Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Ντάισελμπλουμ χαρακτήρισε «πολύ καλά νέα και θετικό σημάδι » την αναβάθμιση του κρατικού αξιόχρεου της Ελλάδας από τη Moody΄s,.
Παράλληλα, σημείωσε πως η έξοδος στις αγορές είναι μια σταδιακή διαδικασία που απαιτεί χρόνο, αναφέροντας πως «η Ελλάδα έχει ήδη βγει στις αγορές κάποιες φορές, αλλά σταδιακά τοποθετεί ομόλογα σε ολόκληρη την καμπύλη αποδόσεων».
Ο κ. Ντάισελμπλουμ, που παραβρέθηκε στο 4ο Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ανέφερε σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού «υπάρχουν ζητήματα που πραγματικά με ανησυχούν, όπως το ζήτημα του κατώτατου μισθού καθώς πραγματικά καταλαβαίνω ότι οι πολίτες περιμένουν μια αύξηση στον μισθό τους και ότι οι κατώτατοι μισθοί είναι χαμηλοί, αλλά ταυτόχρονα οι κατώτατοι μισθοί της Ελλάδας συνεχίζουν να είναι πολύ υψηλότεροι σε σχέση με αυτούς όλων των γειτονικών χωρών».
«Οπότε υπάρχει ένα καίριο ζήτημα όσον αφορά στον ανταγωνισμό της αγοράς εργασίας. Και εάν εξαλείψουμε τους ειδικούς κατώτατους μισθούς των νέων και συγχρόνως αυξήσουμε τον γενικό κατώτατο μισθό κατά 11%, αυτό θα είναι πραγματικά ένα ρίσκο για την ανεργία των νέων» πρόσθεσε.
«Εάν κοιτάξετε γύρω σας στην Ευρώπη, στις χώρες όπου υπάρχει ειδικός κατώτατος μισθός για τους νέους, η νεανική ανεργία είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερη σε σύγκριση με τις χώρες όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των κατώτατων μισθών των νέων και των πιο ηλικιωμένων. Οπότε τώρα που η Ελλάδα θα καταργήσει τον κατώτατο μισθό των νέων, αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την ανεργία των νέων. Επίσης, στον ευρύτερο κόσμο, εάν κάποιος αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 11% με τη μία, ο έξω κόσμος θα σκεφτεί «άντε πάλι τα ίδια», καθώς πάλι οι μισθοί θα είναι εκτός ελέγχου, η ανταγωνιστικότητα δεν θα υφίσταται, ενώ οι διεθνείς εταιρείες θα πρέπει να λάβουν αποφάσεις εάν θα εγκαταστήσουν το εργοστάσιό τους στην Ελλάδα ή στην Βουλγαρία ή στη Σερβία. Αυτά τα σημάδια επί της ουσίας τις ωθούν να εγκαταστήσουν τα εργοστάσιά τους στη Βουλγαρία. Μπορεί αυτά να είναι καλά νέα για τη Βουλγαρία αλλά όχι για την Ελλάδα. Οπότε είμαι σκεπτικός όσον αφορά αυτές τις πτυχές» είπε επίσης.
Για το θέμα των εκλογών και της παροχολογίας σημείωσε: «Ελπίζω δύο πράγματα για τις εκλογές: Το ένα είναι να μην αρχίσουν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια των εκλογών να υπόσχονται όλες αυτές τις παροχές στους ψηφοφόρους και δεύτερον οι ψηφοφόροι εφόσον ξεπεράσουν την ανάγκη να ζητούν παροχές από τους πολιτικούς, να ρωτήσουν ποιος πληρώνει για αυτές τις παροχές. Από πού προέρχονται τα χρήματα; Οι Έλληνες ψηφοφόροι πρέπει πραγματικά να πάρουν απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Συνεπώς, σε οποιαδήποτε πολιτικά ντιμπέιτ και προεκλογικές εκστρατείες εάν προσφέρονται παροχές, οι ψηφοφόροι πρέπει να πουν «Μισό λεπτό πριν δεχθώ τις παροχές αυτές, ποιος πληρώνει για αυτές;» Και η πιθανή απάντηση θα είναι: Εσείς πληρώνετε για αυτές. Εσείς οι ψηφοφόροι. Αυτό είναι το ένα ζήτημα. Το δεύτερο που ελπίζω είναι μετά τις εκλογές, όποιος και αν είναι στην κυβέρνηση, να έχει πραγματικά το κίνητρο να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα, να εκσυγχρονίσει τον τρόπο λειτουργίας της διακυβέρνησης, του φορολογικού συστήματος και του επιχειρηματικού τομέα. Χρειάζεται αρκετή δουλειά»
Για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σημείωσε «Πιστεύω πως υπάρχουν πολλές δυνατότητες, αλλά χρειάζεται πραγματικά σκληρή δουλειά».
Αναφερόμενος στη Συμφωνία των Πρεσπών εξέφρασε την πεποίθηση πως είναι κάτι πολύ θετικό και συμβάλλει στη θετική ατμόσφαιρα που υπάρχει για την Ελλάδα αυτή τη στιγμή.
Ερωτηθείς για τα πρωτογενή πλεονάσματα ο πρώην επικεφαλής του Eurorgoup σημειώνει ότι εάν μειωθούν «μετά θα προκύψει ένα μεγαλύτερο ζήτημα βιωσιμότητας του χρέους». Και αναφερόμενος σε δηλώσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ, σημειώνει πως εάν ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, «έρθει στην Ελλάδα και πει «πιστεύω ότι ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% πρέπει να μειωθεί»» τότε πρέπει να ερωτηθεί: «Ωραία αυτά είναι καλά νέα, δηλαδή να μειωθεί το ποσοστό κάτω από το 3,5%, αλλά είσαι έτοιμος να δώσεις μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους;». Επισημαίνει δε πως «ένας Γερμανός Χριστανοδημοκράτης, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επέμεινε σε αυτό (στο 3,5%), το οποίο βασικά ήθελε για 10 χρόνια- οπότε καταλαβαίνουμε ότι αυτό δεν είναι πολύ αξιόπιστο…».