Η Alibaba Group Holding δεσμεύτηκε ότι θα διαθέσει 15,5 δισ. δολάρια (100 δισ. γιουάν) στα επόμενα πέντε χρόνια για να στηρίξει οικονομικά το όραμα της «κοινής ευημερίας» του Κινέζου Προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Η Alibaba είναι η τελευταία «είσοδος» στη λίστα των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών της Κίνας που δεσμεύονται να χρηματοδοτήσουν τις εξαγγελίες του Σι για διανομή του πλούτου και μείωση των ανισοτήτων.
Η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία της Κίνας, θα διαθέσει τα χρήματα σε 10 τομείς στους οποίους περιλαμβάνονται οι επενδύσεις τεχνολογίας και η στήριξη των μικρών επιχειρήσεων, όπως ανέφερε την Πέμπτη η κυβερνητική εφημερίδα Zhejiang Daily. Εκπρόσωπος της Alibaba επιβεβαίωσε την είδηση, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Δεν είναι μόνο η Alibaba, όμως, καθώς έχουν προηγηθεί και άλλες μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες που υπόσχονται να επιστρέψουν ποσοστά των τεράστιων κερδών που έχουν αποκομίσει την τελευταία δεκαετία της έκρηξης του διαδικτύου στα κινητά τηλέφωνα. Η Pinduoduo Inc., η εταιρεία διαδικτυακού εμπορίου που έφτασε να ανταγωνίζεται την Alibaba, ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει το επόμενο 1,5 δισ. δολαρίων των κερδών της για την ευημερία των αγροτών. Η Tencent Holdings Ltd., η οποία έχει κερδίσει τον «τίτλο» της πιο πολύτιμης εταιρείας της Κίνας, είχε ανακοινώσει τον περασμένο μήνα ότι θα διπλασιάσει το ποσό των χρημάτων που διαθέτει στα προγράμματα κοινωνικής υπευθυνότητας στα 15 δισ. δολάρια.
Εκτός των εταιρειών τη στήριξή τους έχουν εκδηλώσει και οι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας. Ο Colin Huang της PDD, ο Zhang Yiming της ByteDance Ltd. και ο Lei Jun της Xiaomi Corp., συγκαταλέγονται σε εκείνους που έχουν δεσμευτεί να δωρίσουν τεράστια ποσά σε διάφορα προγράμματα.
Ο ζήλος δισεκατομμυριούχων και εταιρειών να χρηματοδοτήσουν το μεταρρυθμιστικό όραμα του Σι Τζινπίνγκ συμπίπτει χρονικά με μια περίοδο εντατικών κυβερνητικών ελέγχων στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες της χώρας. Οι αρχές της χώρας εξετάζουν την αυξανόμενη επιρροή εταιρειών όπως η Tencent και η Alibaba, με την τελευταία να λαμβάνει πρόστιμο ύψους 2,8 δισ. δολαρίων για κατάχρηση δεσπώζουσας θέσης στην αγορά.