Την άποψη ότι η Τράπεζα Κύπρου δεν ήταν στην ίδια κατάσταση με τη Λαϊκή Τράπεζα και δεν έπρεπε να υποβληθεί σε καθεστώς εξυγίανσης, διατύπωσε ο πρώην Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, Ελευθέριος Ιωάννου.
Καταθέτοντας ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η οικονομία, ο κ. Ιωάννου, που διατέλεσε Πρόεδρος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου από τον 2006 μέχρι το Μάιο του 2008, ο κ. Ιωάννου διαφώνησε με το “χάρισμα”, κατά την έκφρασή του, των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, ενώ είπε ότι αν δεν γινόταν το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, η Τράπεζα δεν θα χρειαζόταν πρόσθετα κεφάλαια.
Όταν κλήθηκε από την Πρόεδρο της Επιτροπής, Γεώργιο Πική, να σχολιάσει συγκεκριμένη αναφορά του πορίσματος της Ανεξάρτητης Επιτροπής για το Μέλλον του Τραπεζικού Τομέα ότι η αδύναμη τραπεζική διακυβέρνηση και οι απερίσκεπτες επενδύσεις υλοποιήθηκαν από την αποτυχία των Διοικητικών Συμβουλίων να ελέγξουν τις δραστηριότητες των εκτελεστικών στελεχών των Τραπεζών, απάντησε ότι είναι άδικο να λέγονται αυτά για όλες τις τράπεζες.
“Όλοι μιλούν για τράπεζες. Γιατί δεν μιλούν για συγκεκριμένες τράπεζες, να πουν η Λαϊκή έτσι και έτσι έκανε. Να πουν η Τράπεζα Κύπρου έτσι και έτσι έκανε, να πουν ότι και ο Συνεργατισμός έτσι και έτσι έκανε. Εγώ δεν δέχομαι ότι αυτά τα συμπεράσματα είναι αντιπροσωπευτικά όλων των τραπεζών. Παρ` όλον που δεν ήμουν στην τράπεζα δεν τα δέχομαι”, είπε και πρόσθεσε: “Εγώ λέω ότι κακώς έγιναν σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Κύπρου χωρίς να έχω απτές μαρτυρίες, αλλά δεν δέχομαι ότι η Τράπεζα Κύπρου ήταν σε αυτή την κατάσταση”.
Σε διευκρινιστική ερώτηση από το μέλος της Επιτροπής Ανδρέα Κραμβή γιατί δεν αποδέχεται τις επικρίσεις της Ανεξάρτητης Επιτροπής σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Κύπρου, ο κ. Ιωάννου είπε δεν το δέχεται αν γίνει σύγκριση της Τράπεζας Κύπρου ιδιαίτερα με τη Λαϊκή Τράπεζα και συμπλήρωσε πως “η κατάσταση δεν ήταν η ίδια”.
Σύμφωνα με τον κ. Ιωάννου, η Λαϊκή Τράπεζα έφτασε στο σημείο να πάρει ρευστότητα μέσω του προγράμματος ELA της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ύψους €9 δις, ενώ η Τράπεζα Κύπρου χρειάστηκε στήριξη στις αρχές του 2013.
Είπε ακόμη ότι η Τράπεζα Κύπρου παρουσίαζε κεφαλαιακές ανάγκες ύψους €700 εκατομμυρίων, ενώ υπήρχαν πολλές εξαρτημένες εταιρείες, όπως και κέρδη που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν μέρος των αναγκών αυτών, υπενθυμίζοντας ότι οι ανάγκες των 700 εκατ. προέκυπταν μετά την αύξηση των απαιτήσεων για το δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1 Capital) στο 9% από το 8% που ήταν προηγουμένως.
“Δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί η Τράπεζα Κύπρου μπήκε σε καθεστώς εξυγίανσης, τη στιγμή που οι πλείστες τράπεζες στην Ελλάδα είχαν αρνητικό κεφάλαιο, με εξαίρεση την Alpha Bank. Η Τράπεζα Κύπρου εξακολουθούσε να έχει πολύ σημαντικό κεφάλαιο”, είπε και εισηγήθηκε στην Επιτροπή να εξετάσει γιατί όλες οι τράπεζες μπήκαν “στο ίδιο καλάθι“, κατά την έκφρασή του.
Απαντώντας σε ερώτηση, ο κ. Ιωάννου είπε ακόμη ότι η Ανεξάρτητη Επιτροπή θα είχε απόλυτο δίκαιο στις επισημάνσεις της “αν αναφερόταν σε migoδάνεια” (τα δάνεια της Μαρφίν Λαϊκής προς τον επενδυτικό όμιλο MIG).
“Αλλά δεν μιλούμε ότι όλες οι τράπεζες έκαναν migoδάνεια. Η Τράπεζα Κύπρου ήταν αρκετά προσεκτική, τουλάχιστον τον καιρό που ήμουν εγώ και δεν πιστεύω ότι η κουλτούρα που επικρατούσε τότε διαβρώθηκε σε τέτοιο βαθμό”, συμπλήρωσε.
Σε ερώτηση του τρίτου μέλους της Επιτροπής Ηλιάνας Νικολάου αν η Τράπεζα Κύπρου είχε λάβει αρκετά προστατευτικά μέτρα για να αποτραπούν οι συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ο κ. Ιωάννου αναφέρθηκε στο κούρεμα των ελληνικών ομολόγων κάτι που είχε αποτέλεσμα την ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια.
“Αν δεν υπήρχαν τα ελληνικά ομόλογα η Τράπεζα Κύπρου δεν θα χρειαζόταν πρόσθετα κεφάλαια, με τον ίδιο τρόπο που και η Ελληνική Τράπεζα δεν χρειάστηκε πρόσθετα κεφάλαια”, είπε, προσθέτοντας ότι εάν δεν υπήρχε το κούρεμα η Τράπεζα Κύπρου θα ήταν σε καλύτερη θέση.
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του, ο κ. Ιωάννου είπε πως ένα από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι γιατί έγινε το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων. Είπε ότι παρέστη σε δύο διαλέξεις από τον τότε Διοικητή της ΚΤΚ Αθανάσιο Ορφανίδη και τον Βασίλειο Ράπανο και την άλλη από τον Παπαδήμο που διαβεβαίωναν ότι δεν θα υπάρξει κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, “διότι έτσι έβλεπαν τα πράγματα”.
Σε παρατήρηση του κ. Πική ότι υπάρχει μαρτυρία ότι η ΚΤΚ είχε προειδοποιήσει την 1η Μαρτίου του 2010 την Τράπεζα Κύπρου για την επικινδυνότητα των ελληνικών ομολόγων, ο κ. Ιωάννου επεσήμανε ότι από τα τέλη του 2007 και μετά οι τράπεζες επικεντρώθηκαν στην επένδυση σε κρατικά ομόλογα διότι λόγω της κρίσης δεν υπήρχε ευχέρεια να επενδύσουν σε τραπεζικά αξιόγραφα ή σε διατραπεζικά δάνεια.
“Το να επενδύσεις το ποσό το οποίο επενδύθηκε στην Ελλάδα και να το αφήσεις μέχρι τέλους κλπ αυτό είναι άλλη ιστορία την οποία μπορούν άλλοι να απαντήσουν, αλλά αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγιναν εκείνες οι πράξεις”, είπε.
Ο κ. Ιωάννου χαρακτήρισε απόλυτο λάθος την πώληση των καταστημάτων στην Ελλάδα το οποίο χαρακτήρισε “χάρισμα”, λέγοντας ότι το δίκτυο καταστημάτων στην Ελλάδα είχε “κτιστεί πολύ προσεκτικά”, και με μεγάλη διασπορά. “Ειλικρινά δεν θεωρώ καθόλου ότι ήταν προς ξεπούλημα και εντούτοις ξεπουλήθηκαν”, είπε.
Ο κ. Ιωάννου είπε ότι η συγχώνευση με τη Λαϊκή ήταν το μεγαλύτερο λάθος. Είπε πως η Τράπεζα Κύπρου μελετούσε για χρόνια το θέμα της απόκτησης το μερίδιο που κατείχε η Hong Kong Shanghai Bank (HSBC) στη Λαϊκή Τράπεζα, προσθέτοντας ότι η θέση που επικράτησε ήταν ότι καμία Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν θα επέτρεπε μια τόσο μεγάλη συγκέντρωση.
Ερωτηθείς από τον κ. Πίκη για το “τι πήγε στραβά”, στην υπόθεση της ρωσικής Uniastrium, ο κ. Ιωάννου ανέφερε ότι ο ίδιος δεν μπορεί να γνωρίζει τι πήγε στραβά, προσθέτοντας πως κατόπιν προσωπικής του εξέτασης δεδομένων άλλων εξαγορών ρωσικών τραπεζών, ο ίδιος θεωρεί ότι η εξαγορά της Uniastrum από την Τράπεζα Κύπρου έγινε συγκριτικά με καλύτερους όρους. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα ότι η αγγλική Barclays είχε αγοράσει ρωσική τράπεζα, την οποία πώλησε μετέπειτα στο 10% της αρχικής της αξίας. “Η εξαγορά της Τράπεζας Κύπρου με τα δεδομένα της εποχής ήταν καλύτερη”, κατέληξε.