθήνας-Λονδίνου και ότι αν το έκανε, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, «θα τελείωνε από την Εθναρχία εν μία νυκτί».
Ειδικός φάκελος αναφέρεται στην απόδοση θανατικών ποινών σε αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Οι περισσότερες αναφορές είναι για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Στον Τύπο είχε αναφερθεί ότι ο κυβερνήτης Χάρντινγκ είχε πει σε Αμερικανό βουλευτή πως «δεν υπήρχε περιθώριο για συμπάθεια ή συναίσθημα στην Κύπρο». Ο Χάρντινγκ είχε ζητήσει μετά με επιστολή του προς τον Αμερικανό βουλευτή (Φούλτον) διάψευση ή ανάκληση της δήλωσης που του είχε αποδοθεί.
Παρατίθεται επίσης η αναφορά του διευθυντή υγειονομικών υπηρεσιών της βρετανικής διοίκησης στις 11/3/57 ότι ο Παλληκαρίδης δεν είχε επιδείξει καμία μεγάλη ή μικρή ένδειξη ψυχολογικής διαταραχής μετά την καταδίκη του. «Είναι ήρεμος, συγκροτημένος και ψυχικά προετοιμασμένος να αποδεχθεί το αναπόφευκτο», αναγραφόταν χαρακτηριστικά.
Στις 15/7/59 το Φόρεϊν Όφις εξέφραζε ανησυχίες για την ύπαρξη όπλων στο νησί και για διακοινοτικές ή ενδοκοινοτικές (ΕΟΚΑ/κομμουνιστές) συμπλοκές όσο πλησίαζε η κήρυξη της ανεξαρτησίας. Διατυπωνόταν η προειδοποίηση ότι αν αίρονταν οι περιορισμοί σχετικά με τα όπλα, τουλάχιστον οι Τουρκοκύπριοι θα το εκμεταλλεύονταν, καθώς γνώριζαν ότι η ΕΔΜΑ/ΕΟΚΑ είχε το δικό της οπλοστάσιο.
Υπήρχαν συγκεκριμένες αναφορές σε εισαγωγή λαθραίων όπλων στην Κύπρο τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Τουρκία. Στην πρώτη περίπτωση οι ενδείξεις ήταν ότι δεν υπήρχε ανάμιξη της ελληνικής κυβέρνησης. Στις 13/5/59, ωστόσο, σε αναφορά από το γραφείο του επικεφαλής πληροφοριών προς το αρχηγείο της αστυνομίας γινόταν λόγος για πληροφορίες «διάφορου βαθμού αξιοπιστίας, εκ των οποίων ορισμένες γνήσιες» ότι Τουρκοκύπριοι ηγέτες, από το τέλος των ενδοκοινοτικών επεισοδίων στις αρχές Αυγούστου του 1958, οργάνωναν την παράνομη αποστολή όπλων στην Κύπρο και εκπαίδευαν την κοινότητά τους στη χρήση τους με τη συνεργασία της τουρκικής κυβέρνησης και των τουρκικών στρατιωτικών αρχών. Υπήρχαν αναφορές ότι ένα ψαροκάικο που είχε χαθεί στις 24/11/58 είχε ανατραπεί μεταφέροντας όπλα από την Τουρκία, με τους εμπλεκόμενους να χρησιμοποιούν τον όρο «τουρκικό λουκούμι» ως συνθηματικό για τα λαθραία όπλα.
Τους Βρετανούς απασχολούσε επίσης η δράση Ελληνοκυπρίων «υποκινητών» στο Λονδίνο. Στις 8/6/56 αναφορά προς τον Κυβερνήτη της Κύπρου μιλούσε για αναταραχή στη συνήθως ήρεμη κοινότητα του Λονδίνου. Είχε τεθεί μάλιστα προς εξέταση και το ενδεχόμενο απέλασης των «ταραξιών» στην Κύπρο, κάτι που έβρισκε σύμφωνο τον κυβερνήτη εφόσον υπήρχε επαρκής δικαιολόγηση.
Αναφορά του 1958 αφορά συναντήσεις στα γραφεία της Εθναρχίας στο κεντρικό Λονδίνο κατά τη διάρκεια του 1956 Κυπρίων που συζητούσαν το ενδεχόμενο «τρομοκρατικών ενεργειών» επί βρετανικού εδάφους. Τελικά η απόφασή τους ήταν ότι τέτοιου είδους ενέργειες θα έπλητταν την εικόνα και τα συμφέροντα της Κύπρου, σημειώνεται.