Το ποσοστό των Ευρωπαίων εργαζομένων που θεωρεί ικανοποιητικούς τους όρους εργασίας στη χώρα του έχει μειωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα μετά βίας να υπερβαίνει κατά μέσο όρο το 50%, ενώ σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, περισσότεροι από 8 στους 10 εργαζόμενοι δεν είναι ικανοποιημένοι.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την έρευνα του Ευρωβαρομέτρου, που πραγματοποιήθηκε στα κράτη μέλη μεταξύ 3 και 5 Απριλίου, και εξετάζει τον εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η κρίση επηρέασε την ποιότητα των όρων εργασίας.
Ειδικότερα, στην ερώτηση εάν είναι ικανοποιημένοι από τους όρους εργασίας στη χώρα τους, οι Κύπριοι σε ποσοστό 54% έδωσαν θετική απάντηση, ενώ αρνητικά απάντησε το 40%. Τα ποσοστά στην Ελλάδα ήταν 16% (Ναι) και 82% (Οχι) και στην ΕΕ 53% και 43% αντίστοιχα.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι ικανοποιημένοι με τους δικούς τους όρους εργασίας (77% κατά μέσο όρο στην ΕΕ), υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ των κρατών μελών, η οποία κυμαίνεται από 94% στη Δανία έως 38% στην Ελλάδα. Στην Κύπρο το 68% εμφανίζεται ικανοποιημένο με τους όρους εργασίας του, ενώ το 38% απάντησε αρνητικά.
Στην ερώτηση σχετικά με το πώς εξελίχθηκαν οι συνθήκες εργασίας στη χώρα τους τα τελευταία 5 χρόνια, το 9% των Κυπρίων απάντησε ότι βελτιώθηκαν, το 15% ότι παρέμειναν αμετάβλητες, ενώ το 75% διαπίστωση επιδείνωση. Στην Ελλάδα το 3% απάντησε ότι η κατάσταση βελτιώθηκε, το 17% ότι παρέμεινε αμετάβλητη και το 88% ότι επιδεινώθηκε. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ ήταν 12%, 27% και 57%.
Στην ερώτηση για το ωράριο εργασία το 79% θεωρεί ότι είναι ικανοποιητικό, ενώ το 21% δεν είναι ικανοποιημένο. Στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 63% και 36% και στην ΕΕ 80% και 19%.
Σε άλλη ερώτηση σχετικά με την ενημέρωση που έχουν από τις επιχειρήσεις για το εργασιακό τους μέλλον αλλά και το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης, το 63% των Κυπρίων απάντησε ότι ενημερώνεται, ενώ το 36% έδωσε αρνητική απάντηση. Στην Ελλάδα τα ποσοστά ήταν αντίστοιχα 51% και 48% και στην ΕΕ 63% και 36%.
Αναφορικά με την ιεράρχηση των κινδύνων για την υγεία των εργαζομένων στους χώρους εργασίας το 51% των Κυπρίων (57% των Ελλήνων) χαρακτήρισε ως μεγαλύτερο κίνδυνο το άγχος, το 26% (27% των Ελλήνων) τις επαναλαμβανόμενες σωματικές κινήσεις και το 20% (17% των Ελλήνων) το ατύχημα. Στην ΕΕ τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 51%, 28% και 18%.
Αυτή η απόκλιση στα επίπεδα ικανοποίησης οφείλεται σε διάφορους παράγοντες: το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο επηρεάζεται από την κρίση, αλλά υπάρχουν και περισσότερο διαρθρωτικά χαρακτηριστικά σχετικά με τον κοινωνικό διάλογο, την κοινωνική πολιτική και το εργατικό δίκαιο, τα οποία μπορεί να είναι ισχυρότερα ή ασθενέστερα ανάλογα με τις εθνικές καταστάσεις στις διάφορες χώρες της ΕΕ.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του Ευρωβαρόμετρου θα τροφοδοτήσουν τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν στις Βρυξέλλες, στις 28 Απριλίου, σχετικά με τις τρέχουσες και τις μελλοντικές προοπτικές για τη δράση της ΕΕ στον τομέα των όρων εργασίας. Στο συνέδριο θα συμμετάσχουν περίπου 300 παράγοντες του τομέα. Πέντε εργαστήρια θα επιτρέψουν τη διεξαγωγή διεξοδικών συζητήσεων σχετικά με την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία, την αναδιάρθρωση, τον επιτυχημένο συνδυασμό εργασίας και ιδιωτικής ζωής, τις θέσεις πρακτικής άσκησης και τη διεθνή διάσταση της δράσης που αναλαμβάνει η ΕΕ στον τομέα των όρων εργασίας.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οργανώσεις των εργοδοτών και οι φορείς χάραξης πολιτικής, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, καλούνται να εξετάσουν και να αναλάβουν από κοινού πρωτοβουλίες για την υποστήριξη των όρων εργασίας και της ποιότητας της εργασίας, πράγμα απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
«Η ΕΕ διαθέτει ένα αξιόλογο οπλοστάσιο νομοθετικών και πολιτικών μέτρων για την εξασφάλιση καλών όρων εργασίας που επιτρέπουν υψηλά επίπεδα ικανοποίησης των Ευρωπαίων εργαζομένων, ωστόσο υπάρχει και ένας φόβος, καθώς και ένας πραγματικός κίνδυνος, ότι οι όροι εργασίας θα επιδεινωθούν λόγω της οικονομικής κρίσης», δήλωσε ο επίτροπος για θέματα απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και κοινωνικής ένταξης, Λάσλο Άντορ, προσθέτοντας ότι «μαζί με τα κράτη μέλη και τις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών, θα πρέπει να ανανεώσουμε τις προσπάθειές μας για τη διατήρηση και τη βελτίωση των όρων εργασίας».