Ο Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης, μιλώντας ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών, η οποία εξέτασε τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας για το 2017 επανέλαβε ότι η διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτική παρέμβαση και επέκρινε εκ νέου τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στη ΣΚΤ για πλήρωση ορισμένων θέσεων.
Ο κ. Μιχαηλίδης ανέφερε ότι «Διαφωνούμε με το ενδεχόμενο να εξαιρεθεί ο Συνεργατισμός από τον έλεγχο της Υπηρεσίας μας. Εμείς θεωρούμε ότι δεν μπορεί να ευσταθεί οποιοδήποτε επιχείρημα ότι η διενέργεια ελέγχου από την Ελεγκτική Υπηρεσία μπορεί να θεωρηθεί πολιτική παρέμβαση» .
Σημειώνοντας πως ο διαχειριστικός έλεγχος διεξάγεται εκ των υστέρων, ο κ. Μιχαηλίδης επεσήμανε ότι συνεπώς ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να ερμηνευθεί από οποιονδήποτε ως παρέμβαση.
Έφερε ως παράδειγμα τους ελέγχους που διενεργούν ελεγκτικές υπηρεσίες σε κρατικές τράπεζες στη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Σλοβενία και την Πορτογαλία, όπου τράπεζα περιήλθε στο κράτος ύστερα από διαχωρισμό της σε καλή και κακή και τη χρηματοδότησή της με €4 δισεκατομμύρια.
Όσον αφορά τις απόψεις και τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν για το θέμα της ΣΚΤ, ο κ. Μιχαηλίδης είπε πως «αυτά είναι δημοσιογραφικές πληροφορίες”.
«Θεωρούμε ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε επίσημα να θεωρεί παρέμβαση το ότι ελέγχεται μια κρατική επιχείρηση», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής, ο κ. Μιχαηλίδης ανέφερε πως κανείς δεν είπε ότι ο Συνεργατισμός πρέπει να γίνει κρατικό τμήμα. «Είναι όμως μια υπηρεσία που ανήκει στον φορολογούμενο πολίτη και θέλει ο πολίτης αυτή η τράπεζα ακολουθεί υγιείς πρακτικές. Δεν είναι υγιής εμπορική πρακτική να προσλαμβάνεις άτομα χωρίς προκήρυξη».
«Δεν είναι υγιής πρακτική να προσλαμβάνεις άτομα με πολύ ευνοϊκότερους όρους με αυτούς που ισχύουν στην αγορά», πρόσθεσε.
Στις θέσεις του κ. Μιχαηλίδη, απάντησε ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος αφού εξέφρασε στήριξη στο θεσμό της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, διερωτήθηκε κατά πόσον μπορεί ο Γενικός Ελεγκτής να χαρακτηρίζει μια καθ`όλα νόμιμη πρόταση νόμου ως πισωγύρισμα.
Οι χαρακτηρισμοί μιας συνταγματικά ορθής νομοθετικής πρότασης, είπε ο κ. Νεοφύτου «είναι κάτι που προσβάλλει το εκλελεγμένο νομοθετικό σώμα».
Παράλληλα, ο κ. Μιχαηλίδης επανέλαβε την ανάγκη της οικονομικής ανεξαρτησίας της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, δηλαδή ο προϋπολογισμός να μην εγκρίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά να κατατίθεται απευθείας στη Βουλή.
«Αυτό αποτελεί την καλύτερη ασφαλιστική δικλείδα για έλεγχο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Δεν θεωρούμε ότι η μεταφορά της αρμοδιότητας στη Βουλή μετατρέπει την Ελεγκτική Υπηρεσία σε μια ανεξέλεγκτη υπηρεσία».
«Το να παραμένει ο έλεγχος στη Βουλή, θεωρούμε ότι είναι επαρκέστατη ασφαλιστική δικλείδα», πρόσθεσε.
Ο κ. Μιχαηλίδης απάντησε και στην κριτική που ασκείται για την πρακτική της Ελεγκτικής Υπηρεσίας να δίνει τα πορίσματά της στη δημοσιότητα.
«Η δημοσιότητα», είπε, «είναι εργαλείο για την εκπλήρωση της αποστολής μας» αφού δεν έχει εκτελεστικές εξουσίες.
Ο προϋπολογισμός της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το 2017 προνοεί δαπάνες ύψους €5,76 εκατομμυρίων παρουσιάζοντας αύξηση €0,5 εκατ σε σύγκριση με το 2016 λόγω της πλήρωσης εννέα θέσεων τον ερχόμενο μήνα συνολικής δαπάνης €498.000.
Ωστόσο, ο κ. Μιχαηλίδης τόνισε ότι λόγω του σοβαρού προβλήματος υποστελέχωσης στην Υπηρεσία έχει συσσωρευτεί μεγάλος όγκος εργασίας που αφορά τους ελέγχους στις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στις σχολικές εφορείες. «Σε μερικές περιπτώσεις εκκρεμούν εδώ και 15 χρόνια», είπε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη, λόγω του προβλήματος υποστελέχωσης, η Ελεγκτική Υπηρεσία κατέφυγε στην ανάθεση σε εξωτερικούς ελεγκτές, στους οποίους ανατίθεται η διενέργεια οικονομικών ελέγχων, ενώ το προσωπικό της Υπηρεσίας αναλαμβάνει τους διαχειριστικούς ελέγχους.