Την διαβεβαίωση ότι πολύ σύντομα αναμένονται παρεμβάσεις της κυβέρνησης στις τράπεζες με στόχο την ανακούφιση καταναλωτών και καταθετών, έδωσε σήμερα από τη Βουλή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο κ.Μητσοτάκης μιλώντας στη συζήτηση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο: «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ” τόνισε ότι το υπό συζήτηση νομοσχέδιο αποτελεί μία πολύ σημαντική αλλαγή στην αγορά εργασίας και μία τολμηρή τομή στην εξέλιξή της, με θεμέλιο τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού.
Ο κ.Μητσοτάκης παραδέχτηκε ότι υπάρχουν ζητήματα όσον αφορά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, που είναι ουσιαστικά και τα οποία χρήζουν αντιμετώπισης: υψηλές προμήθειες, χαμηλά επιτόκια στις καταθέσεις, δάνεια στεγαστικά τα οποία δεν δίνονται με τον κατάλληλο ρυθμό, ακίνητα τα οποία διαθέτουν οι τράπεζες τα οποία δεν έχουν ακόμα εκποιήσει προκειμένου να αυξηθεί η προσφορά τους στην αγορά κατοικίας.
“Για όλα αυτά τα ζητήματα έχουμε ζητήσει από τις τράπεζες να αντιδράσουν. Η αντίδραση τους μέχρι στιγμής δεν μας ικανοποιεί. Κατά συνέπεια, να αναμένετε πολύ σύντομα παρεμβάσεις από την κυβέρνηση που θα αντιμετωπίσουν την ουσία αυτών των προβλημάτων” είπε και προσέθεσε:
“Όμως, ας είμαστε ρεαλιστές. Σε αυτή τη συγκυρία, «πυροτεχνήματα» όπως η έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών δεν θα δώσουν απάντηση στα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Αν ένας πολίτης, για παράδειγμα, έχει σήμερα ζήτημα με τη χορήγηση ενός στεγαστικού δανείου, η έκτακτη φορολόγηση δεν θα απαντήσει στο ζήτημα αυτό. Γι’ αυτό και θα κάνετε λίγη υπομονή, να ακούσετε τις συγκεκριμένες προτάσεις της κυβέρνησης για τα ζητήματα αυτά, ώστε να μπορέσουν να αντιληφθούν και οι τράπεζες ότι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο θα επιτελέσουν τελικά το χρέος τους απέναντι στην ελληνική κοινωνία”.
Ανοδική η πορεία των απολαβών
Ο κ.Μητσοτάκης δεσμεύτηκε ότι από το 2027 και μετά οι απολαβές θα ακολουθούν μόνο ανοδική πορεία, στηριγμένες μάλιστα σε ένα αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, που θα καλύπτει τον ετήσιο πληθωρισμό αλλά θα λαμβάνει υπόψη και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
“Ουσιαστικά, το νομοσχέδιο αυτό κλείνει οριστικά μία πολύ δύσκολη εποχή για τη χώρα, την εποχή των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, και κάνει ένα σημαντικό βήμα ώστε η βασική αμοιβή, ο κατώτατος μισθός, να μην συνιστά απλώς ένα μέσο επιβίωσης, αλλά την αρχή ενός ανοδικού κύκλου επαγγελματικής και ατομικής προκοπής. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, από την αρχή της οικονομικής κρίσης χιλιάδες νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας ήταν από τις πιο αδικημένες κοινωνικά κατηγορίες. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η βελτίωση της θέσης τους ήταν και παραμένει προτεραιότητά μας” είπε ο κ.Μητσοτάκης.
Υπενθύμισε στο ΣΥΡΙΖΑ ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα το 2019 ήταν 650 ευρώ και την τελευταία πενταετία το ποσό αυτό έχει αυξηθεί στα 830 ευρώ, συμπαρασύροντας προς τα πάνω και τις τριετίες και τα πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με αυτόν.
“Και όχι μόνο αυτό, η κυβέρνηση δεσμεύθηκε πριν από τις εκλογές του 2023 ότι ο κατώτατος μισθός το 2027 θα φτάσει τα 950 ευρώ και αυτή τη δέσμευσή μας θα την τηρήσουμε στο ακέραιο. Μιλάμε για μια συνολική αύξηση 46%.
Και βέβαια, εκφράσαμε το 2023 την προσδοκία ότι οι συνολικές μας πολιτικές θα οδηγήσουν και στην αύξηση του μέσου μισθού από λίγο παραπάνω από 1.000 ευρώ που ήταν το 2019 στα 1.500 ευρώ. Και εκτιμώ ότι τον στόχο αυτόν όχι μόνο θα τον πετύχουμε αλλά θα τον ξεπεράσουμε κιόλας” είπε ο πρωθυπουργός.
Στην 11η θέση η Ελλάδα
Ο κ.Μητσοτάκης είπε ότι η Ελλάδα είναι στην 11η θέση στην Ευρώπη και όχι τελευταία και κατέθεσε τον σχετικό πίνακα στα πρακτικά.
“Και αυτό καταδεικνύει ότι οι πολιτικές αυξήσεως του κατώτατου μισθού και στήριξης των πιο αδύναμων εργαζόμενων έχουν επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα και ως προς τα συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, για να μπορεί αυτή η διαρκής αναβάθμιση του εισοδήματος και πέραν του 2027 να συνεχίζεται, το παρόν νομοσχέδιο καθιερώνει δυο απλές αρχές: ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας δεν μπορεί να μειώνεται παρά μόνο να αυξάνεται, και δεύτερον ότι το ακριβές ύψος της αύξησης θα καθορίζεται από έναν αντικειμενικό μηχανισμό, ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει δύο, και πάλι αντικειμενικούς, υποδείκτες. Ποιοι είναι αυτοί; Η ανάπτυξη και η παραγωγικότητα της οικονομίας και η ετήσια πορεία του πληθωρισμού” είπε ο πρωθυπουργός.
Προσέθεσε ότι μέχρι σήμερα η ελληνική οικονομία έχει αποδείξει ότι μπορεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να αποκλιμακώνει την ανεργία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έφτασε σχεδόν στο 9%, από πάνω από 17% που ήταν το 2019, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κατώτατο μισθό, είναι πολύ σημαντικό αυτό το μείγμα πολιτικής να μπορεί να συνεχιστεί.
“Και βέβαια, θέλω να τονίσω ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη τον συνολικό πληθωρισμό στον αλγόριθμο καθορισμού του κατώτατου μισθού, αλλά ένα υποσύνολό του, συγκεκριμένα τις μεταβολές του δείκτη τιμών στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας”.
Τόνισε ότι αυτή η πολιτική, της διαρκούς στήριξης των εισοδημάτων των πολιτών ώστε να έχουμε αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, είναι και η μόνη πολιτική η οποία απαντά ριζικά στο πρόβλημα της ακρίβειας και συμπλήρωσε:
“Είναι μία απειλή που ξέρουμε καλά, όχι μόνο στην Ελλάδα -η οποία όμως έχει και το πρόσθετο βάρος να πρέπει να διαχειριστεί τα «απόνερα» μίας πολυετούς κρίσης- αλλά και σε πολλές άλλες χώρες στον κόσμο. Είναι μία απειλή ο πληθωρισμός που αυτή τη στιγμή δοκιμάζει ειδικά τα ασθενέστερα νοικοκυριά. Και αναφέρομαι όχι πια στον ετήσιο πληθωρισμό, αλλά στον συσσωρευμένο πληθωρισμό μίας τριετίας”.
Κατά συνέπεια-όπως είπε ο κ.Μητσοτάκης- ακόμα κι αν ελεγχθούν αυτές οι αυξήσεις των τιμών, θα χρειαστεί κάποιος χρόνος έως ότου επανέλθει η ισορροπία ανάμεσα στην αξία των προϊόντων και την πραγματική αγοραστική δύναμη του καταναλωτή.
“Δεν υπάρχουν άλλες λύσεις”
“‘Αλλες λύσεις δεν υπάρχουν και τουλάχιστον, επειδή πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για την ακρίβεια, ας αναγνωρίζουμε και τις θετικές ειδήσεις όταν αυτές αποτυπώνονται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία” είπε ο κ.Μητσοτάκης και επικαλέστηκε τις τελευταίες ανακοινώσεις του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, του ΙΕΛΚΑ, τον τελευταίο μήνα, όπου όπως είπε, είχαμε μείωση, αποπληθωρισμό δηλαδή, 0,72% στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
“Είναι μία πρώτη -καταθέτω στα πρακτικά- θετική ένδειξη ότι οι πολιτικές τις οποίες έχουμε ακολουθήσει, ειδικά όταν πρόκειται για βασικά αγαθά τα οποία καταναλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό τα ασθενέστερα νοικοκυριά, ότι οι πολιτικές αυτές αρχίζουν να έχουν αποτελέσματα”.
Απευθυνόμενος στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ είπε ότι χθες είχανε την ευκαιρία να συζητήσουνε την πρόταση του, για τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά και τόνισε:
“Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να επαναλάβω αυτό το οποίο σας είπα και χθες και να καταθέσω και στα πρακτικά τα σχετικά στοιχεία από την Ισπανία, όπου φάνηκε ξεκάθαρα ότι η μείωση του ΦΠΑ οδήγησε σε μία πρόσκαιρη μείωση των τιμών, πλην όμως, σωρευτικά, οι τιμές σε βασικά καταναλωτικά αγαθά αυξήθηκαν περισσότερο στην Ισπανία με χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ από ό,τι στην Ελλάδα. Κρατήστε τα σχετικά στοιχεία και αν έχετε την καλοσύνη μελετήστε τα. Διότι αυτό το οποίο έχει ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι συγκεκριμένα προϊόντα, τα άλευρα ας πούμε, τα οποία στην Ισπανία είχαν για κάποιο διάστημα μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ, παρουσίασαν συνολική αύξηση τιμής στα τρία χρόνια 30%, ενώ μόλις 17% στην Ελλάδα. Στο γάλα η αύξηση έφτασε το 36%, ενώ στην Ελλάδα ήταν 15,8%. Αυτό τελικά αποδεικνύει ότι τέτοιες ενέργειες δεν ευνοούν τους καταναλωτές, ευνοούν μόνο τους μεσάζοντες. Υπάρχει βέβαια και κάτι ακόμα, το οποίο θα έπρεπε να το γνωρίζετε και από την περίοδο που ήσασταν στο Ευρωκοινοβούλιο, ότι δεν μπορεί να γίνει μείωση του ΦΠΑ τμηματική, σε ορισμένα μόνο προϊόντα. Δεν μπορείτε, δηλαδή, να κατεβάσετε τον ΦΠΑ κατά 2 μονάδες σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων μόνο, από το 24%, διότι αυτό είναι κάτι το οποίο απαγορεύεται από την οδηγία 2006/112 μετά την τελευταία τροποποίηση”.
Είπε ακόμη ότι μπορεί να κατέβουν προϊόντα στη χαμηλότερη κατηγορία ΦΠΑ, αλλά αυτό το οποίο δεν μπορεί να γίνει είναι να πάρουμε προϊόντα και να πάμε τοι ΦΠΑ από το 24% στο 22% γιατί απαγορεύεται ρητά από την ευρωπαϊκή οδηγία.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ