Η αποτυχία διαπραγματεύσεων μεταξύ HSBC και Λαϊκής για εξαγορά μεριδίου άνω του 50% της Λαϊκής, η αγορά του μεριδίου της HSBC από την Μαρφίν, ο μετέπειτα έλεγχος της Λαϊκής από τη Μαρφίν κα οι έρευνες που διεξήγαγε επ’ αυτού η Κεντρική βρέθηκαν στο επίκεντρο της κατάθεσης του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Χριστόδουλου Χριστοδούλου ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Προέδρου της Επιτροπής Γεώργιου Πική και των Μελών της Ανδρέα Κραμβή και Ηλιάνας Νικολάου, ο κ. Χριστοδούλου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η εντύπωση που του δόθηκε ήταν ότι η διοίκηση της Λαϊκής έβλεπε το θέμα της εξαγοράς του μεριδίου της Λαϊκής με «ενθουσιασμό», ότι η έρευνα που διεξήχθη από την Κεντρική ήταν «ενδελεχής και εμπεριστατωμένη» και ότι δεν υπήρξε επιβεβαίωση της πληροφορίας / φήμης για συνεννόηση μεταξύ Tosca Fund και Marfin Financial Group Holdings SA και για αγορές κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου.
Σε συμπληρωματική του δήλωση ο πρώην Διοικητής της Κεντρικής αναφέρθηκε στις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις που έγιναν κατά το φθινόπωρο του 2005 μεταξύ HSBC και Λαϊκής για τον έλεγχο της τελευταίας και εξέφρασε την πεποίθηση ότι αν είχε εξαγοραστεί τότε από την HSBC, σήμερα η Λαϊκή θα υπήρχε ακόμη.
Ο κ. Χριστοδούλου κλήθηκε επίσης να απαντήσει σε ερωτήσεις όσον αφορά την προσφορά θέσης εργασίας από τη Λαϊκή στον τότε γαμπρό του Ανδρέα Κιζουρίδη και κατέθεσε στην Επιτροπή ότι παρόμοια προσφορά εργασίας έλαβε ο κ. Κιζουρίδης κατά την ίδια χρονική περίοδο από την Τράπεζα Κύπρου, ότι τον πληροφόρησε ως εκ της συγγενικής σχέσεως τους για το θέμα, αλλά ότι δεν είχε ο ίδιος καμία εμπλοκή με την απόφαση του τότε γαμπρού του να αποδεχθεί την προσφορά εργασίας που του έγινε από τη Λαϊκή.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Προέδρου της Επιτροπής Γεώργιου Πική ο κ. Χριστοδούλου ανέφερε ότι πληροφορήθηκε για ην εξαγορά του μεριδίου της HSBC στη Λαϊκή κατά 9,98% από τη Μαρφίν, κατά 8,18% από την Tosca Fund και από τη Λαϊκή Nominiees κατά 3%, από τον Τύπο, στις 2 Φεβρουαρίου.
Όπως ανέφερε παρόλο που δεν χρειαζόταν η δια νόμου έγκριση της Λαϊκής ο ίδιος έδωσε οδηγίες στον κ. Πουλλή να ρωτήσει τον Πρόεδρο του ΔΣ της Λαϊκής Κίκη Λαζαρίδη και τον Διευθύνων Σύμβουλο της Μιχάλη Ερωτόκριτο «αν αυτά που διάβασα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Ακολούθησε συνάντηση του τότε Διοικητή στις 6 Φεβρουαρίου με τους Ανδρέα Βγενόπουλο και Μιχάλη Ερωτόκριτο στην παρουσία του κ. Πουλλή κατά την οποία τέθηκε το ερώτημα, όπως είπε ο κ. Χριστοδούλου, γιατί δεν ενημερώθηκε η Κεντρική. Η απάντηση ήταν, ανέφερε, «παράληψη μεν αλλά νομικά το δικαιούμαστε». Εξήγησε ότι με βάση το νόμο είναι υποχρεωτική η ενημέρωση της Κεντρικής ή η έγκρισή της για εξαγορά ποσοστού πέραν του 10%.
Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε «μια πάρα πολύ έντεχνη, μαστορική» προσπάθεια, θα έλεγα ώστε κανείς να μην αποκτήσει πέραν του 10%, σημείωσε ο κ. Χριστοδούλου. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση αργότερα διευκρίνισε ότι χρησιμοποίησε τον όρο μαστορική υπό την θετική ερμηνεία η οποία, όπως είπε, «σημαίνει από έμπειρους ανθρώπους, που ήξεραν τη δουλειά τους».
Απάντησε καταφατικά σε ερώτηση αν του γνωστοποίησαν την πρόθεση της Μαρφίν να υποβάλει αίτημα για την αύξηση του μεριδίου της. Ναι κ. Πρόεδρε, ανέφερε, «στη συνάντηση προτού φύγουν θυμάμαι, σηκώθηκαν από τις καρέκλες και μαζί με τις ευχαριστίες γιατί τους είχα δεχθεί μου ελέχθη από τον κ. Βγενόπουλο ότι η Μαρφίν προτίθεται να αιτηθεί να δοθεί έγκριση για απόκτηση ως 19%».
Ανέφερε ακόμη ότι ο κ. Ερωτόκριτος σχολίασε μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι ‘είναι τόσο επαρκείς οι υπηρεσίες της Κεντρικής που εντός τριών ημερών θα έχετε την απάντηση’.
«Θα έλεγα ότι υπήρχε μια ευφορία και ένα κλίμα ενθουσιασμού εκ μέρους της διοίκησης της Λαϊκής», είπε ο κ. Χριστοδούλου απαντώντας σε ερώτηση επί της στάσης της διοίκησης της Λαϊκής για το θέμα.
Όσον αφορά στη δική του απάντηση, ανέφερε ότι «η απάντησή μου ήταν εντός τριών ημερών, τριών εβδομάδων, τριών μηνών ή εν πάσει περιπτώσει σύμφωνα με αυτά που προβλέπει ο νόμος».
Ο κ. Χριστοδούλου κλήθηκε να απαντήσει και σειρά ερωτήσεων όσον αφορά στην έρευνα που διεξήγαγε η Κεντρική προτού εξουσιοδοτήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Μαρφίν στη Λαϊκή.
Ερωτηθείς αν προτού προχωρήσει στην τελική αξιολόγηση του αιτήματος προέβηκε σε κάποια έρευνα σε σχέση με τις ατέλειες που προσδιόριζε ο κ. Σταυρινάκης στην έκθεσή του, της 19ης Μαΐου 2006 για το θέμα εκ των οποίων ήταν και η μη αποκάλυψη αλλαγών ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ανάληψη της Προεδρίας του ομίλου από την Dubai Financial LLC που απέκτησε ο 31,5% του μετοχικού κεφαλαίου του ομίλου ο κ. Χριστοδούλου είπε ότι ο κ. Σταυρινάκης έκανε μια «ενδελεχή και εμπεριστατωμένη έκθεση» την οποία υπέβαλε μέσω του κ. Πουλλή σε μένα αφού προηγουμένως εξαντλήθησαν όλα τα περιθώρια για οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες.
Απαντώντας σε επιπρόσθετες ερωτήσεις επί του θέματος, κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι η έρευνα γίνεται και γραπτώς και προφορικώς. Όσον αφορά την Dubai Fund, εξήγησε, υπήρξαν και τηλεφωνικές επικοινωνίες και μας υπεδείχθη ότι ανήκει στον Εμίρη και δεν υπόκειται στον έλεγχο του εποπτικού σώματος.
«Εμπιστεύομαι την εντιμότητα και την εμπειρία των ανθρώπων που έκαναν την έρευνα», είπε. Πρόσθεσε ότι «εκρίθη ότι το ερωτηματολόγιο δεν επηρέαζε την τελική απόφαση με το θέμα αυτό». Ανέφερε ακόμη όταν ήγειρε το θέμα προφορικά στον κ. Πουλλή η αντίδραση του κ. Πουλλή ήταν ότι είναι ένα επουσιώδες θέμα.
Ο πρώην Διοικητής της Κεντρικής κλήθηκε να απαντήσει και σε ερωτήματα σχετικά με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία συνεννόησης μεταξύ Tosca Fund και Μαρφίν Financial Group Holdings SA στο θέμα της αγοράς μετοχών της Λαϊκής και για αγορές σε κλειστή περίοδο.
Ο κ. Χριστοδούλου είπε ότι όταν τέθηκαν υπόψη του οι φήμες αυτές προειδοποίησε ότι θα προχωρήσει σε έρευνα και ότι δεν θα διστάσει να προχωρήσει σε αναστολή ή ακύρωση της έγκρισης.
Προς το σκοπό αυτό Κεντρική ενημέρωσε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ζήτησε και πληροφορίες από τις Αρχές της Ελλάδας, ανέφερε.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε ότι η έρευνα διεξήχθη από την αρμόδια Διεύθυνση Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Εργασιών, ενώ ερωτηθείς ως προς το ποιο ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας ανέφερε ότι «δεν υπήρχε επιβεβαίωση αυτής της πληροφορίας».
Ο πρώην Διοικητής της Κεντρικής απάντησε και σε σειρά ερωτήσεων σχετικά με επιστολή προσφοράς εργοδότησης στον τότε γαμπρό του Ανδρέα Κιζουρίδη στις 10 Νοεμβρίου 2006.
«Ασφαλέστατα ουδεμία εμπλοκή είχα σε σχέση με το θέμα», είπε. Η απόφασή του, πρόσθεσε, δεν σημαίνει ότι θα ήταν η ίδια που θα έπαιρνε ο ίδιος.
Ενημέρωσε ακόμη τη Επιτροπή ότι υπήρχε ακόμη μια προσφορά για εργοδότηση από τον Ανδρέα Ηλιάδη της Τράπεζας Κύπρου και εξέφρασε τη θέση ότι θα έπρεπε η Επιτροπή να την έχει και αυτή ενώπιον της για να έχει συνολική εικόνα του θέματος.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι δεν είχε υπόψη του τους όρους εργοδότησης που προτείνονταν στην επιστολή, τους οποίους και ανάγνωσε ο κ. Πικής, σύμφωνα με τους οποίους προσφερόταν στον κ. Κιζουρίδη, 4.860,95 λίρες βασικός μισθός πλέον 13,7% τιμαριθμικό επίδομα, 125,02 λίρες ετήσια προσαύξηση και μηνιαίο επίδομα παραστάσεως 150 λίρες. Η προσφορά ανέφερε επίσης ότι ο κ. Κιζουρίδης θα ήταν αποκλειστικά υπόλογος στον κ. Βγενόπουλο.
Κληθείς να πει αν μπορεί ο ίδιος να καταθέσει την επιστολή Ηλιάδη, ο κ. Χριστοδούλου είπε ότι «ούτε μου εδόθη ούτε την έχω», προσθέτοντας ότι «μια πληροφόρηση είχα, την οποία έκρινε ο ίδιος ότι έπρεπε να κάνει διότι ήμουν ως πατέρας του».
Σε συμπληρωματική του δήλωση ο κ. Χριστοδούλου αναφέρθηκε στις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις που έγιναν μεταξύ Λαϊκης και HSBC για απόκτηση άνω του 50% της Λαϊκής και απαντώντας σε ερώτηση επί τούτου είπε ότι «είμαι πεπεισμένος, δεν θεωρώ απλώς, ότι θα είχαμε Λαϊκή σήμερα». Προς υποστήριξη της απάντησής του έδωσε το παράδειγμα της Malta Valetta Bank την οποία αγόρασε η HSBC.
Έκανε εκτενή αναφορά σε εμπιστευτική συνάντηση που είχε με τον CEO της HSBC Ευρώπης Michael Geoghegan τον Ιούνιο του 2005, ο οποίος, σύμφωνα πάντοτε με τα λεχθέντα του κ. Χριστοδούλου, τον πληροφόρησε ότι η τράπεζα είχε την πρόθεση να κλείσει το υποκατάστημα της στην Κύπρο μέσα στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής της να αποσυρθεί από μικρές αγορές και να ενταχθεί σε μεγάλες.
Του είπε επίσης, σύμφωνα με την κατάθεση του κ. Χριστοδούλου, ότι δυστυχώς θα αποσυρθούν και από τη Λαϊκή. Όταν με έκπληξή μου, πρόσθεσε, τον ρώτησα γιατί να φύγετε, η απάντηση ήταν ότι ‘δεν θεωρούμε ότι με το 21% μπορούμε να είμαστε στο βαθμό που πρέπει αποτελεσματικοί και βοηθητικοί στην Τράπεζα, συνεπώς ζητώ αν θα μείνω να έχω έλεγχο πέραν του 50%’.Μου είπε, συμπλήρωσε, ότι θεωρεί ότι και τώρα με το 21% δεν εκπροσωπείται στο βαθμό που θα έπρεπε με ένα Σύμβουλο χρησιμοποιώντας τον όρο «frustrated», τον οποίο χρησιμοποίησε και σε επιστολή του μετέπειτα προς τον πρώην Διοικητή.
Ο κ. Χριστοδούλου αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έκανε να τον μεταπείσει, λέγοντας του ότι η οικονομία της Κύπρου αλλά και η Λαϊκή βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση, καθώς και ότι έλαβε την υπόσχεση ότι η HSBC θα διαβουλευθεί με κάθε λεπτομέρεια με την διοίκηση της Λαϊκής για εξαγορά άνω του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.
«Όταν έφυγε ήμουν αισιόδοξος», είπε, προσθέτοντας ότι τηλεφώνησα στον κ. Λαζαρίδη και του είπα να τον συναντήσει τυχαία στο Amathus, στη Λεμεσό.
Έκτοτε έγινε σειρά διαβουλεύσεων μέχρι και το Σεπτέμβριο μεταξύ Λαϊκής και HSBC για να αυξηθεί το ποσοστό στο 50 και κάτι τοις εκατό, ανέφερε ο κ. Χριστοδούλου για να συμπληρώσει ότι στις 16 Δεκεμβρίου 2005 έλαβε επιστολή του επικεφαλής του διεθνούς τμήματος της HSBC John Crichton ότι ‘είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε πελάτη για να πουλήσουμε πάντοτε βέβαια αγοραστή που θα είναι και της έγκρισης του κ. Λαζαρίδη’. Αναφέρθηκε επίσης σε επιστολή του ιδίου προς τη διοίκηση της Λαϊκής ημερομηνίας 4ης Ιανουαρίου 2006, με την οποία εξέφραζε την έκπληξή του ότι κανείς δεν τον είχε ενημερώσει ότι απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις ως όφειλαν, όπως ανέφερε, καθώς και την απογοήτευσή του.
Τηρώντας την ενδιάμεση απόφασή της Επιτροπής, ο κ. Πικής ανέφερε μετά από διάλειμμα ότι «διεξάγεται μια ποινική έρευνα που σας αφορά επομένως δεν θα επεκταθούμε σε οποιοδήποτε θέμα είναι δυνατόν να άπτεται της έρευνας αυτής».
Κατά την κατάθεσή του ο κ. Χριστοδούλου κατέθεσε σειρά εγγράφων και επιστολών που άπτονταν του περιεχομένου της στην Ερευνητική Επιτροπή.