Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος, Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το στίγμα κατά την ομιλία στην εκδήλωση μνήμης που διοργάνωσε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης. «Μοναδική μας επιδίωξη μία διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία σε ένα ενιαίο κράτος, όπως προβλέπουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος αναφέρθηκε και στις ιστορικές ευθύνες της Τουρκίας.
Αυτούσια η ομιλία του Έλληνα Πρωθυπουργού
Είμαι σήμερα εδώ, βαθιά συγκινημένος, εκπροσωπώντας κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα απανταχού της γης.
Για να επαναλάβω ενώπιον σας δύο λέξεις που έχουν σφραγίσει τις ζωές μας, «δεν ξεχνώ», αλλά και να προσθέσω σε αυτές τρεις ακόμη, ενωνόμαστε, επιμένουμε, αγωνιζόμαστε με σχέδιο και συνεργασία μέχρι την τελική δικαίωση.
Κυρίως, όμως, με ακλόνητη πίστη μέσα μας, γιατί είναι περίεργο πράγμα η καρδιά, όπως μας δίδαξε ο ποιητής Κώστας Μόντης, όσο την σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις.
Έχοντας όπλο αυτήν την περήφανη καρδιά, είπε, και με οδηγό την ωριμότητα του χρόνου, συναντάμε τα 50 χρόνια εισβολής και κατοχής σε μια συγκυρία η οποία μας καλεί να μετρήσουμε τα βήματα που κάναμε μπροστά, ζυγίζοντας ωστόσο τις στιγμές που μας κράτησαν πίσω ώστε τα διδάγματα του χθες να γίνουν προτάγματα του σήμερα.
Σε μια μέρα όχι μόνο οδύνης για αυτούς που χάθηκαν και τιμής για αυτούς που έπεσαν όσο σε μια αφετηρία νέας ορμής για τις εθνικές μας διεκδικήσεις. Γυρίζουμε με περίσκεψη αλλά και με το βάρος του εθνικού αναστοχασμού σε εκείνες τις στιγμές που τόσο ακριβά πλήρωσαν η Ελλάδα και η Κύπρος, η Κύπρος και η Ελλάδα. Τους επίορκους πραξικοπηματίες της Χούντας που άνοιξαν τον δρόμο για το μεγάλο δράμα. Ως ταυτόχρονα κοιτάμε μπροστά, αντλώντας δυνάμεις από την οδυνηρή εμπειρία που μεσολάβησε ώστε τα λάθη να μην επαναλαμβάνονται. Και οι σκοτεινές ώρες να μην σκεπάζουν τις κατακτήσεις που ακολούθησαν. Να μην ξεχνάμε ότι στον μισό αιώνα που πέρασε, αυτό το νησί στην άκρη της Μμεσογείου έγινε μια σύγχρονη Δημοκρατία, στάθηκε όρθιο, απέναντι στις ολέθριες συνέπειες του Αττίλα. Έχοντας στο πλευρό της την Αθήνα, η Λευκωσία διατήρησε ζωντανό εδώ και σχεδόν τρεις γενιές το αίτημα της επανένωσης της χώρας.
Στο μεταξύ, η Κύπρος με τη βοήθεια της Ελλάδας, έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας με την οικονομία της να αναπτύσσεται συνεχώς, ξεπερνώντας πολλαπλές κρίσεις, βελτιώνοντας την καθημερινότητα της κοινωνίας της. Η πληγή ωστόσο εξακολουθεί να αιμορραγεί, Ο βορράς του τόπου μένει αιχμάλωτος της κατοχής. Η γη της Αφροδίτης παραμένει διχοτομημένη. Υπάρχουν ακόμη αγνοούμενοι και πρόσφυγες ενώ εδώ κοντά συνεχίζει να προκαλεί το μόνο τείχος του καιρού μας το οποίο διχοτομεί μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Πρόκειται για μια φωτογραφία ενοχής αυτών που το προκάλεσαν. Ταυτόχρονα όμως, και μια απόδειξη ανοχής όσων επιτρέπουν να διατηρείται ακόμα. Είναι μια ανοχή που δεν πρέπει να καταλήξει σε λήθη. Απέναντι σε όλα αυτά, η θέση μας είναι σαφής. Δεν αποδεχόμαστε τετελεσμένα. Και η επιδίωξή μας παραμένει μία: Κυπριακή Δημοκρατία με μια κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια, σε μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, σε ένα ενιαίο κράτος όπου όλοι οι πολίτες θα είναι και Κύπριοι και Ευρωπαίοι χωρίς ξένο στρατό κατοχής, χωρίς αναχρονιστικές εγγυήσεις, όπως ακριβώς το προβλέπουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ αλλά και ο σεβασμός στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Στην προοπτική αυτή, οι δύο εθνικοί πόλοι είμαστε πιο ενωμένοι όσο ποτέ.
Κάτι που πρέπει να το παραδεχθούμε, δεν υπήρξε ανέκαθεν σταθερό δεδομένο στον κοινό αγώνα. Τώρα όμως η εμπειρία μας χαλύβδωσε τη συνεργασία. Αθήνα και Λευκωσία απορρίπτουμε το χρεοκοπημένο δόγμα ότι η ακινησία παράγει κίνηση. Ούτε βέβαια συμβιβαζόμαστε με τη μοιρολατρική διαπίστωση πως κάθε νέος χρόνος θα είναι ίδιος ή χειρότερος από τον προηγούμενο. Και είμαι σίγουρος ότι τα λόγια αυτά εκφράζουν απόλυτα και τον καλό μου φίλο Νίκο.
Θεωρούμε ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση βοηθά και στην πρόοδο του Κυπριακού. Την ίδια ώρα όμως, στο πλαίσιο του διαλόγου αναδεικνύουμε συστηματικά το εθνικό μας θέμα. Και είμαι ειλικρινής και προς την Άγκυρα αλλά και προς κάθε κατεύθυνση. Το γεγονός ότι συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε και πολύ περισσότερο ότι υποχωρούμε. Το αντίθετο, θα έλεγα. Η Ελλάδα πλέον συνομιλεί με όλους ως ένα κράτος ισχυρό σε όλα τα πεδία, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, διπλωματικά. Δεν υπάρχει συνεπώς άλλος δρόμος από αυτόν τον οποίο συμμερίζεται και ο ΓΓ του ΟΗΕ όπως διαπίστωσα και στην τελευταία μας συνάντηση πριν από λίγες μέρες. Ο δρόμος δηλαδή της επανεκκίνησης των συνομιλιών με βάση τις προτάσεις που θα καταθέσει η ειδική απεσταλμένη κα. Ολγκίν. Άλλωστε μόνο οποίος δεν έχει δίκιο, μόνο όποιος δεν έχει επιχειρήματα αποφεύγει το διάλογο, όταν μάλιστα προχωρεί και σε προκλήσεις τότε επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το κλίμα. Αναφέρομαι ασφαλώς σε μια κατεύθυνση από την οποία δεν μπορεί να απουσιάζει και η Ευρώπη γιατί η Κύπρος αποτελεί πλέον κομμάτι της, αποτελεί το φυσικό της ανατολικό σύνορο. Έτσι κάθε απειλή εναντίον της γίνεται ταυτόχρονα κίνδυνος για την ήπειρό μας αλλά και για όλο τον δυτικό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι προ ημερών η επανεκλεγείσα πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Ρομπέρτα Μετσόλα τάχθηκε ρητά υπέρ της ενιαίας και ελεύθερης Κύπρου, το ίδιο έπραξε σήμερα με δήλωσή της η επανεκλεγείσα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Ουρσουλα Φον Ντερ Λάιεν.
Πριν από 50 χρόνια τα όμορφα νερά της Κερύνειας βεβηλωθηκαν και τον γαλάζιο ουρανό της Μεγαλονήσου σκέπασαν τα γκρίζα αεροπλάνα των εισβολέων. Ετσι το χρυσοπράσινο φύλλο της Μεσογείου πατήθηκε. Με βαρύ τίμημα, με χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους. Με εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριους εκτοπισμένους από τον ίδιο τους τον τόπο. Με τη Λευκωσία ακρωτηριασμένη, με τη φυλακισμένη Αμμόχωστο να ανασαίνει ακόμα βαριά, δίπλα στα ερείπια της. Ένα εθνικό τραύμα που πονά και θα πονά. Όμως, δεν είμαστε εδώ σήμερα μόνο για να θρηνήσουμε και για να τιμήσουμε. Είμαστε εδώ για να αγωνιστούμε και να δικαιωθούμε. Να μετατρέψουμε τον θυμό και τη θλίψη μας σε ρεαλιστική ενέργεια, προβάλλοντας το κυπριακό ως μια εκκρεμότητα που προσβάλλει τη διεθνή νομιμότητα, ως ένα απαράδεκτο παράδειγμα εισβολής και κατοχής. Κάτι που, δυστυχώς, και στις μέρες μας βρίσκει αυταρχικούς μιμητές όπως συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία. Όμως, στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου δεν επιτρέπονται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Γι’ αυτό και ενώ δεν τρέφω ψευδαισθήσεις, θεωρώ ότι καμία μάχη δεν χάνεται αν πρώτα δεν δοθεί. Έχω εμπιστοσύνη και στο δίκαιο αλλά κυρίως έχω αυτοπεποίθηση στις θέσεις μας γιατί υπάρχει πάντοτε ελπίδα όσο τα τετελεσμένα στο έδαφος δεν γίνονται τετελεσμένα στην καρδιά του Ελληνισμού. Ούτε όμως και της διεθνούς κοινότητας η οποία όπως βλέπουμε εξακολουθεί και αντιδρά και να μην αναγνωρίζει το τεχνητό κατασκεύασμα στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.
Αργά ή γρήγορα η Τουρκία οφείλει να αντιληφθεί πως οι φιλοδοξίες της δεν μπορούν να ταυτίζονται με μαύρες επετείους, με εμπρηστικές δηλώσεις που παρουσιάζουν την πολύ σημαντική κ. Πρόεδρε, συμβολή της Κύπρου στην ανθρωπιστική βοήθεια προς τη Γάζα ως δήθεν κίνδυνο για την ασφάλειά της, με ψηφίσματα, τα οποία καλούν σε διχασμό και βεβαίως δεν μπορούμε να αγνοούμε το γενικό αίτημα για δικοινοτικές συνομιλίες στον δρόμο της επίλυσης του Κυπριακού. Χωρίς λοιπόν να λείπει το συναίσθημα, πώς θα μπορούσε άλλωστε σε μια μέρα όπως η σημερινή, Αθήνα και Λευκωσία οφείλουμε να δούμε με πραγματισμό την κατάσταση σήμερα Τα δύο κράτη μας ανήκουν στο δυτικό κόσμο. Συμβαδίζουν με πυξίδα τις αξίες του, γνωρίζουμε τις δυσκολίες που συναντά συχνά το εθνικό μέτωπο. Κάθε λύση άλλωστε, το ξέρουμε, προϋποθέτει γενναίες και τολμηρές αποφάσεις. Γι’αυτό και ποτέ δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε όσους μάχονται και διεκδικούν σε λιγότερο ή περισσότερο πατριώτες. Είναι όλοι, είμαστε όλοι, πιστεύω, στο ίδιο μετερίζι ΄και για τον ίδιο σκοπό. Ελλάδα και Κύπρος συνεχίζουμε έτσι την κοινή μας προσπάθεια έχοντας όχημα τους αδελφικούς δεσμούς μας. Την παρουσία μας στην ΕΕ αλλά και στα διεθνή φόρα και προπαντός με τον διαρκή συντονισμό των ενεργειών μας. Πάντοτε με εσάς, φίλε πρόεδρε, να έχετε τον πρώτο λόγο, αλλά με την Ελλάδα να στέκεται σταθερά και ενεργά στο πλευρό σας. Σε ένα ρόλο που δεν είναι μόνο δική μου επιλογή, είναι επιλογή του έθνους, είναι τελικά επιλογή της ίδιας της ιστορίας. Με αυτές τις λίγες σκέψεις επιτρέψτε μου να κλείσω τον χαιρετισμό μου στη σημερινή μας σύναξη, όχι με ένα ακόμα σύνθημα, αλλά με μια δέσμευση ότι ο Ελληνισμός δεν θα πάψει να αγωνίζεται μέχρι να επανέλθει η Κύπρος. Μέχρι να επουλωθούν οι πληγές και να γυρίσει η σταθερότητα και η ειρήνη στη Μεγαλόνησο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Γιατί μπορεί η μνήμη όπου και να την αγγίξει πονεί, όπως έγραφε ο Σεφέρης, όμως και εκείνος ήταν βέβαιος, όπως όλοι μας, στην Κύπρο το θαύμα λειτουργεία κόμα.