Mε την κατάθεση του πρώην Υπουργού Οικονομικών, Κίκη Καζαμία, και του Διευθυντή της Στατιστικής Υπηρεσίας συνεχίστηκαν και σήμερα, οι δημόσιες ακροάσεις της Ερευνητικής Επιτροπής για την κατάσταση στην οικονομία.
Ερωτηθείς σχετικά με το κατά πόσον η ανυπαρξία σχέσεων Χριστόφια – Ορφανίδη ήταν ζημιογόνα, ο κ. Καζαμίας απάντησε ότι δεν ξέρει αν ήταν ζημιογόνα, σίγουρα όμως δεν ήταν χρήσιμη.
Ο κ. Καζαμίας ανέφερε ότι ο ίδιος, παρά τις κακές σχέσεις Ορφανίδη – Χριστόφια, επεδίωξε και είχε άριστες σχέσεις με τον Διοικητή. Τον προέτρεψε μάλιστα να στέλνει γραπτώς στον Πρόεδρο Χριστόφια οτιδήποτε αφορούσε θέματα οικονομίας.
Ανέφερε ότι έγνοια του ιδίου ήταν η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος και γι’αυτό το λόγο διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Διοικητή.
Σχολιάζοντας δικές του δηλώσεις για ατολμία στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων από την εξουσία για να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος είπε ότι δεν αναφερόταν στην τελευταία διακυβέρνηση (σ.σ. κυβέρνηση Χριστόφια), αλλά διαχρονικά αφού από καταβολής της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο προϋπολογισμός είναι ελλειμματικός.
“Όταν διαχρονικά ο προϋπολογισμός μιας χώρας είναι ελλειμματικός και δεν γίνεται τίποτα για να ισοσκελιστεί ή ίσως ακόμα και να γίνει πλεονασματικός, τότε είναι επόμενο ότι κάποια στιγμή τα δυσκολέψουν πολύ”, τονισε.
Μονόδρομος η απομείωση του ελληνικού χρέους
Ο πρώην υπουργός , ερωτήθηκε από την ερευνητική επιτροπή, σχετικά με την απομείωση του ελληνικού χρέους:
«Δεν συζητήσαμε με τον Πρόεδρο Χριστόφια για το ελληνικό κούρεμα, ούτε και για τις επιπτώσεις», απάντησε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών για να συμπληρώσει ότι:
«Το ίδιο το ευρωσύστημα τότε δεν έδινε περιθώρια διαπραγμάτευσης. Όποιος και να ήταν Πρόεδρος δεν θα είχε άλλες επιλογές».
“Όσο επώδυνη απόφαση ήταν για την Κύπρο, το ίδιο επώδυνη θα ήταν η μη λήψη συμφωνίας, που θα οδηγούσε σε χρεωκοπία της Ελλάδας με τεράστιες συνέπειες στην Κύπρο. Εξάλλου δεν υπήρχε καμία παράσταση από τις ίδιες τις τράπεζες, τις οποίες αφορούσε άμεσα το θέμα.”
Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν απαίτησε καμία εγγύηση ή κάποια κονδύλια για προστασία του κυπριακού κράτους, συνέχισε ο κ. Καζμίας “οφείλεται στο γεγονός ότι άλλες τράπεζες μεγαλύτερων χωρών, δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι την Κύπρο.
Αμέσως μετά εμείς επικοινωνήσαμε με την Ελλάδα, ώστε να έβλεπαν με συμπάθεια την Κύπρο και να βοηθήσουν τις κυπριακές τράπεζες.
Για λόγους υγείας παραιτήθηκε
Σε ερώτηση «γιατί παραιτήθηκε από τα καθήκοντα του», ο. πρώην ΥΠΟΙΚ απάντησε «για λόγους υγείας» και όπως είπε, αν παρέμενε στο Υπουργείο θα επιδεινονόταν η κατάσταση της υγείας του.
Σχολιάζοντας τις δικές του δηλώσεις περί στερεές βάσης του κυπριακού τραπεζικού συστήματος ο κ. Καζαμίας είπε πως όταν το δήλωσε αυτό αξιολογούσε τα στοιχεία και τις παραστάσεις που είχε ενώπιών του τότε. «Τόσο οι ίδιες οι τράπεζες όσο και η Κεντρική Τράπεζα ποτέ δεν παρουσίασαν κάποια κατάσταση που να δικαιολογεί τόσο σοβαρή ανησυχία και θεωρούσαν ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε σενάριο παρουσιαζόταν», είπε.
Ο καθένας εκ των υστέρων μπορεί να λέει ότι θέλει
Σε ερώτηση για το πώς σχολιάζει τις τελευταίες τοποθετήσεις του Ευρωπαίου Επιτρόπου, Όλι Ρεν, ότι η Κύπρος επέδειξε ολιγωρία στη λήψη μέτρων , αλλά και ελλιπή εποπτεία στις δύο μεγάλες της τράπεζες, ο κ. Καζαμίας απάντησε χαρακτηριστικά: « Ο καθένας εκ των υστέρων μπορεί να λέει ότι θέλει».
Επίσης, ο κ. Καζαμίας, κατέθεσε επιστολή του Όλι Ρεν, με ημερομηνία 11/01/2012, στην οποία ο ευρωπαίος αξιωματούχος δήλωνε πλήρως ικανοποιημένος από την Κυβέρνηση Χριστόφια.
Ανέλαβε το Υπουργείο μετά την φονική έκρηξη στο Μαρί
Ο πρώην Υπουργός Οικονομικών ανέφερε επίσης ότι όταν ανέλαβε το Υπουργείο η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η φονική έκρηξη στο Μαρί μερικές βδομάδες προηγουμένως.
Παρόλα αυτά λήφθηκαν μέτρα, με την ομόφωνη στήριξη όλων, με στόχο να αντιμετωπισθεί η κρίση. Πρόσθεσε επίσης ότι διαχρονικά η κυπριακή οικονομία παρουσίαζε ελλείμματα, χωρίς καμία κυβέρνηση να σκεφτεί να λάβει μέτρα για επίτευξη ισοσκελισμένων και πλεονασματικών προϋπολογισμών.
Αναφέρθηκε επίσης σε σοβαρά προβλήματα του κυπριακού κράτους όπως το υψηλό κρατικό μισθολόγιο και ο μεγάλος αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων.