Η συρρίκνωση μιας περιοχής του εγκεφαλικού φλοιού στο μέτωπο, όσο κανείς γερνάει, επιφέρει χειρότερο ύπνο και, με τη σειρά της, αυτή η επιδείνωση της ποιότητας του ύπνου δυσκολεύει τη μνήμη, με συνέπεια οι ηλικιωμένοι να ξεχνούν.
Αυτός είναι ο μηχανισμός που συνδέει τη γήρανση, τον ύπνο και την απώλεια της μνήμης, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα που φέρνει στη δημοσιότητα το Αθηναικό Πρακτορείο.
Η μελέτη για πρώτη φορά ρίχνει φως στο γιατί οι άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας ούτε καλά κοιμούνται, ούτε καλά θυμούνται. Το βασικό μήνυμα της νέας έρευνας είναι ότι αν ένας ηλικιωμένος καταφέρνει να κοιμάται καλύτερα, (π.χ. έχοντας κάνει προηγουμένως σωματική άσκηση), θα έχει και καλύτερη μνήμη την επόμενη ημέρα. Η ποιότητα του ύπνου είναι πάντως ένας μόνο από τους παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα της μνήμης.
Ήταν γνωστό στους επιστήμονες ότι ο καλός ύπνος ενισχύει τις νέες μνήμες, ενώ τα χαμηλής ταχύτητας εγκεφαλικά κύματα βοηθάνε στην μεταφορά των μνημονικών πληροφοριών από τον ιππόκαμπο όπου σχηματίζονται, σε άλλα μέρη του εγκεφάλου όπου αποθηκεύονται μακροχρόνια. Η νέα μελέτη δείχνει ότι η φυσιολογική εκφύλιση του προμετωπιαίου φλοιού λόγω γήρατος λιγοστεύει τα αργά εγκεφαλικά κύματα που υπάρχουν κατά τον βαθύ ύπνο, με συνέπεια οι ηλικιωμένοι να δυσκολεύονται να μεταφέρουν τις μνημονικές πληροφορίες τους προς αποθήκευση. Η τελική συνέπεια είναι η αδυναμία διατήρησης πληροφοριών στον εγκέφαλο επί πολύ χρόνο και η απώλεια της μνήμης.
Πέρυσι, μια άλλη έρευνα, με επικεφαλής τη νευροφυσιολόγο Ροξάν Στερνίτσουκ του καναδικού πανεπιστημίου Νταλουζί, παρουσίασε προκαταρκτικά στοιχεία, ότι η διαταραχή του ύπνου μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τη διάγνωση της εκδήλωσης στη συνέχεια της νόσου Αλτσχάιμερ.