Στην Αυστραλία η μελέτη, εκδόθηκε από το Αυστραλιανό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Αλήθειας, Δικαιοσύνης και Θεραπείας, στην αναθεωρητική επιτροπή του οποίου συμμετέχουν οι επίσκοποι Μελβούρνης, Βρισβάνης, Πέρθης, Καμπέρας και Αδελαΐδας.
Για πρώτη φορά κύκλοι της Καθολικής Εκκλησίας της Αυστραλίας δηλώνουν ότι “η υποχρεωτική αγαμία” ενδέχεται να είχε ως αποτέλεσμα τον βιασμό χιλιάδων παιδιών και ότι οι ιερείς θα πρέπει να λαμβάνουν ειδική ψυχοσεξουαλική παιδεία”.
Στην ίδια μελέτη ασκείται κριτική κατά της Εκκλησίας, με στόχο -όπως υποστηρίζεται- την “υπεροχή έναντι των άλλων”, γίνεται δε έκκληση για “περισσότερη διαφάνεια όσον αφορά τον ρόλο του Βατικανού και τη συμμετοχή του στον τρόπο με τον οποίο οι εκκλησιαστικές Αρχές της Αυστραλίας ανταποκρίνονται στις κατηγορίες βιασμών”.
Είναι γεγονός ότι με τη δημόσια παραδοχή του πιθανού ρόλου της αγαμίας σ’ αυτήν την υπόθεση, η εν λόγω μελέτη θέτει ένα διεθνές προηγούμενο και έρχεται σε έντονη αντίθεση με πρόσφατη μελέτη στις ΗΠΑ, όπου υποστηρίζεται ότι δεν θα έπρεπε η αγαμία να φέρεται ως αιτία της επιδημίας των βιασμών.
Ο Φράνσις Σάλιβαν, γενικός διευθυντής του Αυστραλιανού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, δήλωσε ότι επιβάλλεται στην Εκκλησία να εξετάσει τώρα “πώς άνθρωποι οι οποίοι έχουν επιλέξει να μείνουν άγαμοι, μπορούν να μείνουν ψυχολογικά υγιείς και να μην αρχίσουν να φέρονται με τρόπο που απορρέει από μια λανθασμένη αίσθηση για τον ίδιο τον εαυτό τους.
Οφείλουμε να εξετάσουμε το ζήτημα αν η αγαμία είναι μία επιπλέον αφόρητη πίεση για μερικούς. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ο θεσμός της αγαμίας θα πρέπει να καταργηθεί -ας μην ανατρέψουμε θεμελιώδεις κανόνες της Εκκλησίας- αλλά να δούμε τα πράγματα με καθαρότητα. Δεν γίνεται δηλαδή να έχεις μια ανοιχτή και έντιμη συζήτηση για το μέλλον χωρίς να έχεις μια ανοιχτή και έντιμη συζήτηση για το θέμα της αγαμίας. Οφείλουμε να θέσουμε το θέμα αυτό στο τραπέζι των συζητήσεων”.
Παρά το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ατόμων, εκτός και εντός Εκκλησίας, είχε συνδέσει στο παρελθόν το πρόβλημα των βιασμών με τον όρκο αγαμίας των κληρικών, τώρα είναι η πρώτη φορά, στην εν λόγω έρευνα, που ηγετικά στελέχη της Καθολικής Εκκλησίας προβαίνουν σε δημόσια δήλωση για το θέμα αυτό.