Του Δημοσθένη Στεφανίδη*
Στην απόφαση 8915/2003 του Εφετείου Αθηνών (Δ/ΝΗ 2005/876) κρίθηκε ότι το κτύπημα της ώρας από την καμπάνα της εκκλησίας ενοχλούσε σημαντικά τη χρήση του όμορου ακινήτου και των άλλων γειτονικών ακινήτων, καθώς η ηχορύπανση που προκαλούνταν ήταν ασυνήθιστη για την περιοχή και υποχρεώθηκε ο ναός να παύσει τη λειτουργία της καμπάνας σε συνδυασμό με το ρολόϊ. Στην απόφαση αυτή καταγράφηκαν, βασικά, τα ακόλουθα:
«Στη σημερινή εποχή δεν χρειάζεται κανείς να είναι πλούσιος για να αποκτήσει ένα ρολόι, όλοι δε σχεδόν έχουν ένα ρολόι χεριού και τα νοικοκυριά διαθέτουν ρολόι τοίχου στα σπίτια τους. Έτσι, το χτύπημα της ώρας από την καμπάνα της εκκλησίας ενώ δεν παρέχει ουσιαστική εξυπηρέτηση στον κόσμο γίνεται πρόξενος παραπόνων των εφεσιβλήτων, αλλά και των περιοίκων, που ενοχλούνται σημαντικά.
Η λατρευτική αποστολή της καμπάνας είναι να καλεί τους πιστούς στη θεία λειτουργία, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι εφεσίβλητοι. Εξάλλου, ο ήχος της καμπάνας θα πρέπει να αποτελεί ειρηνικό και γλυκό μήνυμα αγάπης, στα πλαίσια της λατρευτικής αποστολής που προαναφέρθηκε, και να μην προκαλεί αγανάκτηση (βλ. ιδίως το υπ` αριθ. πρωτ. 2266/4.5.2003 έγγραφο του τέως Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευαγ. Κρουσταλάκη, προς το Μητροπολίτη Δημητριάδος, για συνετή χρήση της καμπάνας). Σε παρεμφερές θέμα, με την υπ` αρ. πρωτ. 833/19.3.1999 εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, δίδεται οδηγία να σταματήσει αμέσως η εξωτερική αναμετάδοση των ιερών ακολουθιών με τα μεγάφωνα, παρεκτός των πολύ μεγάλων ημερών, όταν παρατηρείται μέγας συνωστισμός και υπερπλήρωση του εσωτερικού χώρου του Ιερού Ναού, με αποτέλεσμα να συνωθούνται και στον εκτός αυτού χώρο πιστοί, χάριν των οποίων και μόνο δικαιολογείται η ενεργοποίηση του συστήματος. Η εγκύκλιος αυτή δεν στερείται νοήματος από το λόγο ότι ο ως άνω Ιερός Ναός υπάγεται στη Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι, εκτός από τους εφεσιβλήτους και πολλοί άλλοι κάτοικοι της περιοχής γύρω από την εκκλησία, διαμαρτύρονται έντονα για την ενοχλητική ηχορύπανση που προκαλείται από την αυτόματη σύνδεση της ως άνω ηλεκτρονικής καμπάνας με το ρολόι, σε βάρος της γαλήνης, της ψυχικής των ηρεμίας και του νευρικού των συστήματος, και ζητούν την άμεση αποσύνδεσή της. Για τους λόγους αυτούς απέστειλαν κατά καιρούς επιστολές προς τους επιτρόπους του ως άνω Ιερού Ναού, όπως αυτή, χωρίς ημερομηνία, που υπογράφεται από 45 άτομα, άλλη από 19.8.2000, που υπογράφεται από 18 άτομα, άλλη από 21.1.2003, που υπογράφεται από 36 άτομα. Τα άτομα αυτά είναι Χριστιανοί, κάτοικοι της περιοχής, η οποία φαίνεται στο διάγραμμα που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι….
Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά αποδεικνύεται ότι παραβλάπτεται σημαντικά η χρήση του ακινήτου των εφεσιβλήτων, από τη σύνδεση και λειτουργία του ρολογιού, με την καμπάνα του ως άνω Ιερού Ναού που χτυπά τις ώρες που αναφέρθηκαν παραπάνω, γιατί η ηχορύπανση που προκαλείται είναι ασυνήθης για την περιοχή, με αποτέλεσμα αυτοί (εφεσίβλητοι) να μην έχουν υποχρέωση να την ανέχονται….».
Αντίθετα, στην απόφαση 1214/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου (Δ/ΝΗ 2004/601) το Δικαστήριο, σημειώνοντας ότι η λειτουργία του κωδωνοστασίου ήταν εκτός των ωρών κοινής ησυχίας, έκρινε ότι δεν υπήρχε προσβολή της προσωπικότητας των αιτούντων και απέρριψε την αίτηση σημειώνοντας, ανάμεσα σ’ άλλα, τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με την ένταση του ήχου των καμπάνων πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατ` αρχήν δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία που να προβλέπεί το ανεκτό όριο θορύβου που εκπέμπεται από Kωδωνοστάσια εκκλησιών. Μία “αναλογία ανοχής” ωστόσο παρέχουν άλλες ρυθμίσεις. Είναι γνωστό ότι για τους θορύβους που προκαλούνται από τη μουσική των κέντρων διασκεδάσεως και λοιπών καταστημάτων με μουσική και σχετίζονται με την προστασία της δημόσιας υγείας έχει εκδοθεί η υπ` αριθ. 3010/15.1.86 υγειονομική διάταξη, η οποία προβλέπει μετρήσεις με ειδικά μηχανήματα της επιτρεπόμενης ηχοστάθμης. Έτσι μέσα στα κέντρα διασκεδάσεως η στάθμη του ήχου μπορεί να φθάνει έως τα 100 ντεσιμπέλ, ενώ για τα υπόλοιπα καταστήματα με μουσική που δεν έχουν χαρακτηρισθεί “κέντρα διασκεδάσεως” επιτρέπεται μέγιστη ηχοστάθμη έως 80 ντεσιμπέλ. Επίσης ειδικές μετρήσεις προβλέπονται και για τα υπαίθρια κέντρα διασκεδάσεως και λοιπά καταστήματα με μουσική. Γι` αυτά το όριο είναι 100 ντεσιμπέλ και η μέτρηση γίνεται δίπλα ακριβώς από την ενοχλούμενη, οικία, ξενοδοχείο κ.λπ (βλ. ΓvωμοδEισΑΠ 17/1999, Πoινχρ 50 (2000) σελ. 179 ΠοιvΔΙK 2000 σελ. 515). Στην προκείμενη περίπτωση, υπηρεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ μέτρησε στις 27.9.2002 την ένταση του ήχου μίας από τις μικρές καμπάνες που σημαίνει την ώρα και διαπίστωσε ηχοστάθμη 91 ντεσιμπέλ σε απόσταση 20-25 μέτρων από το κωδωνοστάσιο. Σημειώνεται ωστόσο ότι οι αιτούντες έχουν ο πρώτος ξενώνα με εστιατόριο σε απόσταση 90 μ. περίπου από το ναό και η δεύτερη ξενοδοχείο σε απόσταση 160 μ. από το ναό.
Σαφώς λοιπόν, εάν η μέτρηση γινόταν με κέντρο τα οικήματα των αιτούντων, η ηχοστάθμη θα ήταν μικρότερη. Επειδή οι αιτούντες δεν έμειναν ικανοποιημένοι, ο εφημέριος του ναού κανόνισε χαμηλότερες εντάσεις. Έτσι η ίδια υπηρεσία στις 8.4.2003 διαπίστωσε ότι ηχοστάθμη για τις μικρές καμπάνες όταν χτυπούν μεμονωμένα ήταν 78 ντεσιμπέλ, για τη μεγάλη καμπάνα 100 ντεσιμπέλ και για τη σύγχρονη κρούση όλων 102 ντεσιμπέλ. Σε κάθε περίπτωση οι ηχοστάθμες αυτές θα ήσαν ανεκτές για ένα υπαίθριο νυκτερινό κέντρο διασκεδάσεως.
Aνακύπτει ωστόσο ζήτημα κατά πόσο οι ήχοι που εκπέμπονται από το ένδικο κωδωνοστάσιο είναι ικανοί να θεωρηθούν ενοχλητικοί θόρυβοι που μπορούν να επηρεάσουν την υγεία των αιτούντων. Στην περί αυτού κρίση συμβάλλει (α) και το γεγονός ότι ο οικισμός των Καλών Νερών έχει εξαιρετικά μεγάλη τουριστική κίνηση που συνεπάγεται και ανάλογα αυξημένη ηχορύπανση (κέντρα διασκεδάσεως, αυτοκίνητα, μηχανάκια κ.λπ.). Αναλογικά λοιπόν οι κάτοικοι του οικισμού αυτού είναι περισσότερο από άλλα μέρη εθισμένοι στους θορύβους. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη (β) ότι η διάκριση του ήχου που προκαλεί βλάβη της υγείας και του ήχου που προκαλεί απλή ενόχληση, ερεθισμό, εκνευρισμό ή αναστάτωση είναι δυσχερής. Πρόκειται για όρια συγκεχυμένα, αλληλοπεριχωρούμενα, ανεπίδεκτα τελικής οριοθετήσεως. Άλλος ενοχλείται με 30 θόρυβο ντεσιμπέλ και άλλος με 1000. Κάθε λοιπόν κριτήριο υποκειμενικό πρέπει να απορριφθεί (ΓvωμοδEισAΠ 17/1999, ο.π.). Διότι η “ενόχληση από το θόρυβο είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική. Τα “αντικειμενικά” μεγέθη που καταγράφονται από τις μετρήσεις δεν γίνονται αντιληπτά από όλους με τον ίδιο τρόπο. Η ηλικία, η ψυχολογία και το είδος της δραστηριότητας κατά τη στιγμή της ενόχλησης είναι παράμετροι που ανάλογα αμβλύνουν ή μεγεθύνουν το πρόβλημα. Η διασκέδαση του ενός μπορεί να είναι θόρυβος για τον άλλον” (Θ. Βλαστού και Τίνος Μπιρμπίλη, Θόρυβος στις πόλεις. Οι δυσκολίες για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, ΠερΔικ 3 (1999) σελ. 6873 ιδίως 69). Επίσης, (γ) “τα ηχόμετρα ισοπεδώνουν τους ήχους που πραγματικά ακούγονται στην πόλη. Δεν διακρίνουν τις ποιότητες και τα χρώματα των ήχων. Οι φωνές των παιδιών και οι θόρυβοι των μηχανών μετριούνται με την ίδια μονάδα” (Βλαστός-Μπιρπίλη, ο.π).
Στην ένδικη περίπτωση ο “γλυκός” ήχος της καμπάνας της εκκλησίας που μάλιστα είναι συνδεδεμένος και με τις αναμνήσεις των σημαντικότερων στιγμών του δυτικού ανθρώπου μετριέται από τα ηχόμετρα με τις ίδιες μονάδες του σκληρού θορύβου της διασκέδασης της νύχτας που αφθονεί στα παραλιακά τουριστικά μέρη, όπως τα Καλά Νερά. Επίσης (δ) “η επίπτωση του θορύβου στην υγεία και πιο συγκεκριμένα στο νευρικό σύστημα είναι δύσκολα μετρήσιμη. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη ρύπανση του αέρα. Για τα μεγέθη των ρύπων του αέρα επιδημιολογικές και άλλες έρευνες επέτρεψαν στο νομοθέτη να καθορίσει όρια. Πώς να προκύψουν όμως για το θόρυβο όρια όταν το μοναδικό εργαλείο είναι ψυχολογικές αναλύσεις που μόνο ποιοτικά προσεγγίζουν το πρόβλημα” (Βλαστός- Μπιρπίλη, ο.π)….
Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός (ε) ότι ο ήχος της καμπάνας της εκκλησίας ενός τόπου αποτελεί σημαντικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του τόπου αυτού. “Στοιχείο της φυσιογνωμίας ενός τόπου είναι οι ήχοι του: οι κουβέντες των συγκεντρωμένων σε μια πλατεία, η μουσική από το ανοικτό παράθυρο, οι φωνές των παιδιών, οι ήχοι από εργασίες που γίνονται σε ανοιχτούς χώρους….
Στη φυσιογνωμία της πόλης οι ήχοι είναι το ίδιο σημαντικοί, όπως η αρχιτεκτονική των κτιρίων ή ο φωτισμός…” (Βλαστός-Μπιρπίλη, Ο.π, σελ. 68). Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω στοιχεία και παραμέτρους (αε) οι ήχοι που εκπέμπονται από το ένδικο κωδωνοστάσιο πιθανολογείται ότι είναι μέσα στα ανεκτά όρια και δεν είναι ικανοί να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία των αιτούντων. Ενδεικτικό είναι και το ότι οι ένοικοι των κατοικιών που γειτνιάζουν άμεσα με το ναό δεν παραπονούνται, ενώ οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις των αιτούντων βρίσκονται σε απόσταση 90-160 μ. Επίσης, η δεύτερη αιτούσα καμία συγκεκριμένη βλάβη της υγείας της δεν επικαλείται….
Εφόσον λοιπόν ο ήχος που παράγεται από τις κωδωνοκρουσίες των καθών η αίτηση δεν είναι ικανός να προκαλέσει αντικειμενικά βλάβη της υγείας ή διαταραχή της ψυχικής καταστάσεως των αιτούντων, ως προς τους οποίους και μόνον ερευνάται το ζήτημα αυτό, δεν συντελέσθηκε προσβολή της προσωπικότητας τους, βάση την οποία έχει η αίτηση. Γι` αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη».
Ομοίως, στην απόφαση 15/2002 του Ειρηνοδικείου Μυλοποτάμου (ασφαλιστικά μέτρα) (DE LEGE 2005/112) Απορρίφθηκε σχετική αίτηση κατοίκου σε απόσταση 116 μέτρων από την εκκλησία του χωριού του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας, με το Δικαστήριο να σημειώνει (κατά πιθανολόγηση των πραγματικών περιστατικών) ότι η εγκατάσταση του ρολογιού στο κωδωνοστάσιο του ναού, που μέσω ειδικού μηχανισμού κτυπούσε τις ώρες σε μία καμπάνα, είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια και κανείς από τότε δεν διαμαρτυρήθηκε για τη λειτουργία του ή γιατί ενοχλούνταν από τους ήχους της καμπάνας όταν μετρούσε τις ώρες. Αντίθετα, σημείωσε το Δικαστήριο, η λειτουργία του ρολογιού αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής του χωριού και ήταν συνυφασμένη με την ύπαρξη της εκκλησίας των κατοίκων και της κοινότητας τους. Συνεπώς, ο μέσος κανονικός κάτοικος του χωριού δεν ενοχλήθηκε ποτέ και αυτό συνιστούσε αντικειμενικό κριτήριο και απόδειξη ότι η λειτουργία του ρολογιού δεν αποτελούσε ουσιώδη ενόχληση κατά την έννοια του Νόμου. Περαιτέρω, ο αιτών εργαζόταν όλη μέρα και μόνο κατά τις νυκτερινές ώρες πήγαινε στο σπίτι του, επομένως, όπως λειτουργούσε τουλάχιστον μέχρι τότε το ρολόι, δεν εκτίθετο σε κίνδυνο η ψυχική γαλήνη του ιδίου και της οικογένειάς του, αφού ο θόρυβος που εκπεμπόταν από τη λειτουργία του ρολογιού ήταν ανεκτός από ένα μέσο και κανονικό ένοικο ακινήτου και θα έπρεπε ο ίδιος και η οικογένειά του να τον ανεχθούν και μάλιστα μετά την ρύθμιση λειτουργίας του. Πέραν τούτου οι εκπομπές θορύβου από τη λειτουργία του ρολογιού της Εκκλησίας ήταν συνήθεις για την περιοχή του χωριού και μετριάσθηκαν, μετά από τη ρύθμιση που έγινε, σε ανεκτά όρια, συνεπώς ήταν υποχρεωμένος να τις ανεχθεί.
*Δικηγόρος – με ειδίκευση στο Διοικητικό και Συνταγματικό δίκαιο