Στη «βρετανικότητα» σχεδιάζει να επιστρέψει η νέα ηγεσία της Burberry Group Plc καθώς η ανανέωση από τους Ιταλούς διευθυντές απέτυχε να κρατήσει τη βρετανική επωνυμία «δυνατή» απέναντι τους πολυτελείς ανταγωνιστές της.
Η νέα ομάδα του Chief Executive Officer Jonathan Akeroyd και του creative chief Daniel Lee θέλουν να αυξήσουν τα αξεσουάρ σε περισσότερο από το 50% των πωλήσεων μακροπρόθεσμα, αξιοποιώντας προϊόντα υψηλού περιθωρίου κέρδους στην αναθεώρηση της κατασκευής καμπαρντίνας.
Η Burberry Group ανακοίνωσε διψήφια αύξηση των πωλήσεων στους τρεις μήνες μέχρι τον Σεπτέμβριο, καθώς οι Αμερικανοί τουρίστες εκμεταλλεύτηκαν το ισχυρό δολάριο για να αγοράσουν πολυτελή προϊόντα στην Ευρώπη.
Οι πωλήσεις των καταστημάτων αυξήθηκαν κατά 11% στο διάστημα αυτό, ανέφερε η βρετανική εταιρεία σε ανακοίνωσή της, ξεπερνώντας τη μέση εκτίμηση του 8,3% των αναλυτών που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg. Ωστόσο, οι πωλήσεις στην αμερικανική ήπειρο υποχώρησαν και πάλι.
Η Burberry στοχεύει τώρα στον διπλασιασμό των πωλήσεων δερμάτινων ειδών, υποδημάτων και γυναικείων ενδυμάτων μεσοπρόθεσμα.
Ο Akeroyd, ο οποίος ανέλαβε τον Μάρτιο, θα δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τη νέα στρατηγική του. Σε ένα πρώτο βήμα προς την ανατροπή της επωνυμίας, ο βετεράνος της Versace τον Σεπτέμβριο όρισε τον Lee να διαδεχτεί τον Riccardo Tisci ως δημιουργικό διευθυντή.
Οι μετοχές της Burberry άλλαξαν ελάχιστα στις αρχές της διαπραγμάτευσης στο Λονδίνο. Η μετοχή έχει ανέβει περίπου 10% φέτος.
Νέοι στόχοι
Το νέο στρατηγικό σχέδιο της Burberry έρχεται καθώς οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία «σκοτεινιάζουν». Ο πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών τον περασμένο μήνα λόγω της ραγδαίας αύξησης των τιμών της ενέργειας.
Υπάρχουν ενδείξεις υποχώρησης της ζήτησης, ειδικά για προϊόντα πολυτελείας. Τα έσοδα στην Αμερική μειώθηκαν κατά 3% το τρίμηνο, μετά από πτώση 4% τους προηγούμενους τρεις μήνες, ανέφερε η εταιρεία.
«Η Burberry είναι μια από τις πιο εκτεθειμένες μάρκες σε φιλόδοξους καταναλωτές», έγραψε μέσω e-mail ο Luca Solca, αναλυτής στο Sanford C. Bernstein. «Οι φιλόδοξοι καταναλωτές είναι πολύ πιο εκτεθειμένοι στον πληθωρισμό των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, καθώς έχουν πιο περιορισμένη δυνατότητα διακριτικής δαπάνης. Εξ ου και η αδυναμία», πρόσθεσε.