Η έρευνα κατέδειξε ότι “χρειάζεται να γίνουν πάρα πολλά στο χώρο της δικαιοσύνης ώστε να καλυτερεύσουν το σύστημα” και ότι “υπάρχουν πολλά κενά, τα οποία αν δεν διορθωθούν στο τέλος θα πλήξουν την αξιοπιστία της δικαιοσύνης”.
Σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος σε συνεργασία με τον Καθηγητή του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Άντρο Καπαρδή, για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης στην Κύπρο είναι μεγάλη σε ό,τι αφορά τόσο τις πολιτικές υποθέσεις όσο και τις ποινικές,
Η έρευνα, στην οποία έλαβαν μέρος 370 νομικοί (δικηγόροι, ασκούμενοι δικηγόροι και δικαστές), παρουσιάστηκε σήμερα σε διάσκεψη Τύπου, από τον κ. Καπαρδή, παρουσία του Προέδρου και μελών του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
Βάσει των αποτελεσμάτων, το 90% των νομικών που συμμετείχαν πιστεύει ότι ο χρόνος εκδίκασης των πολιτικών υποθέσεων είναι αδικαιολόγητα μεγάλος σε βάρος των εναγόντων/ εναγομένων και το 70% θεωρεί τον χρόνο εκδίκασης ποινικών υποθέσεων επίσης αδικαιολόγητα μεγάλο και εις βάρος των κατηγορουμένων.
Επίσης, μόνο το 1/3 θεωρεί δικαιολογημένο το μέσο χρόνο από την ολοκλήρωση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση της απόφασης, ενώ περισσότεροι (70%) συμφωνούν ότι ο χρόνος από την ολοκλήρωση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση της απόφασης διαφέρει σημαντικά από δικαστή σε δικαστή.
Σύμφωνα δε με τα 2/3, οι δικηγόροι συμβάλλουν στις μεγάλες καθυστερήσεις στην εκδίκαση τόσο ποινικών, όσο και αστικών υποθέσεων.
Το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις, τόσο στην αστική όσο και στην ποινική δικαιοδοσία, “είναι τεράστιο”, σημείωσε ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Δώρος Ιωαννίδης, προσθέτοντας ότι οι καθυστερήσεις “δεν προάγουν το θεσμό της Δικαιοσύνης”.
Σημείωσε δε και τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί η απουσία ηλεκτρονικής δικαιοσύνης στην Κύπρο.
“Ζούμε σε μια εποχή έκπτωσης των θεσμών, που τα πάντα αμφισβητούνται και θέλουμε να διατηρήσουμε το ψηλό επίπεδο στο οποίο κρατήθηκε μέχρι σήμερα η Δικαιοσύνη”, ανέφερε.
Σε παρατήρηση ότι η κοινή γνώμη θεωρεί ότι έχει πληγεί η αξιοπιστία της Δικαιοσύνης μετά τις πρόσφατες υποθέσεις με τα τροχαία στη Λεμεσό, ο κ. Ιωαννίδης είπε πως “εκείνο που έχει γίνει και είναι προς όφελος της Δικαιοσύνης είναι ότι αυτά που έχουν συμβεί διερευνώνται από το Γενικό Εισαγγελέα και δίδονται με κάθε διαφάνεια στη δημοσιότητα. Εάν έχουν γίνει παραβάσεις, αυτοί που έχουν πλήξει με τις ενέργειες τους τη Δικαιοσύνη θα τιμωρηθούν, εάν όχι, πάλι θα αποκατασταθεί το κύρος της Δικαιοσύνης. Γίνονται όμως οι σωστές ενέργειες. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν κάλυψε τίποτε. Αυτό συντείνει στην καλυτέρευση και στην αξιοπιστία της Δικαιοσύνης”.
Από πλευράς του ο Καθηγητής Άντρος Καπαρδής είπε ότι πρόκειται για “πολύ σοβαρές υποθέσεις”, οι οποίες αν και “δικαιολογούν ανησυχία”, δεν θα πρέπει να δίνεται η εικόνα ότι “τα ασυνήθιστα είναι τα συνήθη”. Ανέφερε ακόμα ότι από το 1960 μέχρι σήμερα υπήρξαν μόνο τέσσερις περιπτώσεις δικαστών που αποχώρησαν, οι τρεις οικειοθελώς και ένας, εναντίον του οποίου έγινε πειθαρχική δίωξη.
Ερωτηθείς αναφορικά με τις έρευνες για την κατάρρευση της οικονομίας, ο κ. Ιωαννίδης είπε ότι είναι “τεράστια η δυσκολία της διερεύνησης ενός εγκλήματος που άρχισε το 2006 και είμαστε στο 2014”. Υπενθύμισε ότι η Εισαγγελία έχει προσλάβει εμπειρογνώμονες από το εξωτερικό για να προχωρήσουν οι έρευνες και εξέφρασε την άποψη ότι οι έρευνες “βρίσκονται προς το τέλος”.
“Πρέπει να πάνε στο δικαστήριο με συγκεκριμένη μαρτυρία και αδιάσειστα στοιχεία διότι εάν αυτοί που πιστεύουμε ότι είναι ένοχοι αθωωθούν πανηγυρικά, θα περιέλθουν σε απαξίωση οι θεσμοί. Άλλο το τι πιστεύουμε και άλλο το τι μπορούμε να αποδείξουμε στο δικαστήριο”, υπέδειξε ο κ. Ιωαννίδης.
Η έρευνα του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κατέδειξε επίσης ότι:
– Μόνο το 1/3 περίπου των νομικών που συμμετείχαν είναι ικανοποιημένοι με την εντιμότητα και τη δεοντολογία των δικηγόρων
– Το 74% πιστεύει ότι οι υφιστάμενοι κανονισμοί πολιτικής δικονομίας πρέπει να αναθεωρηθούν ριζικά και το 76% πιστεύει ότι οι υφιστάμενες πρόνοιες του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου πρέπει να εκσυγχρονιστούν.
– Το 46%, κατά μέσο όρο, πιστεύει ότι για μη ουσιαστικώς διαφοροποιημένα γεγονότα υπάρχουν αντιφάσεις μεταξύ των αποφάσεων των δικαστών.
– Το 45% έχει τη γνώμη ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου είναι άρτια δικαιολογημένες, ενώ ίδιο είναι το ποσοστό των νομικών που πιστεύει ότι υπάρχει αμεροληψία στις αποφάσεις του Ανωτάτου.
– Υπάρχει διχογνωμία αναφορικά με τα προτεινόμενα πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια, καθώς ποσοστό 43% πιστεύουν ότι πρέπει να αποτελούν τμήμα των επαρχιακών δικαστηρίων, ενώ περισσότεροι (55%) θεωρούν ότι πρέπει να είναι ξεχωριστά δικαστήρια.
– Το 94% θεωρεί πως το επίπεδο της Δικαιοσύνης θα βελτιωθεί αν αξιοποιηθεί σύγχρονη τεχνολογία για την αποστολή εγγράφων και δικογράφων μεταξύ δικηγόρων και πρωτοκολλητείου ή μεταξύ δικηγόρων μέσω πρωτοκολλητείου.
– Μόλις το 9% θεωρούν ικανοποιητική την αποτελεσματικότητα των μέτρων εκτέλεσης αποφάσεων.