Του Χάρη Πολυκάρπου*
Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσει κάποιος στη σημερινή Κυβέρνηση είναι την ευκολία με την οποία χρησιμοποιεί τις εκάστοτε υποχρεώσεις της ως όχημα για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα.
Ήρθε πρόσφατα η Κυβέρνηση στη Βουλή με πρόταση για κατάργηση του φόρου κατανάλωσης στα αυτοκίνητα και αναθεώρηση του τρόπου υπολογισμού των τελών κυκλοφορίας. Πρόταση που πηγάζει από την ανάγκη να μειωθούν οι ρύποι από τα αυτοκίνητα λόγω των πολύ δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Πρέπει να μειωθούν οι ρύποι όχι μόνο από ανάγκη αλλά και από υποχρέωση για να πετύχουμε τους στόχους μείωσης εκπομπών αερίων που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως η Κυβέρνηση έκανε αυτή τη θέση εργαλείο για να δώσει οικονομικά κίνητρα προς την αντίθετη κατεύθυνση, μειώνοντας το οικονομικό κόστος για τα καινούργια υπερπολυτελή οχήματα και μεταφέροντας την απώλεια εσόδων που θα προκύψει στα πιο χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Είναι αλήθεια ότι η μεταστροφή της αγοράς από το μεταχειρισμένο στο καινούργιο αυτοκίνητο θα έχει σημαντική περιβαλλοντική επίπτωση με μείωση στις συνολικές εκπομπές ρύπων, αφού κατά κανόνα τα καινούρια αυτοκίνητα, με πιο εξελιγμένους τύπους μηχανών, έχουν πιο χαμηλούς ρύπους από τα αντίστοιχα παλαιότερα μοντέλα.
Όμως με τη καθολική κατάργηση του φόρου κατανάλωσης που προτείνει η Κυβέρνηση, πέραν από τη μείωση των μεταχειρισμένων σε σχέση με τα καινούργια αυτοκίνητα δίνει πολύ ισχυρότερο οικονομικό κίνητρο για αγορά καινούργιων αυτοκίνητων μεγαλύτερου κυβισμού, που είναι κατά κανόνα και πιο ρυπογόνα.
Άρα η βασική αιτία κατάθεσης της πρότασης της Κυβέρνησης δεν εξυπηρετείται.
Το κόστος αγοράς των μεγάλου κυβισμού καινούργιων ρυπογόνων οχημάτων θα μειωθεί σημαντικά και θα στρέψει ένα σημαντικό μέρος της αγοράς προς αυτά τα οχήματα αυξάνοντας τις εκπομπές ρύπων.
Την ίδια ώρα η οριζόντια κατάργηση του φόρου κατανάλωσης από όλα τα οχήματα μειώνει σημαντικά τα έσοδα για το Κράτος. Τα οποία η Κυβέρνηση θέλει να καλύψει αλλάζοντας τον τρόπο υπολογισμού των αδειών κυκλοφορίας με σημαντικές ωστόσο επιπτώσεις στα μεσαία και στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Προτείνει μάλιστα το εντελώς παράδοξο το ίδιο αυτοκίνητο να έχει διαφορετικό τέλος κυκλοφορίας, αναλόγως αν θα εγγραφεί ως καινούργιο ή ως μεταχειρισμένο. Είναι για αυτό που η σύνδεση στα τέλη κυκλοφορίας των ρύπων με την ηλικία του οχήματος είναι και άστοχη και λανθασμένη.
Βεβαίως και θα πρέπει να δούμε πως δίνουμε κίνητρα στα μη ρυπογόνα αυτοκίνητα, ανεξαρτήτως ηλικίας. Για αυτό και θα πρέπει να συνεχίσουμε να επιβαρύνουμε τα ρυπογόνα αυτοκίνητα, καινούργια και μεταχειρισμένα. Και ο φόρος κατανάλωσης σε αυτά τα αυτοκίνητα είναι μια λύση.
Από κει και πέρα οι περιβαλλοντικές προκλήσεις δεν λύνονται μόνο με κίνητρα που αφορούν τη χρήση και αγορά οχημάτων. Χρειάζονται κατάλληλες υποδομές για να αντιμετωπιστούν επαρκώς είτε αυτό σημαίνει καλύτερους δρόμους είτε ακόμα και βελτιωμένες δημόσιες συγκοινωνίες. Έργα που απαιτούν σημαντικές δημόσιες επενδύσεις και συνεπάγονται σημαντικό κόστος. Επειδή όμως η πιο εύκολη διέξοδος σε εκείνους που αντιδρούν και δεν θέλουν να προχωρήσουν είναι το κόστος, θα πρέπει να δούμε πως επιμερίζεται σε όσους έχουν τη δυνατότητα να το αναλάβουν. Για αυτό και ένα τέλος στη βάση της αξίας του οχήματος, που θα αφορά την αγορά αυτοκινήτου από μια αξία και πάνω, είναι όχι μόνο αναλογικά ορθότερο αλλά και κοινωνικά δικαιότερο.
Αλλά τέτοια μέτρα χρειάζονται πάνω από όλα πολιτική βούληση και η σημερινή Κυβέρνηση δεν τη διαθέτει. Δεν τη διαθέτει διότι πάνω από το συμφέρον της κοινωνίας βάζει την εξυπηρέτηση προσωπικών, συγγενικών και άλλων οικονομικών συμφερόντων.
*Επικεφαλής Γραφείου Οικονομικών Μελετών Κ.Ε. ΑΚΕΛ