Ο Στράβων (1ος αι. πΧ.–1ος αι. μ.Χ.) περιγράφει την Καππαδοκία ως την περιοχή των Μάγων του Ζωροαστρισμού. «Εν δε τη Καππαδοκίαι πολύ γαρ εκεί το των Μάγων φύλον, οι και πύραιθοι καλούνται, πολλά δε και των περσικών θεών ιερά».
Η αρχαία υπόγεια πόλη Derinkuyu της Καππαδοκίας εκτείνεται σε βάθος 60 περίπου μέτρων κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Μπορούσε να φιλοξενήσει 20.000 κατοίκους μαζί με τα ζώα τους. Αποτελείται από 18 ορόφους λαξευμένους μέσα στη γη. Υπάρχουν αεραγωγοί, κοινόχρηστοι χώροι, διάδρομοι, εστιατόρια, κελάρια για κρασί, ελαιοτριβεία, στάβλοι, αποθήκες και ιερά.
Επειδή η πόλη λαξεύτηκε περιοδικά σε προϋπάρχουσες σπηλιές και υπόγειες δομές που είχαν σχηματισθεί με φυσικό τρόπο, δεν υπάρχει τρόπος προσδιορισμού του χρόνου που κατασκευάστηκε. Έτσι λοιπόν, με δεσμούς στους φρύγες, τους χετταίους, τους πέρσες και τους χριστιανούς, το Derinkuyu αποτελεί ένα γοητευτικό αίνιγμα για τους λάτρεις των αρχαίων μυστηρίων.
Το 1963 ένας Τούρκος ανακάλυψε στο υπόγειο του σπιτιού του τη θαμμένη πόλη με 18 ορόφους!
Οι βαριές πέτρινες πόρτες έχουν ύψος 1–1,5 μέτρο, πάχος 30–50 εκατοστά και ζυγίζουν 200–500 κιλά.
Η τρύπα στη μέση χρησίμευε για το ανοιγόκλεισμα της πόρτας, αλλά και για να βλέπουν ποιος ήταν απʼ έξω.
Κάθε όροφος μπορούσε να σφραγιστεί ανεξάρτητα.
Θεωρείται ότι ο χριστιανικός πληθυσμός χρησιμοποίησε την υπόγεια πόλη για να αποφύγει τη δίωξη από τους Ρωμαίους. Η πόλη γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Κατά τους αραβο-βυζαντινούς πολέμους από το 780 έως το 1180 η Derinkuyu χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο για μουσουλμάνους Άραβες – κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προστέθηκαν οι σήραγγες που συνέδεαν τις υπόγειες πόλεις.
Μια άλλη άποψη τοποθετεί τη δημιουργία της υπόγειας πόλης πολύ νωρίτερα, από τους Χετίτες,γύρω στον 15ο αιώνα π.Χ. Παρόλο που δεν ήταν η ιδανική πόλη, οι αρχαίοι πολιτισμοί προσπάθησαν να κάνουν τη ζωή τους εκεί όσο πιο άνετη και ασφαλή γινόταν.
Λαγούμια που σκάφτηκαν στους τοίχους, εξασφάλιζαν επαρκή εξαερισμό, ενώ μεγάλες, στρογγυλές πέτρινες πόρτες εξασφάλιζαν ότι οι εισβολείς δεν θα μπορούσαν να εισέλθουν στην υπόγεια πόλη. Εκτός από τα παρεκκλήσια για λατρεία, υπάρχουν επίσης χώροι για ζώα και πολλά πηγάδια για την παροχή πόσιμου νερού.
Κοινόχρηστα δωμάτια, στάβλοι, κελάρια κρασιού και ελαιοτριβεία αποδεικνύουν ότι η υπόγεια ζωή δεν είχε σε τίτποτα να ζηλέψει την υπέργεια.
Ανοιχτή στο κοινό από το 1965, η υπόγεια πόλη Derinkuyu, μαζί με την κοντινό Kaymakli, αποτελούν γνωστά τουριστικά αξιοθέατα στην περιοχή.