Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ.44/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
A MΈΡΟΣ:
«Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται……>.
Δεν είναι τυχαίο που το προοίμιο της Συνταγματικής Συνθήκης επιλέγει αυτό το ρητό, το οποίο θέτει ως προμετωπίδα, θέλοντας να υπομνήσει ότι η πολιτισμική, θρησκευτική και ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης πρέπει να διασωθεί και διαφυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού και ακριβώς λόγω της ανάγκης αυτής, απαιτείται και πρέπει να επιστρατευτεί όλη η θέληση των ευρωπαϊκών λαών για να υπερβούν τις παλαιές τους διχόνοιες, προκειμένου να σφυρηλατήσουν το κοινό τους πεπρωμένο. Και το οποίο κοινό πεπρωμένο, δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας πως είναι από τους θεμελιώδεις στόχους και σκοπούς του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και το οποίο εδράζεται και/ή στηρίζεται στη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο χώρο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.
Η λογική (ratio) επομένως, του κοινοτικού Νομοθέτη, ως προς την θέσπιση του εν λόγω Κανονισμού εντοπίζεται στο ότι, σε μία Ευρώπη των 28 πλέον, με την περαιτέρω διεύρυνση με την ένταξη της Κροατίας, επιβάλλεται, λόγω ορισμένων διαφορών μεταξύ των εθνικών κανόνων για την δικαιοδοσία και αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, όπως θεσπιστούν διατάξεις οι οποίες θα ενοποιούν τους κανόνες σύγκρουσης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υποθέσεις τις οποίες καλύπτει ο εν λόγω Κανονισμός. Επίσης, επιδιώκεται μέσα από τον Κανονισμό η απλούστευση των διατυπώσεων για την απλή και ταχεία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από αυτόν. Η ενοποίηση των κανόνων ακόμη, θα απαλείψει την όποια δυσχέρεια εντοπιζόταν με αποτέλεσμα να παρακωλύεται η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Κατανοούμε από το προοίμιο του Κανονισμού λοιπόν πως, στόχος της Κοινότητας είναι η εύρυθμη και ομαλή, αποτελεσματική, έγκυρη, έγκαιρη και ενιαία απονομή της Δικαιοσύνης, σεβόμενη στο έπακρο και πλήρως η Κοινότητα, βασικές Αρχές και Αξίες εκάστου κράτους μέλους αλλά και της Κοινότητας αυτής καθ εαυτής. Επιπρόσθετα, αντιλαμβανόμενη η Κοινότητα το δύσκολο έργο που έχει να εκτελέσει, θεωρούμε πολύ εύστοχη την αναφορά της στο προοίμιο του Κανονισμού <προκειμένου να δημιουργήσει σταδιακά ένα τέτοιο χώρο…..> καταδεικνύοντας πως η προσπάθεια αυτή και το επίπονο αυτό έργο, επιβάλει χρόνο, υπομονή και επιμονή και προπαντός συνεργασία προκειμένου να επιτύχει και εμπεδώσει την έννοια της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Λόγω του ότι, η προσπάθεια αυτή ήταν και είναι αδύνατο να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά δύναται να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η δράση της Κοινότητας είναι επιτρεπτή και εκ των ων ουκ άνευ αποδεκτή δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης της ΕΕ, το οποίο αναφέρεται στην αρχή της επικουρικότητας και αναλογικότητας. Κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε αυτούσιο το άρθρο 5 Συνθήκης ΕΕ (πρώην άρθρο 5 ΣΕΚ).
<1. Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. 2. Σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη. 3. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της επικουρικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Τα εθνικά κοινοβούλια μεριμνούν για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εν λόγω Πρωτόκολλο. 4. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.>
Προβάλει όμως εύλογο το ερώτημα πώς οδηγηθήκαμε στον Κανονισμό 44/2001 ή καλύτερα, ποίοι ήταν οι προγενέστεροι αυτού Κανονισμοί ή Συμβάσεις και οι μεταγενέστεροι (απλά ενδεικτική αναφορά στο σημείο αυτό ένεκα της τελευταίας αναδιατύπωσης του Καν. 44/2001)
Πρωταρχικός σκοπός του Δικαίου είναι η κατά το δυνατό προσήκουσα ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων. Με άξονα και γνώμονα αυτό, η Κοινότητα συνειδητοποιώντας από πολύ νωρίς τον σοβαρό και χρήσιμο ρόλο που είχε να διαδραματίσει και στον τρίτο πυλώνα δράσης της, ο οποίος ασχολείται με την Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις (ΑΔΣΠΥ), επιδόθηκε σε μία συνεχή προσπάθεια θεσμοθέτησης και ενοποίησης του συστήματος για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις από πολύ νωρίς.
1968.
Συγκεκριμένα, τα τότε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συνήψαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1968, στο πλαίσιο του άρθρου 220 τέταρτη περίπτωση της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τη σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία μεταγενέστερα τροποποιήθηκε από τις συμβάσεις προσχώρησης σε αυτή τη σύμβαση νέων κρατών μελών.
1988.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1988, τα τότε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ορισμένα κράτη της ΕΖΕΣ συνήψαν τη σύμβαση του Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («σύμβαση του Λουγκάνο του 1988»), η οποία είναι παράλληλη με τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968. Η σύμβαση του Λουγκάνο του 1988 ετέθη σε εφαρμογή στην Πολωνία την 1η Φεβρουαρίου 2000.
2000.
Στις 22 Δεκεμβρίου 2000 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 που αντικατέστησε τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1968, σε ό, τι αφορά τα εδάφη των κρατών μελών που καλύπτονται από τη ΣΛΕΕ στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών εκτός της Δανίας. Στο σημείο αυτό, απλά να επισείσουμε την προσοχή σας ως προς την ιδιαίτερη αναφορά που κάνει έκαστος Κανονισμός ή Σύμβαση για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ιρλανδία και την Δανία, κατά πόσον μετέχουν ή όχι στην εφαρμογή του ή των Κανονισμών που θεσπίζονται σε Κοινοτικό Επίπεδο και αφορούν Κανονισμούς ή Συμβάσεις.
Έτσι και στην περίπτωση του εν λόγω Κανονισμού, ως προς την Δανία με την απόφαση 2006/325/ΕΚ του Συμβουλίου, η Κοινότητα συνήψε συμφωνία με τη Δανία που εξασφαλίζει την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 στη Δανία.
2007.
Η σύμβαση του Λουγκάνο του 1988 αναθεωρήθηκε από τη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που συνήφθη στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 από την Κοινότητα, τη Δανία, την Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ελβετία (εφεξής «σύμβαση του Λουγκάνο του 2007»). Η σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 συνεχίζει να εφαρμόζεται στα εδάφη των κρατών μελών που υπάγονται στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως και τα οποία αποκλείονται από τον παρόντα κανονισμό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 355 της ΣΛΕΕ.
Πρόθεση επομένως της Κοινότητας είναι η όσο το δυνατό πληρέστερη και σαφέστερη και όσο το δυνατό καλύτερη και ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης ρυθμίζοντας με τρόπο ενδελεχή και σαφή τις όποιες εξαιρέσεις, γενικές και ειδικές και καλύπτοντας όλες τις εδαφικές και πολιτικές ανάγκες εκάστου Κράτους Μέλους όπως για παράδειγμα η απόφαση που αφορά την Δανία αλλά και η ειδική αναφορά και ρύθμιση για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία.
Επίσης, μέσα στο πλαίσιο τελειότητας και πληρότητας που θέλει να κινείται και αναπτύσσει την δράση της η Κοινότητα, προέβη τελευταίως σε αναδιατύπωση του Κανονισμού 44/2001 και συγκεκριμένα θέσπισε τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η αναδιατύπωση ήταν αναγκαία καθότι σκοπείται η περαιτέρω βελτίωση εφαρμογής ορισμένων διατάξεων προκειμένου να διευκολυνθεί η περαιτέρω ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων και να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Επίσης αξιοσημείωτη είναι η αναφορά της Επιτροπής για το πώς κρίνει την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001 και την οποία θεωρεί <γενικά ικανοποιητική> αφήνοντας βεβαίως επίπεδα βελτιώσεως. Το σημαντικό είναι ασφαλώς η πρόθεση και η βούληση για τελειοποίηση του συστήματος αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
(Ακολουθεί Β και Γ μέρος)