- Απαιτούμε από το κράτος μια ολιστική προσέγγιση, συνεκτικές και ευθυγραμμισμένες πολιτικές
*Του Κωνσταντίνου Κωνσταντή
Παρακολουθούμε με μεγάλη ανησυχία τον δημόσιο διάλογο που βρίσκεται σε εξέλιξη σε σχέση με τις αποκοπές στα οικιακά φωτοβολταϊκά συστήματα αφού η αρχική εκτίμηση που είχε γίνει, (ότι προς το παρόν δεν θα ήταν αναγκαίες), δυστυχώς διαψεύστηκε. Φέτος, παρατηρούμε ότι παρουσιάζονται αποκοπές και σε οικιακά φωτοβολταϊκά, τα οποία εγκαταστάθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια και διαθέτουν σύστημα τηλε-χειρισμού (ripple control). Παρά το γεγονός ότι στην εποχή της πράσινης μετάβασης και της αύξησης της χρήσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) οι αποκοπές σε φωτοβολταϊκά συστήματα δεν είναι κάτι ασύνηθες, εντούτοις στο θέμα των οικιακών συστημάτων θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Πού οφείλονται οι αποκοπές
Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει αφορά τις αιτίες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ας σταχυολογήσουμε κάποιους από τους λόγους που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση:
(α) Το ηλεκτρικό μας σύστημα έχει δυναμικό διαχείρισης ενός ποσοστού διείσδυσης ΑΠΕ. Αυτόν τον δημόσιο πόρο εκμεταλλεύτηκαν κατά κύριο λόγο τα μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα, χωρίς να δώσουν κάτι ουσιαστικό πίσω στην κοινωνία.
(β) Αντί να επιβληθεί στις ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας (όπως τα πάρκα) η εγκατάσταση αποθήκευσης, συνεχίσαμε να επιδοτούμε οικιακά φωτοβολταϊκά ως μια καταδικασμένη «ισορροπία».
(γ) Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει σαφής προσανατολισμός και προτεραιότητα στα μικρά φωτοβολταϊκά στέγης, παρά μόνο στα μεγάλα εμπορικά πάρκα.
(δ) Οι πολιτικές ενεργειακής απόδοσης και, κυρίως, διαχείρισης της ζήτησης είναι σχεδόν απούσες.
(ε) Η διαδικασία της κατάλληλης κεντρικής αποθήκευσης έχει καθυστερήσει πολύ.
Απαιτείται ψυχραιμία και υπομονή
Οι ιδιοκτήτες των οικιακών συστημάτων διαμαρτύρονται και όχι αδικαιολόγητα. Απαιτείται όμως ψυχραιμία και υπομονή. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι για να έχει
κάποιος μια αξιόπιστη εικόνα για το όφελος του φωτοβολταϊκού του συστήματος, πρέπει να αξιολογήσει τη λειτουργία του για τουλάχιστον 12 μήνες. Και αυτό γιατί, για έξι έως οκτώ μήνες, περίοδος κατά την οποία παρουσιάζεται υψηλή ζήτηση ενέργειας, όχι μόνο δεν θα έχει αποκοπές, αλλά θα πιστώνεται κιλοβατώρες τις οποίες θα συμψηφίσει τους επόμενους μήνες. Προφανώς, για να αξιολογηθεί κατά πόσο η επένδυσή του ήταν συμφέρουσα θα πρέπει να εξετάσει τη συνολική διάρκεια ζωής του φωτοβολταϊκού. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι αποκοπές θα παραμείνουν και σταδιακά θα αυξάνονται όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ, το φωτοβολταϊκό στέγης για ιδιοκατανάλωση εξακολουθεί, γενικά, να είναι μια συμφέρουσα επένδυση. Απλώς, ο χρόνος απόσβεσής του, αντί για τρία με τέσσερα χρόνια, θα είναι πέντε με έξι.
Εξοικονόμηση ενέργειας
Ως ΕΤΕΚ, συμφωνούμε με τη άποψη πως ο διαχειριστής οφείλει να μην αποκόπτει ενέργεια που παράγεται και καταναλώνεται εκείνη την ώρα επί τόπου στο υποστατικό. Αυτό θα πρέπει να επιδιωχθεί το συντομότερο και να βρεθεί τεχνική λύση, διότι θα απαμβλύνει σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα. Ωστόσο, το ΕΤΕΚ αυτό το οποίο τόνιζε εξ’ αρχής είναι ότι σε συνδυασμό με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκού συστήματος, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εξετάζουν και το ζήτημα της εξοικονόμησης ενέργειας. Δυστυχώς, η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών εξανεμίζει ένα δυνητικό οικονομικό όφελος, καθώς γινόμαστε περισσότερο ενεργοβόροι.
Η αδικία και ποια θα ήταν η διέξοδος
Το θέμα των φωτοβολταϊκών έχει μια ακόμη πτυχή η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής αλλά και ευαισθησίας. Για τα οικιακά φωτοβολταϊκά εφαρμόστηκε το «first come, first served». Δηλαδή, οι ιδιοκτήτες των μικρότερων φωτοβολταϊκών συστημάτων μιας ισχύος, που τα εγκατέστησαν πριν από το 2023 δεν έχουν αποκοπές. Aυτό, αποτελεί, μια μορφή αδικίας. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε τον κόσμο που είτε αδυνατεί είτε δεν είναι εφικτό να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά. Μιλάμε για περισσότερο από το 50% του πληθυσμού της χώρας μας. Συμβαίνει επίσης και το εξής: H διείσδυση των ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένου του συμψηφισμού της ενέργειας που παράγεται και της ενέργειας που καταναλώνεται (net metering), δημιουργεί αφανές κόστος (externalities) σε καταναλωτές που δεν έχουν φωτοβολταϊκό σύστημα, καθώς αυξάνει την τιμή της συμβατικής κιλοβατώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μείωση του βαθμού χρήσης των συμβατικών μονάδων παραγωγής ενέργειας. Θέση μας είναι ότι το κράτος οφείλει να μεριμνήσει και γι’ αυτούς τους πολίτες ή καλύτερα πρώτα γι’ αυτούς.
Οι ενεργειακές κοινότητες οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν οικονομίες κλίμακας αλλά και λύσεις αποθήκευσης θα μπορούσαν να είναι μια διέξοδος, αλλά
έχουμε κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση;
Όσον αφορά την αποθήκευση, εννοείται πως είμαστε θετικοί. Αλλά τόση όση απαιτείται και όπως πρέπει, ειδικά αν πρόκειται να επιδοτηθεί από τον φορολογούμενο. Διαφορετικά, θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί ο φορολογούμενος ή ο καταναλωτής που δεν έχει φωτοβολταϊκό σύστημα θα πρέπει να επιδοτεί ή να πληρώνει ακριβότερο ρεύμα για να μειωθούν οι αποκοπές των μεγάλων εμπορικών ΑΠΕ που πωλούν στην τιμή της ΑΗΚ, ανεξαρτήτως του κόστους τους, ή για να μην έχουν καθόλου αποκοπές τα μικρά φωτοβολταϊκά στέγης. Απαιτείται, δηλαδή, να υπάρχει ισορροπία.
Κάτι το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η όλη συζήτηση να μην οδηγήσει σε πολιτική υπερ-επιδότησης και αλόγιστη εγκατάσταση οικιακών μπαταριών (συσσωρευτών). Αυτό δεν είναι κάτι που αφορά την οικονομική πτυχή του θέματος αλλά τους κινδύνους έκρηξης ή ανάφλεξης του συστήματος, εάν δεν τηρούνται αυστηρά οι οδηγίες συντήρησης. Εκτός εάν κάποιοι θεωρούν ότι από τη μία μέρα στην άλλη τα νοικοκυριά θα αποκτήσουν κουλτούρα σχολαστικής συντήρησης αυτού του είδους εξοπλισμού.
Ολιστική προσέγγιση και συνεκτικές πολιτικές
Ως ΕΤΕΚ απαιτούμε από το κράτος να προσεγγίσει το ζήτημα ολιστικά, να προχωρήσει στην υιοθέτηση περισσότερων συνεκτικών και ευθυγραμμισμένων πολιτικών, ώστε να αποφευχθούν λάθη που μπορεί να οδηγήσουν σε νέες περιπέτειες αυτόν τον ευαίσθητο τομέα. Για παράδειγμα, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ενώ θα έπρεπε να ήταν μέρος της λύσης έγιναν, εν τέλει, μέρος του προβλήματος. Το κράτος επιδότησε πάνω από 1.200 ηλεκτρικά αυτοκίνητα και πολλά σημεία φόρτισης plug-in. Οι αγοραστές φορτίζουν τα αυτοκίνητά τους, κατά κανόνα, στις χειρότερες ώρες για το δίκτυο, δηλαδή μεταξύ 18:00 και 21:00. Αντίθετα, αν υπήρχαν όροι διαχείρισης της ζήτησης, η κατάσταση θα ήταν καλύτερη τόσο σε ό,τι αφορά την επάρκεια, όσο και τις αποκοπές. Κατά παρόμοιο τρόπο και άλλα φορτία, όπως ηλεκτρικές αντιστάσεις για ζεστό νερό χρήσης κοκ.
Εν κατακλείδι, η διαχείριση του ενεργειακού μέλλοντος της Κύπρου απαιτεί στρατηγική, υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα και ρεαλισμό.
*Πρόεδρος ΕΤΕΚ