Ο Εσωτερικός Ελεγκτής της Τράπεζας Κύπρου Κωνσταντίνος Τσολάκης, σε κατάθεσή του σήμερα ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την Οικονομία, αναφέρθηκε εκτενώς στην αγορά ελληνικών ομολόγων από την Τράπεζα Κύπρου καθώς και σε «ελλείψεις» – όπως είπε – στην παραχώρηση δανείων σε «μεγάλους» πελάτες, που είχαν να κάνουν κυρίως με τις εξασφαλίσεις που λάμβανε η Τράπεζα.
Ο κ. Τσολάκης αναφέρθηκε ακόμα σε «παρατυπίες» σε σχέση με δάνεια ανώτατων στελεχών της Τράπεζας. Κατέθεσε επίσης σε σχέση με διαγραφές δανείων που σχετίζονταν με πολιτικά πρόσωπα ή οργανισμούς αλλά και στο συσχετισμό των μπόνους των ανώτατων στελεχών με την αύξηση των επισφαλών δανείων.
Ο Πρόεδρος της Ερευνητικής Επιτροπής Γιώργος Πικής ανέφερε ότι σε δηλώσεις του στη “Stockwatch” στις 10 Δεκεμβρίου 2009 ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Γιάννης Κυπρή ανέφερε ότι είχε διατεθεί το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων και πως την ίδια ημέρα ωστόσο, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, αγοράστηκαν ελληνικά ομόλογα, καλώντας τον κ. Τσολάκη να επιβεβαιώσει κατά πόσο αυτό ισχύει. Ο κ. Τσολάκης είπε ότι σύμφωνα με κατάθεση που έλαβε από το Γενικό Διευθυντή Αγορών Χρηστάκη Πατσαλίδη, την ίδια μέρα τον κάλεσε στο γραφείο του ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Ανδρέας Ηλιάδης και του έδωσε οδηγίες να προχωρήσει στην αγορά ελληνικών ομολόγων αξίας 400 εκ. ευρώ.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ανέφερε ακολούθως ότι στις 11 Δεκεμβρίου 2009 σε συνεδρία του ΔΣ, στην οποία ήταν παρόντες τόσο ο Γενικός Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων και Αγορών Νικόλας Καρυδάς όσο και ο κ. Ηλιάδης, ανακοινώθηκε το γεγονός της διάθεσης των ελληνικών ομολόγων χωρίς όμως να γίνει αναφορά στην αγορά νέων ομολόγων την προηγούμενη μέρα. Ανέφερε ακόμη ότι οι αγορές ελληνικών ομολόγων συνεχίστηκαν με ταχείς ρυθμούς το Δεκέμβριο και τους επόμενους μήνες μέχρι τα μέσα Απριλίου του 2010. Όλα τα πιο πάνω επιβεβαίωσε ο κ. Τσολάκης.
Ο κ. Πικής είπε ακόμη ότι ο Νικόλας Καρυδάς είχε συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο κίνδυνος που αναλαμβάνει η Τράπεζα έναντι των ομολόγων της ελληνικής κυβέρνησης είναι χαμηλός και πως η Τράπεζα μείωσε σημαντικά τις συμμετοχές της σε ελληνικά ομόλογα από την αρχή του έτους.
Ακολούθως ο κ. Πικής ρώτησε το μάρτυρα σε σχέση με επιστολή που απέστειλε προς την Τράπεζα Κύπρου η Κεντρική Τράπεζα, ημερομηνίας 1 Μαρτίου 2010, επιστολή απευθυνόμενη προς τον κ. Ηλιάδη, προειδοποιώντας για τους κινδύνους που ενείχε η αγορά ελληνικών ομολόγων, επιστολή στην οποία δεν δόθηκε ποτέ απάντηση από οποιαδήποτε Αρχή της Τράπεζας.
Ο κ. Τσολάκης ανέγνωσε την εν λόγω επιστολή στην οποία η ΚΤ αναφέρει προς την ΤΚ ότι η έκθεσή της σε κυβερνητικά ομόλογα είναι σημαντική, σημειώνει την πρόσφατη σημαντική αύξηση των περιθωρίων των εν λόγω ομολόγων και ιδιαίτερα των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, η οποία επηρεάζει αρνητικά το ύψος των διαθέσιμων εποπτικών κεφαλαίων της Τράπεζας καθώς και το κόστος ρευστότητας που μπορεί να αντληθεί με τη χρησιμοποίηση των υπό αναφορά ομολόγων ως εξασφάλιση, ζητώντας από την ΤΚ ενημέρωση για τη στρατηγική που ακολουθεί σε σχέση με τα εν λόγω ομόλογα καθώς και τα συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνει για αντιμετώπιση των κινδύνων που αναλαμβάνει από τοποθετήσεις σε ομόλογα.
Ο κ. Τσολάκης είπε ότι στην επιστολή υπάρχει σημείωση από την βοηθό του κ. Ηλιάδη, Μαρία Λεβέντη Κληρίδη, ημερομηνίας 2 Μαρτίου 2010, η οποία αναφέρει «προς Γενικό Διευθυντή Διαχείρισης Κινδύνων και Αγορών, παρακαλείστε όπως προβείτε σε ανάλογο χειρισμό σε συνεννόηση με τον Ανώτερο Εκτελεστικό Διευθυντή Συγκροτήματος».
Ο κ. Πικής ανέφερε ακολούθως στο μάρτυρα ότι, με βάση τα όσα αναφέρει στην έκθεσή του, η επιστολή αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων, με το μάρτυρα να απαντά ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα και ότι η επιστολή δεν κοινοποιήθηκε.
Ο κ. Πικής ανέφερε ακόμα ότι Μέλη του ΔΣ κατέθεσαν ότι η αγορά των ομολόγων Δεκεμβρίου 2009 και οι αγορές ομολόγων κατά τους πρώτους μήνες του 2010 δεν περιήλθαν σε γνώση τους παρά μόνο τον Αύγουστο του 2011. Απαντώντας στην αναφορά του Προέδρου της Επιτροπής, ο μάρτυρας, επικαλέστηκε κατάθεση του κ. Κυπρή στις 23 Νοεμβρίου 2012, στην οποία ο κ. Κυπρή ανέφερε σε σχέση με τις συζητήσεις στο ΔΣ για τα ομόλογα, ότι σε μια συνεδρία του ΔΣ στην Ελλάδα μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2010 (13 Μαΐου 2010, σύμφωνα με τον κ. Τσολάκη), το Μέλος του ΔΣ Κώστας Σεβέρης εξέφρασε την άποψη ότι ίσως θα έπρεπε η Τράπεζα να πουλήσει τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που κατείχε και «ο κ. Ηλιάδης εξαπέλυσε προς τον κ. Σεβέρη δριμεία επίθεση και κανένας άλλος Σύμβουλος δεν εξέφρασε οποιαδήποτε άλλη άποψη γι’ αυτό το θέμα».
Ο κ. Τσολάκης εξήγησε πως προέβη στην πιο πάνω αναφορά θέλοντας να δείξει ότι τα Μέλη του ΔΣ γνώριζαν για τις αγορές ελληνικών ομολόγων νωρίτερα από τον Αύγουστο του 2011.
Είπε ότι ο Γενικός Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων σε γραπτό του υπόμνημα προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου, ανέφερε ότι μίλησε προφορικά με την ΚΤ και έδωσε τις αναγκαίες εξηγήσεις.
Στη συνέχεια απαντώντας σε σχετική ερώτηση του κ. Πική, ο κ. Τσολάκης είπε ότι με βάση τα δεδομένα της Ελλάδας εκείνη την εποχή, το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας και το ψηλό δημόσιο χρέος, την τεράστια έκθεση της ΤΚ σε δάνεια στην Ελλάδα, δεν θα έπρεπε να αυξηθεί τόσο η έκθεση της Τράπεζας (στην Ελλάδα).
Διευκρίνισε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν λήφθηκαν καταθέσεις από τους Ανδρέα Ηλιάδη και Νικόλα Καρυδά έτσι ώστε να τους επιρριφθούν και οι όποιες ευθύνες στην έκθεση του, ήταν ότι τόσο ο κ. Ηλιάδης όσο και ο κ. Καρυδάς είχαν αποχωρήσει από την Τράπεζα όταν ο ίδιος διενεργούσε το σχετικό έλεγχο. «Δεν καταλογίζονται ευθύνες γι’ αυτό το λόγο καθώς, με βάση τις διαδικασίες που έχουμε στην Τράπεζα, πρέπει να ακούσεις τη γνώμη αυτών στους οποίους θα καταλογίσεις ευθύνες, διαφορετικά δεν μπορείς να καταλογίσεις ευθύνες», εξήγησε, αναφέροντας πως η έκθεσή του έγινε για εσωτερικούς σκοπούς.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, ο κ. Τσολάκης εξήγησε ότι τα όρια χώρας τα οποία εγκρίνονταν από την Επιτροπή ALCO θα έπρεπε ακολούθως να εγκριθούν από την Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων και ακολούθως τα πρακτικά της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων εγκρίνονταν από το ΔΣ.
Σε παρατήρηση του κ. Πική ότι τα συμπεράσματα της έκθεσης της ALCO τείνουν να δείξουν ότι, έστω και εκ των υστέρων, όλα είχαν γίνει νομότυπα, με τον μάρτυρα να απαντά αρνητικά (όχι), εξηγώντας ότι με βάση τους όρους εντολής που είχε δεν του δόθηκε η ευκαιρία να προβεί σε ενδελεχή έρευνα.
«Ο κ. Ηλιάδης με φώναξε στο γραφείο του και μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ είχε βρεθεί με τον κ. Ορφανίδη και του είπε ο κ. Ορφανίδης είναι καλά να κοιτάξετε ότι τηρήθηκαν τα όρια και λήφθηκαν οι αναγκαίες αποφάσεις από τα αρμόδια σώματα της Τράπεζας. Ήταν μετά που έγινε το κούρεμα (των ελληνικών ομολόγων). Μου έδωσε ένα σημείωμα στο οποίο αναφέρονται οι όροι εντολής. Το πρώτο που μου έδειξε, εκτός από την τήρηση των τεθέντων ορίων και κατά πόσο λήφθηκαν οι απαραίτητες εγκρίσεις από τα αρμόδια όργανα του συγκροτήματος και κατά πόσο είχαν ενημερωθεί τα αρμόδια όργανα του συγκροτήματος. Υπήρχε επίσης στους όρους εντολής να εξετάσω την πολιτική για επενδύσεις. Εγώ αντέδρασα σε αυτό που μου ζητούσε ο κ. Ηλιάδης και του είπα ότι πρέπει να πάρω γραπτές συνεντεύξεις και έχει μεγάλη σημασία οι δηλώσεις, οι οποίες περιήλθαν σε γνώση μου του κ. Κυπρή. Ο κ. Ηλιάδης μου είπε να προχωρήσω άμεσα με βάση τους όρους εντολής και εγώ του είπα ότι πρέπει να προβώ σε συνεντεύξεις. Οπότε το απέσυρε αυτό και μου έδωσε άλλο σημείωμα με το οποίο μου ζήτησε να εξετάσω την πολιτική των επενδύσεων μόνο. Και τα δύο σημειώματα έχουν την ίδια ημερομηνία. Υπάρχουν αυτά και θα τα καταθέσω» είπε ο κ. Τσολάκης, εξηγώντας ότι οι δηλώσεις του κ. Κυπρή στη “Stockwatch” ήταν πολύ σημαντικές καθώς δόθηκαν σε επενδυτές, οι οποίοι θα επένδυαν ενδεχομένως σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου. «Όταν έλεγε ότι δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος για την Ελλάδα ήταν πάρα πολύ σημαντικό και έπρεπε κατά τη γνώμη μου το όριο της χώρας να συνέλθει η Επιτροπή ALCO και να το καταργήσει» είπε.
Ακολούθως ο Πρόεδρος της Ερευνητικής Επιτροπής αναφέρθηκε σε έκθεση του κ. Τσολάκη για τον εντοπισμό των χορηγήσεων που παραχωρήθηκαν την περίοδο 2006 – 2011 σε πελάτες corporate σε Ελλάδα και Κύπρο «κατά την έγκριση των οποίων παρατηρήθηκε», σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του κ. Τσολάκη και όπως τις ανέγνωσε ο κ. Πικής, «χαλάρωση των κριτηρίων δανεισμού, ιδιαίτερα της ικανότητας αποπληρωμής, με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η σημαντικότητα του πιστωτικού κινδύνου» και με αποτέλεσμα «την παραχώρηση σημαντικού αριθμού δανείων τα οποία σήμερα παρουσιάζουν σημαντικές εκκρεμότητες με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των επισφαλειών της Τράπεζας και οι οποίες ενδέχεται να αυξηθούν στο άμεσο μέλλον».
Ο κ. Πικής πρόσθεσε, συνεχίζοντας την ανάγνωση της έκθεσης ότι, «το συγκρότημα συνέχισε να αυξάνει τις χρηματοδοτήσεις του σε ψηλούς ρυθμούς παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να γίνει αντιληπτό ότι ο αναπτυξιακός κύκλος της οικονομίας είχε φτάσει στο τέλος το β’ εξάμηνο του 2007. Κατά τη διάρκεια του 2007 υπήρχαν αρκετές ενδείξεις ότι θα υπήρχε χρηματοοικονομική κρίση».
Σχολιάζοντας την έκθεση, ο κ. Τσολάκης εξήγησε ότι η εν λόγω έκθεση βασίζεται σε πολλές άλλες εκθέσεις που έγιναν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Κατέθεσε στη συνέχεια ως τεκμήρια 5 συνεντεύξεις για τρεις περιπτώσεις επισφαλών δανείων που χορήγησε η Τράπεζα και ανέγνωσε αποσπάσματα από αυτές τις συνεντεύξεις. «Γνώριζα ότι οι όροι που περιλαμβάνονταν στα αιτήματα των χρηματοδοτήσεων των πελατών συζητούνταν με ανώτατα στελέχη της Τράπεζας. Οποιαδήποτε συμπερίληψη προτάσεως στο κείμενο της απόφασης από μέρους μου, η οποία θα μετέβαλλε σημαντικά κάποιους όρους που είχαν συμφωνηθεί, δεν θα είχε ουσιαστικά περιθώρια να γίνει αποδεκτή (από τα ανώτερα στελέχη) αφού θα οδηγούσε ενδεχομένως σε μη αποδοχή της απόφασης. Όπου υπήρχε η δυνατότητα προέβαινα σε καθορισμό όρων οι οποίοι θα βελτίωναν τη θέση της Τράπεζας αλλά δεν υπήρχαν πάντοτε τα ανάλογα περιθώρια».
Σε άλλο απόσπασμα: «Το κλίμα που επικρατούσε την τότε εποχή ευνοούσε την έγκριση των αιτημάτων τα οποία υποβάλλονταν ως αποτέλεσμα των πιο πάνω συναντήσεων (σύμφωνα με τον κ. Τσολάκη τους πελάτες τους έβλεπε συνήθως ο τότε Ανώτερος Γενικός Διευθυντής Ομίλου Τραπεζικών Εργασιών και Ανάπτυξης Βάσος Σιαρλή) και αποφάσιζαν μαζί με τον πελάτη ποιοι θα ήταν οι όροι της χρηματοδότησης. Ήταν πιο χαλαρά τα δεδομένα αφού στόχος της Τράπεζας ήταν να αυξήσουμε τις χρηματοδοτήσεις μας στις χώρες του εξωτερικού. Το κλίμα της εποχής ευνοούσε την έγκριση δανείων έστω και αν υπήρχαν κάποιες αδυναμίες. Κατά την παραχώρηση των διευκολύνσεων στους πελάτες δεν γνωρίζαμε πού ακριβώς θα διοχετευόταν το προϊόν του δανείου. Δεν μας παραχωρούσαν οποιαδήποτε στοιχεία ούτε για τις επενδύσεις που θα πραγματοποιούσαν ούτε για τις επενδύσεις που θα εκποιούσαν για να ξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους».
«Είναι αυτή η κουλτούρα που έφερε την Τράπεζα σε αυτή τη δεινή κατάσταση», είπε ο κ. Τσολάκης.
Σε άλλο απόσπασμα από συνέντευξη άλλου αξιωματούχου της Τράπεζας γράφει ότι: «Λόγω της επιθυμίας της ανώτατης Διεύθυνσης της Τράπεζας για ραγδαία ανάπτυξη χαρτοφυλακίου ως κέντρο εξυπηρέτησης μεγάλων πελατών, είχαμε στόχους για ανάπτυξη 40% και αναγκαζόμασταν να ευνοούμε την παραχώρηση διευκολύνσεων οι οποίες δεν πληρούσαν επαρκώς τα κριτήρια δανεισμού».
Άλλο απόσπασμα αναφέρει: «Αφού η Τράπεζα είχε ως στόχο την αύξηση του χαρτοφυλακίου της την τότε εποχή, προχώρησε στην παραχώρηση διευκολύνσεων οι οποίες στη συνέχεια παρουσίασαν προβλήματα».
Στη συνέχεια ο κ. Πικής αναφέρθηκε στο μέρος της έκθεσης για την παραχώρηση δανείων σε σχέση με κίνητρα της διευθυντικής ομάδας για μπόνους. Όπως ανέγνωσε: «Οι δείκτες αυτοί είχαν μια κοινή παράμετρο της οποίας η μεταβολή επηρεάζει σημαντικά τη διαμόρφωση όλων των δεικτών. Πρόσθετα η αξιολόγηση γινόταν τέλος του έτους και η επιβράβευση μπόνους παραχωρείτο άμεσα στους δικαιούχους χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πορεία των δεικτών αυτών κατά τα επόμενα χρόνια, δηλαδή σε περίπτωση που κάποιες χρηματοδοτήσεις παρουσίαζαν προβλήματα στην εξυπηρέτηση τους μακροπρόθεσμα, αυτό δεν είχε οποιοδήποτε αντίκτυπο στα μπόνους αφού η διευθυντική ομάδα τα είχε εισπράξει κατά την περίοδο παραχώρησης των χρηματοδοτήσεων».
«Έτσι είναι» είπε ο κ. Τσολάκης, εξηγώντας επιπρόσθετα ότι «Ένας από τους δείκτες αφορά τα κέρδη μετά τη φορολογία, τα οποία όταν αυξάνονταν οι χρηματοδοτήσεις σε τέτοιο βαθμό, οπωσδήποτε αυξάνονταν και τα κέρδη και η απόδοση επί του κεφαλαίου. Εφόσον αυξάνεται το κέρδος, ένας άλλος δείκτης, ο δείκτης εξόδων προς έσοδα σίγουρα μειώνεται. Επίσης ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των χορηγήσεων. Όταν αυξάνονται τα δάνεια κατά 30%, σίγουρα αυτός ο δείκτης αναμένεται να μειώνεται αντί να αυξάνεται».
Ακολούθως ο κ. Πικής ανέγνωσε το σημείο της έκθεσης στο οποίο γίνεται λόγος για τις επισφάλειες. «Οι προβλέψεις για επισφαλείς χρεώστες για τις χρηματοδοτήσεις που παρουσιάζουν αδυναμίες κατά την αξιολόγηση των αιτημάτων τους ανέρχονταν σε 214 εκ. ευρώ στις 30 Ιουνίου 2012. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις για επισφαλείς χρεώστες που αφορούν τις χρηματοδοτήσεις αυτές ενδέχεται να αυξηθούν σημαντικά στο μέλλον αφού οι εμπράγματες εξασφαλίσεις αποτελούνται κυρίως από ακίνητα των οποίων η αξία παρουσιάζει πτώση».
Στη συνέχεια της κατάθεσης του Εσωτερικού Ελεγκτή της Τράπεζας Κύπρου έγινε λόγος για τα δάνεια των ανώτατων στελεχών της Τράπεζας αλλά και δάνεια που παραχωρήθηκαν σε πολιτικά πρόσωπα και οργανισμούς.
Σε σχέση με δάνεια υψηλόβαθμων στελεχών της Τράπεζας, ο κ. Πικής έκανε λόγο, επικαλούμενος σχετική έκθεση του κ. Τσολάκη, για παρεμβάσεις από τα επιτρεπόμενα όρια τόσο σε ό,τι αφορά το δικαιολογημένο του δανείου όσο και σε σχέση με τον τόκο.
Αναφέρθηκε δε σε σημείο της έκθεσης όπου γίνεται λόγος για δάνειο του κ. Ηλιάδη στην Τράπεζα Κύπρου Ελλάδος, ύψους 2 εκ. ευρώ, ο σκοπός του οποίου ήταν για «αποπεράτωση – ανακατασκευή κατοικίας» και το οποίο ωστόσο «δεν χρησιμοποιήθηκε για στεγαστικές ανάγκες αλλά είχε ως σκοπό την αποπληρωμή διαφόρων δανείων που τηρούνταν από τον κ. Ηλιάδη στην Κύπρο ενώ μικρό μέρος του δανείου, περίπου 280 χιλιάδες ευρώ, αφορούσε στεγαστική ανάγκη».
Πρόσθεσε ότι βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν τηρούνταν οι θεσμοί σε σχέση με τη δανειοδότηση στελεχών και ρώτησε τον κ. Τσολάκη κατά πόσο συμφωνεί. Ο κ. Τσολάκης απάντησε καταφατικά «ειδικά για την περίπτωση του κ. Ηλιάδη».
Στη συνέχεια ο κ. Πικής αναφέρθηκε σε άλλη έκθεση του κ. Τσολάκη σε σχέση με δάνεια της Τράπεζας Uniastrum. Ο κ. Τσολάκης είπε ότι επρόκειτο για προβληματικά δάνεια για τα οποία είχε εισηγηθεί όπως η Τράπεζα Κύπρου κινηθεί για αποζημιώσεις. Πρόσθεσε πως «επειδή η προηγούμενη Διεύθυνση δεν προχώρησε» χτες είχε συνάντηση με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας Χρήστο Σορώτο, ο οποίος έδωσε οδηγίες όπως προχωρήσει η υπόθεση.
Στη συνέχεια ο κ. Πικής αναφέρθηκε στα δάνεια που παραχωρήθηκαν σε πολιτικά πρόσωπα, σε οργανισμούς που έχουν σχέση με πολιτικά πρόσωπα ή παρατάξεις και άλλους αξιωματούχους της πολιτείας. Ο κ. Τσολάκης έκανε λόγο για μόνο δυο περιπτώσεις. Ανέφερε ότι έγινε μια μεγάλη έκθεση και για τις δύο περιπτώσεις την οποία και κατέθεσε ως τεκμήριο. Για το δάνειο της ΠΕΟ, είπε ότι το συμπέρασμα είναι ότι αποπληρώθηκε όλο το ποσό του κεφαλαίου και μεγάλο μέρος των τόκων και πως το μεγαλύτερο μέρος του ποσού που διαγράφηκε αφορούσε υπερχρεώσεις της Τράπεζας. «Στην περίπτωση εκείνη δεν υπήρχε κάτι το μεμπτό», ανέφερε.
Για την περίπτωση της Tamassos Hotel Enterprises συμφώνησε με τον κ. Πική ότι το ποσό που διεγράφη ανερχόταν στα 2,813 εκ. ευρώ, και ανέφερε ότι δεν υπήρχαν άλλα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, όμως υπήρχαν συγκεκριμένοι εγγυητές, οι οποίοι είχαν αντικαταστήσει τους αρχικούς εγγυητές και οι οποίοι κατά τη διαγραφή του δανείου ήταν οι Χ. Κυρίτσης, Κλ. Κλεάνθους, Χρ. Αλέκου και Σ. Φελλά.
Ο κ. Τσολάκης ρωτήθηκε σε σχέση με οδηγίες για αύξηση των μισθών και φιλοδωρημάτων των στελεχών της Τράπεζας, αναφέροντας πως για συγκεκριμένη περίπτωση η Επιτροπή Αμοιβών ενήργησε χωρίς την έγκριση του ΔΣ.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ανέφερε ότι λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια αύξηση των χορηγήσεων, τα μπόνους ενθάρρυναν τα εκτελεστικά στελέχη να αναλαμβάνουν υπέρμετρους κινδύνους.
Σε άλλο σημείο ο κ. Τσολάκης είπε ότι δεν ήταν ορθή η αύξηση των μισθών και των φιλοδωρημάτων την ώρα που τα κέρδη της Τράπεζας μειώνονταν.
Ο κ. Τσολάκης ρωτήθηκε και σε σχέση με διαπιστώσεις στην έκθεση του οίκου Alvarez and Marsal για την Τράπεζα Κύπρου για την οποία είπε ότι συμφωνεί «100%» με τις διαπιστώσεις σε σχέση με προβληματική εταιρική διακυβέρνηση της Τράπεζας σε σχέση με αποφάσεις και δράσεις της Τράπεζας.
Ερωτηθείς κατά πόσο τηρούνταν οι πρόνοιες του σχετικού με τη δανειοδότηση διευθυντικών και ανωτάτων εκτελεστικών στελεχών της Τράπεζας και του προσωπικού, ο κ. Τσολάκης απάντησε «όχι σε όλες τις περιπτώσεις».
«Κυρίως ήταν με χαμηλό επιτόκιο όπως και στην περίπτωση του κ. Ηλιάδη. Αυτό ήταν το σημαντικό λάθος» είπε, παραπέμποντας στον περί τραπεζικών εργασιών νόμο, σύμφωνα με τον οποίο τα δάνεια προς του Συμβούλους θα πρέπει να δίνονται με τους ίδιους εμπορικούς όρους όπως και σε άλλους πελάτες, «και αυτό σημαίνει το επιτόκιο να είναι το ίδιο»