Μια ενδιαφέρουσα μελέτη με τίτλο «Bee venom and SARS-CoV-2» έλαβε χώρα στην Κίνα και πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματά της στην ιστοσελίδα Sciencedirect.
Στην επαρχία Hubei, το επίκεντρο του COVID-19 στην Κίνα, η τοπική ένωση μελισσοκόμων σχεδίασε και υλοποίησε μια έρευνα, στην οποία συμμετείχαν μελισσοκόμοι της επαρχίας . Συνολικά, μελετήθηκαν 5115 μελισσοκόμοι την περίοδο από τις 23 Φεβρουαρίου έως τις 8 Μαρτίου, οι 723 προέρχονταν από το Γουχάν, το επίκεντρο της επιδημίας.
Παρατηρήθηκε ότι κανένας από τους συμμετέχοντες μελισσοκόμους δεν ανέπτυξε συμπτώματα που σχετίζονται με το COVID-19 ενώ η γενικότερη κατάσταση της υγείας τους ήταν άριστη.
Μετά από αυτή τη μελέτη οι συντάκτες του άρθρου αυτού επισκέφτηκαν πέντε μελισσοθεραπευτές στο Γουχάν που οι οποίοι παρακολουθούσαν 121 ασθενείς στην κλινική μελισσοκομία. Αυτοί οι ασθενείς είχαν λάβει μελισσοθεραπεία από τον Οκτώβριο του 2019 έως τον Δεκέμβριο του 2019. Επίσης οι πέντε μελισσοθεραπευτές τους οποίους η μελέτη αναφέρει είχαν τη συνήθεια της αυτο-μελισσοθεραπείας για τη δική τους προστασία και πρόληψη. (μελισσοθεραπεία είναι η χρήση του δηλητηρίου της μέλισσας μέσω του τσιμπήματος της μέλισσας για την θεραπεία ή πρόληψη ορισμένων ασθενειών).
Στο πλαίσιο της μελέτης δυο από τους πέντε μελισσοθεραπευτές χωρίς κανένα προστατευτικό μέτρο, ήρθαν σε επαφή και εκτέθηκαν σε ύποπτα κρούσματα COVID-19 ενώ οι άλλοι τρεις εκτέθηκαν σε επιβεβαιωμένα κρούσματα COVID-19. Κανένας από αυτούς δεν μολύνθηκε τελικά από τον COVID-19. Κανένας από τους 121 ασθενείς του κέντρου τους , δεν μολύνθηκε από το SARS-CoV-2 παρότι τρεις από αυτούς είχαν έρθει σε στενή επαφή με άμεσα μέλη της οικογένειας επιβεβαιωμένων περιπτώσεων λοίμωξης SARS-CoV-2.
Τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσε κάποιος να τα αποδώσει στο γεγονός ότι οι μελισσοκόμοι λόγω του γεγονότος ότι ζουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές της επαρχίας έχουν λιγότερες πιθανότητες να εκτεθούν στο SARS-CoV-2 . Αυτό ανατρέπεται καθώς οι πέντε μελισσοθεραπευτές όπως και οι ασθενείς τους προέρχονται από πυκνοκατοικημένες περιοχές της Γουχάν.
Από την άλλη, οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι κοινό: αναπτύσσουν ανοχή στο τσίμπημα των μελισσών.
Το τσίμπημα μελισσών μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις (Park and Lee, 2016) ακόμα και θάνατο λόγω της μεγάλης πίεσης που υφίσταται το ανοσοποιητικό σύστημα (Vazquez-Revuelta και Madrigal-Burgaleta, 2018).
Είναι γνωστό από παλαιότερες μελέτες πως το δηλητήριο της μέλισσας μπορεί να επηρεάσει το ανοσοποιητικό σύστημα (Cherniack και Govorushko, 2018) μέσω ενίσχυσης στη διαφοροποίηση των ανθρώπινων ρυθμιστικών Τ κυττάρων (Caramalho et al., 2015), σημαντικό στοιχείο καθώς τα κύτταρα αυτά παίζουν καθοριστικό ρόλο στον έλεγχο της λοίμωξης SARS-CoV (Chen et al. , 2010).
Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει από τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι αν τελικά η διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλεί το δηλητήριο της μέλισσας στους ανθρώπους μειώνει την ευαισθησία και την πιθανότητα μόλυνσης από SARS-CoV-2;
Για να διαπιστώσουμε αν ισχύει αυτό, χρειάζεται να σχεδιαστούν και να διενεργηθούν πειράματα σε ζώα. Μεταξύ αυτών των ζώων οι πίθηκοι θα μπορούσαν να είναι οι πιο κατάλληλοι για αυτά τα πειράματα . Η μελέτη θα πρέπει να περιλαμβάνει δυο ομάδες ζώων, τα οποία θα ανήκουν στην ίδια φυλή όσο και ηλικία. Η μια ομάδα μετά από περίοδο καθημερινών τσιμπημάτων μέλισσας θα γίνει η ομάδα ανεκτική στο δηλητήριο ( ομάδα Α), ενώ η άλλη ομάδα θα είμαι η ομάδα ελέγχου και δεν θα υποστεί καμία απολύτως παρέμβαση η φάρμακο.
Στη συνέχεια και οι δυο ομάδες θα πρέπει να εκτεθούν στο ίδιο μολυσματικό περιβάλλον SARS-CoV-2 και στην συνέχεια να ελεγχθούν προκείμενου να διαπιστωθεί ποιοι από αυτούς μολύνθηκαν από το SARS-CoV-2.
Σκοπός της σύνταξης αυτού του άρθρου ήταν να ζητηθεί από τους μελετητές με τις κατάλληλες ερευνητικές συνθήκες να δοκιμάσουν αυτήν την υπόθεση.
Εφόσον δεν υπάρχει εμβόλιο για το SARS-CoV-2, εάν αυτή η μέθοδος λειτουργεί, τότε θα μπορούσε να προσφέρει μια ελπίδα για τη νίκη επί του COVID-19.
Πηγή: Bee venom and SARS-CoV-2 , (Authors: Wei Yang, Fu-liangHu, Xiao-fengXu)