Η απόρριψη από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με κατηγορηματικό τρόπο, κάθε συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ την επομένη των εκλογών αποτυπώνει την αισιοδοξία που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου για το βράδυ της 21ης Μαΐου, οπότε εκτιμούν ότι η ΝΔ θα επιτύχει ένα υψηλό ποσοστό που θα μπορεί να την οδηγήσει στην αυτοδυναμία στη δεύτερη κάλπη με την ενισχυμένη αναλογική και αποκαλύπτει πως θα χειριστεί ο πρωθυπουργός την διερευνητική εντολή που θα λάβει από την Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
«Θεωρώ ότι με το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη λίγα πράγματα έχω ουσιαστικά να συζητήσω, σε μία σειρά από θέματα έχουμε βασικότατες διαφωνίες», δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης από το Λαύριο κατά τη διάρκεια της διακαναλικής συνέντευξης κόβοντας κάθε γέφυρα με τη Χαριλάου Τρικούπη. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανένα περιθώριο αυτή την στιγμή να υπάρξει κάποια συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, έστω κι αν αριθμητικά αυτό μπορεί να οδηγούσε σε μια κυβέρνηση η οποία μαθηματικά έπαιρνε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή» συμπλήρωσε για να κλείσει κάθε παράθυρο συνεργασίας την 22α Μαΐου.
Τα στοιχεία των μετρήσεων που έχει στα χέρια του το Μέγαρο Μαξίμου και τα focus group που μελετά το κυβερνητικό επιτελείο δείχνουν ότι στην τελική ευθεία για τις εκλογές η ΝΔ έχει αυξήσει την συσπείρωση της και προσεγγίζει ποσοστά που ξεπερνούν το 35%, σύμφωνα με πληροφορίες. Την ίδια εικόνα μεταφέρει στον κ. Μητσοτάκη τις τελευταίες ημέρες και ο Αμερικανός σύμβουλος του Σταν Γκρίνμπεργκ, ο οποίος δουλεύει με δική του ομάδα και είναι κάτι παραπάνω από αισιόδοξος για το τελικό αποτέλεσμα, όπως περιγράφουν αρμόδιες πηγές. Αυτό σημαίνει ότι η ΝΔ σε δεύτερες εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής μπορεί να πετύχει τον στόχο της αυτοδυναμίας, τον οποίο διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία ο κ. Μητσοτάκης. «Άρα, δεν υπάρχει κανένας λόγος για παζάρια με τον κ. Ανδρουλάκη, ειδικά όταν ο ίδιος έχει δηλώσει ότι δεν θέλει για πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη και ταυτίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ», όπως σχολιάζουν κομματικά στελέχη.
Η ανάγκη για δεύτερες εκλογές
Τα επιχειρήματα που χτίζουν το αφήγημα του πρωθυπουργού για την ανάγκη να οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές αντί μίας προγραμματικής σύγκλισης με την Χαριλάου Τρικούπη είναι, πρώτον, ότι μία τέτοια κυβέρνηση «θα πατούσε συνέχεια το φρένο, σε μία εποχή που χρειάζεται η χώρα να πατήσει γκάζι και να προχωρήσει πολύ γρήγορα σε μία βαθιά τολμηρή εκσυγχρονιστική ατζέντα», κάτι που «δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας». Δεύτερον, επιρρίπτει στον κ. Ανδρουλάκη την ευθύνη για την αδυναμία να υπάρξει οποιαδήποτε συζήτηση διότι «έχει πει ανοιχτά ότι δεν θέλει σε καμία περίπτωση Πρωθυπουργό εμένα, που συνιστά μια μέγιστη περιφρόνηση της ίδιας της βούλησης του ελληνικού λαού, όπως αυτή θα εκφραστεί μέσα από την κάλπη» και δεύτερον ότι «έχει αλλάξει αρκετά την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, την έχει φέρει πολύ πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ».
Ο Μητσοτάκης αφήνει «ανοιχτή τη πόρτα» στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ
Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, θέλει να έχει ανοιχτή την πόρτα για τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. «Πολλοί από τους συμπολίτες μας, οι οποίοι σήμερα εκφράζουν μία προτίμηση για το ΠΑΣΟΚ, θεωρώ πραγματικά ότι δεν έχουν κακή άποψη για το έργο το οποίο έγινε αυτά τα τέσσερα χρόνια, ούτε προσωπικά κακή άποψη για εμένα ως Πρωθυπουργό», εκτίμησε και στόχευσε προς αυτούς οι οποίοι βλέπουν «το ποτήρι μισοάδειο». Η εκτίμηση που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου είναι ότι η βάση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που το στήριξαν στα δύσκολα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ το «γρονθοκοπούσε» στη γωνία αποψιλώνοντας στελέχη και ποσοστά από την Χαριλάου Τρικούπη, δεν επιθυμούν να δουν «πρωθυπουργό τον κ. Τσίπρα από την πίσω πόρτα», εξ ου και το κάλεσμα που κάνει προς αυτούς ο κ. Μητσοτάκης.
Με αυτά τα δεδομένα, η πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να παραλάβει την διερευνητική εντολή από την κα Σακελλαροπούλου, καθώς όπως έχει πει «θα σεβαστώ τις επιταγές του Συντάγματος», φαίνεται να αποτελεί μία τυπική διαδικασία. Δείχνει, πλέον, περισσότερο την διάθεση του να κινηθεί θεσμικά, χωρίς όμως να αξιοποιήσει ουσιαστικά την διαδικασία. Από την στιγμή που απορρίπτει τόσο ξεκάθαρα τον μοναδικό εταίρο με τον οποίο η ΝΔ θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, τότε δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να κρατήσει την διερευνητική εντολή τις τρεις ημέρες που έχει δικαίωμα και σχεδόν άμεσα θα την επιστρέψει στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας.