Του Αναστάση Θεοχαρίδη*
Ο Max Weber είχε υποστηρίξει ότι ο κύριος λόγος της απουσίας του καπιταλισμού στην Κίνα θα μπορούσε να εντοπιστεί στο ιδιαίτερο αξιακό πλαίσιο της Κομφουκιανής θρησκείας. Πιο συγκεκριμένα, πίστευε ότι οι κοινωνικό/πολιτικές συνθήκες στην Κίνα ήταν τέτοιες που εμπόδισαν την άνοδο του ορθολογισμού και κατ’ επέκταση του καπιταλισμού. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι συγκεκριμένες πολιτιστικές πρακτικές και παραδόσεις εμπόδισαν την εγκαθίδρυση μίας δυτικού τύπου κοσμικής διακυβέρνησης στην Κίνα, η οποία θα οδηγούσε μαθηματικά και στην καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας της. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η κινεζική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο συντηρητισμό και επομένως οι δυτικές τάσεις και ιδέες δεν μπορούν εύκολα να υιοθετηθούν και/ή ενσωματωθούν. Το 1995, όταν ο Κινέζος Πρόεδρος αναφέρθηκε στον Δυτικό κόσμο, είχε δηλώσει ότι «οι εχθρικές δυνάμεις της Δύσης προσπαθούν ακόμη να επιβάλουν τον δυτικό πολιτισμό στην Κίνα και συνεπώς να διαβρώσουν την χώρα μας».
Ο Κομφούκιος και οι διάδοχοι του, διατύπωσαν μια ειρηνική θεωρία η οποία στόχευε στην κατανόηση και αντίληψη του κινεζικού τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς. Η τελευταία όμως στήριξε όλο το θεωρητικό της υπόβαθρο σε ένα αφηρημένο πεδίο του φυσικού/ιδεαλιστικού κόσμου. Η Κομφουκιανή θεωρία ασχολείται με την κοινωνική αρμονία και την φυσική δικαιοσύνη, στοιχεία το οποία δεν θα μπορούσαν να εκθρέψουν ένα γνήσιο κινεζικό εθνικισμό, ο οποίος θα αποτελούσε σημαντικό εργαλείο στις υπηρεσίες του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ του κράτους και της θρησκείας στην Κίνα, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε την συνεχή προσπάθεια της Κομμουνιστικής ηγεσίας να περιορίσει την επιρροή του Κομφουκιανισμού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μεγαλύτερη απειλή για το Κομμουνιστικό Κόμμα και την ικανότητά του να διατηρήσει τον έλεγχο της κοινωνίας των πολιτών, είναι η ανεξέλεγκτη ενδυνάμωση των όποιων θρησκευτικών τάσεων, πεποιθήσεων και θρησκευτικών κινημάτων στην κινεζική επικράτεια. Είναι ευρέως παραδεχτό, ότι στα ολοκληρωτικά καθεστώτα η ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν συμβαδίζει με τις επιδιώξεις της εκάστοτε ηγεσίας.
Σε αντίθεση με ότι ισχύει σε ένα φιλελεύθερο τρόπο διακυβέρνησης, το κομμουνιστικό καθεστώς στην Κίνα επιδιώκει τον στενό έλεγχο όλων των θρησκευτικών οργανώσεων, προκειμένου η ηγεσία να διατηρήσει τον κοινωνικό έλεγχο. Διαχρονικά, υπήρξε πάγια πολιτική της κινεζικής ηγεσίας ότι η κοσμική μορφή διακυβέρνησης κρίνεται απαραίτητη προκειμένου η Κίνα να αποκτήσει τον πολυπόθητο θεσμικό και οικονομικό της εκσυγχρονισμό.
Η θρησκευτική πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας συνοψίζεται στο λεγόμενο «Document 19», το οποίο παρουσιάστηκε και εγκρίθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1982. Σε γενικές γραμμές το «Document 19» εμπεριέχει την κύρια αντίληψη των κομμουνιστών περί θρησκείας, ότι δηλαδή η θρησκεία είναι κάτι το ψευδές και το αφηρημένο και ως εκ τούτου συνιστά εμπόδιο στην συνεχή προσπάθεια για εκσυγχρονισμό των δομών του κράτους.
Σύμφωνα με την πιο πάνω παγιωμένη αντίληψη, η θρησκεία θα πρέπει να περιορίζεται έτσι ώστε να μην παρακωλύεται το έργο της ηγεσίας, η οποία εργάζεται ακατάπαυστα για τον κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό του κράτους. Θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (αν και τα μέλη του επίσημα δηλώνουν άθεοι), αναγνωρίζει και κατοχυρώνει συνταγματικά την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων (Article 36 Chapter Two – The Fundmental Rights and Duties of Citizens, Constitution of the People’s Republic of China). Στην κινεζική επικράτεια διαβιούν μέλη πέντε θρησκευτικών ομάδων – Ταοϊστές, Βουδιστές, Μουσουλμάνοι, Καθολικοί και Προτεστάντες.
Λόγω ακριβώς της προαναφερθείσας αυστηρής εθνικής πολιτικής έναντι οποιουδήποτε θρησκευτικού κινήματος, οι εν λόγω πέντε θρησκευτικές ομάδες δεν επιτρέπεται να οργανώνονται και να εκπροσωπούνται ως ανεξάρτητοι φορείς μέσα στην κοινωνία. Παρ ‘όλα αυτά, οι πιο πάνω πέντε θρησκευτικές ομάδες κατάφεραν να διατηρούνται ως χαλαρές ενώσεις, οι οποίες όμως βρίσκονται μόνιμα υπό την στενή και αυστηρή εποπτεία του Κόμματος.
Ο εθνικισμός ήταν και εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής, για αυτό εξάλλου και η σταδιακή απομάκρυνση από τις αρχές που πρέσβευε ο φιλήσυχος και ειρηνικός Κομφουκιανισμός. Ο Κινεζικός εθνικισμός έκανε την εμφάνιση του μετά την κατάρρευση του εγχειρήματος που άκουε στο όνομα Pax Sinica και αυτό γιατί η Κινεζική ηγεσία έκρινε ότι η επίκληση του εθνικισμού ήταν ο μόνος αξιόπιστος τρόπος διατήρησης της συνοχής και ενδυνάμωσης του κράτους.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η κινεζική εξωτερική πολιτική βρέθηκε μπροστά σε ανυπέρβλητες προκλήσεις. Πιο συγκεκριμένα, η κομμουνιστική Κίνα δεν θα μπορούσε πλέον να «παράγει» και να «εξάγει» επαναστατικές ιδέες περί σοσιαλισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης, σε έναν κόσμο όπου οι φιλελεύθερες ιδέες και ο καπιταλισμός υπερίσχυσαν συντριπτικά. Επομένως, επιβαλλόταν μια ολοκληρωτική επανεξέταση της Κινεζικής εξωτερικής πολιτικής με κύριο χαρακτηριστικό τον εθνικισμό. Ο τελευταίος όμως θα έπρεπε να προωθηθεί με την μορφή ενός νεο-συντηρητισμού, ο οποίος θα επέβαλλε αρχικά τον «επαναπατρισμό» των κύριων αρχών του Κομφουκιανισμού με απώτερο σκοπό να διαφυλαχθεί η θεσμική και πολιτειακή συνοχή του κράτους. Μακροπρόθεσμος στόχος της εθνικής πολιτικής δεν ήταν άλλος από την προώθηση του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης.
Η κινεζική ηγεσία προσπαθούσε μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές να υιοθετήσει τα πετυχημένα οικονομικά μοντέλα των τεσσάρων οικονομικών δράκων της Ανατολικής Ασίας (Χονγκ Κόνγκ, Ταϊβάν, Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη) και άρα να πετύχει σταθερή/βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.
Κοινή πεποίθηση της κομμουνιστικής ηγεσίας αλλά και του επιχειρηματικού κόσμου της Κίνας ήταν και είναι ότι οι αξιοσημείωτες οικονομικές επιδόσεις των τεσσάρων προαναφερθέντων χωρών ήσαν επιτυχής, επειδή ακριβώς βασίστηκαν πάνω στις διαχρονικές αξίες του Κομφουκιανισμού και των ιδιαίτερων συντηρητικών δομών της πολιτειακής εξουσίας. Το Κινεζικό πείραμα για εκσυγχρονισμό μέσω του νέο-συντηριτισμού επεκτάθηκε με την μορφή αυστηρού κρατικού ελέγχου, ο οποίος επιβλήθηκε επί της κοινωνίας με παράλληλη έμφαση να δίδεται στις ηθικές αρχές που απορρέουν από τον Κομφουκιανισμό.
Στην βάση όλων το πιο πάνω αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τον Χάντιγκτον, ο Κομφουκιανισμός αποτελεί τον μεγαλύτερο αντίπαλο του Δυτικού πολιτισμού. Ως εκ τούτου, μια τιτάνια μάχη λαμβάνει χώρα και θα συνεχίσει να εξελίσσεται μεταξύ Χριστιανισμού και Κομφουκιανισμού για επιρροή και εν τέλει ολοκληρωτική επικράτηση. Ο Δυτικός πολιτισμός αναμφισβήτητα μέχρι σήμερα έχει μονοπωλήσει την αποκλειστικότητα του να είναι ο κύριος πρεσβευτής της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελεύθερης οικονομίας. Στον αντίποδα αυτού του ισχυρισμού βρίσκεται η άποψη των Κινέζων θεωρητικών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο Κομφουκιανισμός είναι η μόνη θρησκεία η οποία δύναται να προωθήσει μόνιμη ειρήνη, αλληλεγγύη και αρμονία μεταξύ των εθνών. Οι Κινέζοι θεωρητικοί προχωρούν ένα βήμα παραπάνω και δηλώνουν ότι ο Δυτικός πολιτισμός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον κοινωνικό Δαρβινισμό, ο οποίος προτάσσει και υποστηρίζει το νόμο της ζούγκλας και το δίκαιο του ισχυρότερου.
Υπό αυτά τα δεδομένα, το εννοιολογικό θεωρητικό πλαίσιο του Δαρβινισμού εκτρέφει την σύγκρουση μεταξύ των πολιτισμών και των εθνών και κατά συνέπεια η παγκόσμια αρμονία και ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω του Δυτικού πολιτισμού. Συμπερασματικά, ο Κομφουκιανισμός κρίνεται ως ο μοναδικός πολιτισμός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μόνιμη συνεργασία και ειρηνική συμβίωση την παγκόσμια κοινότητα των εθνών.
Σε αυτό το άρθρο εξετάσαμε συνοπτικά το ρόλο του Κομφουκιανισμού στην διαμόρφωση της κινεζικής πολιτικής και πως αυτός συνέβαλε στην ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιας δύναμης. Το εν λόγω επίτευγμα έγινε κατορθωτό με την αναβίωση ενός ιδιόμορφου κινεζικού εθνικισμού, ο οποίος με την σειρά του βασίστηκε στις αρχές ενός νέο-συντηρητικού Κομφουκιανισμού. Σημαντικότερα στοιχεία της εν λόγω θεωρίας είναι η εσωτερική πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, ο οικονομικός και κοινωνικός εκσυγχρονισμός, όπως επίσης και ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα πολιτισμικής ισότητας της Κίνας με τον Δυτικό κόσμο. Παρά το γεγονός ότι, η κομμουνιστική ηγεσία επιμένει να ασκεί ασφυκτικά στενό έλεγχο επί των θρησκευτικών οργανώσεων, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον ρόλο που διαδραματίζει η θρησκεία στην ενίσχυση της εθνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας.
Ο Κινεζικός εθνικισμός δύναται να εξυπηρετηθεί καλύτερα με προσφυγή στις Κομφουκιανές παραδόσεις και αξίες. Η κομμουνιστική ηγεσία το έχει αντιληφθεί αυτό εγκαίρως και χρησιμοποιεί το πολιτισμικό αυτό υπόβαθρο έτσι ώστε να πετύχει ομοιογένεια των εθνικών στόχων και νομιμοποίηση της εξουσίας.
*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας