Νίκος Παναγιωτίδης – Δημοσιογράφος- Διδάκτωρ Διεθνούς Πολιτικής
Η πορεία και η εξέλιξη μεγάλων διεθνών προβλημάτων όπως το Κυπριακό και το Παλαιστινιακό αναπόδραστα επηρεάστηκαν από τη συρροή μιας σειράς παραγόντων όπως η αντανάκλαση αρνητικών περιφερειακών και διεθνών συσχετισμών πάνω στις επιμέρους πτυχές τους, οι λανθασμένες κρίσεις ή αντιλήψεις ηγετών, η δράση παράνομων και εξωθεσμικών δρώντων κ.ά.
Τα γενεσιουργά όμως αίτια του Παλαιστινιακού και του Κυπριακού παραμένουν τα ίδια: Η παραβίαση της Αρχής της Αυτοδιάθεσης από την αποικιακή-εντολοδόχο δύναμη (Μεγάλη Βρετανία), με κύριο γνώμονα την κατοχύρωση των ιμπεριαλιστικών της συμφερόντων.
Στην Κύπρο η Βρετανία υποκίνησε την τουρκική μειονότητα εναντίον της ελληνικής πλειοψηφίας. Το αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα ακυρωνόταν από το αντίρροπο τουρκοκυπριακό αίτημα για διχοτόμηση της Κύπρου. Η βρετανική στρατηγική τού «διαίρει και βασίλευε» εξυπηρετούσε το βρετανικό στρατηγικό συμφέρον κατακράτησης της Κύπρου ως βάσης με κύριο αξονικό στόχο την περιφρούρηση των στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων της Γηραιάς Αλβιώνος στη Μέση Ανατολή. Ο βρετανικός ηγεμονισμός επέβαλε τελικά τη βούλησή του στην πολιτική ηγεσία του νησιού όταν κατάφερε να θέσει σε εφαρμογή το διχοτομικό σχέδιο Μακμίλαν.
Η μονομερής εφαρμογή του σχεδίου θα επέβαλε ντε φάκτο τη διχοτόμηση του νησιού. Τον Αύγουστο του 1958 η βρετανική διοίκηση στο νησί είχε συμπεριλάβει κατ’ αξίωση της Τουρκίας και της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων την πρόνοια για τη δημιουργία χωριστών δήμων στην Κύπρο, ενώ τον Οκτώβριο του 1958 αναμενόταν η άφιξη Τούρκου πρόξενου στο νησί, όπως προέβλεπε το σχέδιο. Τότε ήταν που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναγκάστηκε να δράσει στη βάση της επιλογής του «μικρότερου κακού» και να στραφεί στη στρατηγική επιλογή της ανεξαρτησίας.
Αναφορικά με το Παλαιστινιακό, οι Βρετανοί δεσμεύτηκαν το 1917 στους Εβραίους διά του υπουργού Τζέιμς Μπάλφουρ για τη δημιουργία «εβραϊκής εστίας» στην Παλαιστίνη. Ο στόχος της κίνησής τους ήταν διττός: Από τη μια να δημιουργήσουν ένα προτεκτοράτο ανατολικά του Σουέζ εξοβελίζοντας τη γαλλική επιρροή στην περιοχή, και από την άλλη να εξευμενίσουν το εβραϊκό στοιχείο στις ΗΠΑ το οποίο με τη σειρά του θα παρακινούσε τις ΗΠΑ να εισέλθουν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η βρετανική αυτή δέσμευση αποτελεί το εφαλτήριο για τον σιωνιστικό εποικισμό της Παλαιστίνης εις βάρος της γηγενούς πλειοψηφίας. Η ομολογία του κυβερνήτη της Ιερουσαλήμ (1929-1938) και μετέπειτα τελευταίου κυβερνήτη της Κύπρου σερ Χιου Φουτ στα απομνημονεύματα του (Sir Hugh Foot, Α Start in Freedom, Stoughton, Λονδίνο 1964, σ. 35-36) για την αποτυχία της βρετανικής πολιτικής στην Παλαιστίνη είναι πέρα για πέρα αποκαλυπτική: «Η αποτυχία της βρετανικής διοίκησης στην Παλαιστίνη ήταν αναπόφευκτη. Η διττή αμαρτία που είχαμε διαπράξει ήταν να δεσμευτούμε με το να εγείρουμε φρούδες ελπίδες, τόσο στους Άραβες όσο και στους Εβραίους. Οι ελπίδες ήταν φρούδες, γιατί ήταν αντικρουόμενες. Οι Άραβες, οι οποίοι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησαν στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας για να αποτινάξουν την τουρκική αυτοκρατορία, νόμισαν ότι πολεμούσαν για την ελευθερία τους. Οι Εβραίοι νόμιζαν, εξαιτίας της διακήρυξης Μπάλφουρ, ότι θα αποκτήσουν μια εθνική εστία στην Παλαιστίνη. Ωστόσο, η Παλαιστίνη κατοικείτο και άνηκε στους Άραβες».
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου κατοικούσαν 700.000 άνθρωποι. Τα 4/5 ήταν Άραβες-Μουσουλμάνοι, το 10% Χριστιανοί και το 10% Εβραίοι, οι οποίοι αριθμούσαν 65.000 περίπου. Παρά τον παράνομο –υπό τις ευλογίες των Βρετανών– εποικισμό, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καταγράφονταν στην Παλαιστίνη τα ακόλουθα δημογραφικά δεδομένα: Από τα 2 εκατ. πληθυσμού, τα 2/3 ήταν Άραβες και το υπόλοιπο 1,3 ήταν Εβραίοι (Μ.Ε. Yapp, Τhe Near East since the First World War (A history of the Near East), Longman, Λονδίνο / Νέα Υόρκη 1991, σ. 116-117) .
Με την υπόσχεση Μπάλφουρ τίθενται τα θεμέλια για τη δημιουργία της μεγαλύτερης εστίας σύγκρουσης στη σύγχρονη διεθνή πολιτική. Με βάση το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο (άρθρο 22 Συμφώνου Κοινωνίας των Εθνών) η Παλαιστίνη είχε υπαχθεί στο σύστημα των εντολών. Ως εντολή Α –στην οποία είχαν υπαχθεί οι πιο προηγμένοι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας– έπρεπε η πλειοψηφία των κατοίκων της να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της με βάση την Αρχή της Αυτοδιάθεσης. Όπως επισημαίνει πλειάδα νομικών-διεθνολόγων, η Αρχή της Αυτοδιάθεσης απότελει Jus Cogens, δηλαδή «αναγκαστικό διεθνές δίκαιο».
Η διεθνολογική κοινότητα βασίζει την επιχειρηματολογία της σε δύο βασικά στοιχεία: Πρώτο, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση είναι προαπαιτούμενο για την άσκηση και την αποτελεσματική πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεύτερο, η εν λόγω αρχή είναι «μια βασική, κεφαλαιώδης, επιτακτική ή υπερισχύουσα σε χαρακτήρα αρχή, στοιχεία που είναι τα χαρακτηριστικά του Jus Cogens. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης πραγματοποιεί την είσοδο της στη διεθνή πολιτική με τις διακηρύξεις του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον στο Κογκρέσο τον Ιανουάριο του 1918, γνωστές και ως «πρόγραμμα 14 σημείων».
Επίσης, με την συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) οι σύνεδροι διακήρυξαν την προσήλωσή τους στα δικαιώματα των λαών στην αυτοδιάθεση. Ακολούθως μια σειρά συνθήκες, αλλά και ο ίδιος ο Χάρτης του ΟΗΕ, προβλέπουν αναγνώριση αυτής της αρχής με άμεσο τρόπο στα άρθρα 1 και 55, και με έμμεσο τρόπο στα άρθρα 73 και 76. Στην Κύπρο και στην Παλαιστίνη όμως αυτή η αρχή καταστρατηγήθηκε λόγω των υπερισχύοντων στρατηγικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, και ιδιαίτερα της Μ. Βρετανίας.
• Η ανάλυση βασίζεται στο Νίκος Παναγιωτίδης,
Σε αναζήτηση κράτους: Το Παλαιστινιακό και ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη μη επίλυσή του, PowerPublishing, Λευκωσία 2012.