Η Ελεγκτική Υπηρεσία, με ανακοίνωση της αναφέρει σήμερα ότι η βασικότερη πηγή διασπάθισης δημοσίου χρήματος και διαφθοράς εντοπίζεται στη μετέπειτα φάση της διαχείρισης των δημοσίων συμβάσεων έργων, μέσω των αλλαγών στα σχέδια και τις προδιαγραφές του έργου και μέσω της εξέτασης των χρονικών και οικονομικών απαιτήσεων που υποβάλλονται από τους εργολάβους.
Η ανακοίνωση εκδόθηκε μετά τις δηλώσεις του Προέδρου της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Εργολάβων Οικοδομών Κύπρου (Ο.Σ.Ε.Ο.Κ.) στο ΡΙΚ, σχετικά με τις διαδικασίες ανάθεσης και διαχείρισης δημοσίων συμβάσεων έργων, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι είναι γεγονός ότι η ανάθεση δημοσίων συμβάσεων έργων γίνεται τόσο στο κεντρικό Κράτος όσο και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (νπδδ) σύμφωνα με αυστηρό νομικό πλαίσιο το οποίο αποτελεί μεταφορά σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας. Επίσης, αναφέρει, για κάθε διαγωνισμό, για συμβάσεις αξίας μεγαλύτερης συγκεκριμένων ορίων, παρέχεται η ευχέρεια προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, μέτρο που αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε από την αναθέτουσα αρχή.
Από την άλλη, σημειώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία, “παραμένει ως σοβαρή αδυναμία του συστήματος το γεγονός ότι οι αποφάσεις ανάθεσης στα νπδδ λαμβάνονται από πολιτικά όργανα (π.χ. δημοτικό συμβούλιο) και όχι από τεχνοκράτες. Τα πολιτικά αυτά όργανα στερούνται συνήθως τεχνογνωσίας, πέραν του ότι, εκ φύσεως, είναι πιο επιρρεπή κατά τη λήψη των αποφάσεων τους σε παράγοντες που είναι ξένοι προς τα αμιγώς τεχνικά κριτήρια ανάθεσης ενός διαγωνισμού”.
Αφού αναφέρει ότι η βασικότερη πηγή διασπάθισης δημοσίου χρήματος και διαφθοράς εντοπίζεται στη μετέπειτα φάση της διαχείρισης των δημοσίων συμβάσεων έργων, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι για τα νπδδ η αρμοδιότητα εξέτασης αλλαγών και απαιτήσεων ανατίθεται συνήθως σε πολιτικά όργανα και όχι σε τεχνοκράτες. Επίσης, ακόμη και στις περιπτώσεις που έχουν την αρμοδιότητα τεχνοκράτες στα νπδδ αυτοί δεν έχουν συνήθως την εμπειρία και γνώσεις στο εξειδικευμένο θέμα της εξέτασης απαιτήσεων. Πέραν τούτου, σχεδόν σε κανένα νπδδ δεν υφίσταται διαδικασία εσωτερικού τεχνικού ελέγχου. Η Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων (ΚΕΑΑ), που είναι το αρμόδιο όργανο για το κεντρικό Κράτος, έχει εκδώσει αριθμό εγκυκλίων για καθοδήγηση των αναθετουσών Αρχών των νπδδ στο τρόπο εξέτασης αλλαγών και απαιτήσεων, τούτο όμως δεν μπορεί να καλύψει το πρωτογενές πρόβλημα της ακαταλληλότητας των οργάνων που χειρίζονται τα θέματα αυτά στα νπδδ.
Ολοένα και συχνότερα το τελευταίο διάστημα, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν σύστασης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, είτε και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημόσιων Δαπανών («Επιτροπή Ελέγχου»), νπδδ παραπέμπουν στην ΚΕΑΑ για εξέταση απαιτήσεις σε δημόσιες συμβάσεις έργων, προσθέτει. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα έργα της Β’ Φάσης του ΣΑΠΑ, το έργο στην πλατεία Ελευθερίας στο Δήμο Λευκωσίας, το νέο Κτηρίου Επιβατών στο Λιμάνι Λεμεσού, το κτίριο του ΘΟΚ, κ.λπ. Η διαδικασία αυτή δεν είναι θεσμοθετημένη, και ο ρόλος της ΚΕΑΑ είναι σε αυτές τις περιπτώσεις καθαρά συμβουλευτικός και άρα όχι τόσο αποτελεσματικός, εφόσον δεν είναι δεσμευτικές οι αποφάσεις της παρά μόνο συμβουλευτικές.
Συναφώς, αναφέρει ως παράδειγμα την περίπτωση του “Συμβολαίου Ε της Φάσης Β’ του ΣΑΠΑ στο οποίο η ΚΕΑΑ και η Ελεγκτική Υπηρεσία συμβούλευαν ότι το ποσό που θα έπρεπε να δοθεί σε συγκεκριμένη απαίτηση δεν έπρεπε να υπερβεί τις 908.000 ευρώ και όμως το ΣΑΠΑ επέμενε σε ποσό 1.150.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα παρουσίαζε ως την ύστατη υποχώρηση του εργολάβου”.
Χρειάστηκε, τονίζει, η πολύ αυστηρή παρέμβασή της και η δημοσιοποίηση του θέματος για να αναγκαστεί ουσιαστικά το ΣΑΠΑ να υιοθετήσει το ποσό των 900.000 ευρώ, το οποίο τελικά αποδέχθηκε και ο εργολάβος.
Συμπερασματικά με βάση τα πιο πάνω, η Ελεγκτική Υπηρεσία θεωρεί ότι το υφιστάμενο μοντέλο ανάθεσης και διαχείρισης δημοσίων συμβάσεων έργων στα νπδδ είναι αναποτελεσματικό, στερείται επαρκών μηχανισμών ελέγχου και δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για διαφθορά και διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
Από την άλλη, θεωρεί ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την εισαγωγή τομών και εισηγείται προς άμεση υιοθέτηση μια άλλη πολιτική, που προνοεί όπως κάθε δημόσια σύμβαση έργου αξίας μεγαλύτερης από τα 5εκ. Ευρώ να ανατίθεται για υλοποίηση στο Τμήμα Δημοσίων Έργων (ΤΔΕ) του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (ΥΣΕ), του οποίου οι δομές, η εμπειρία και η τεχνογνωσία παρέχουν τα αναγκαία εχέγγυα για ορθολογιστική υλοποίηση. Η εισήγηση αυτή συνάδει με την εκφρασθείσα κυβερνητική πολιτική για ενοποίηση των τεχνικών υπηρεσιών του Κράτους, το Τμήμα ελέγχεται από το Τμήμα Ελέγχου του Υπουργείου, ενώ αυτό θεωρεί ότι δεν σημαίνει απώλεια της αυτοτέλειας των νπδδμ επικαλούμενη το παράδειγμα της Πιαλέ Πασιά στη Λάρνακα, που ο ιδιοκτήτης Δήμος Λάρνακας ανέφερε στο ΤΔΕ το έργο.
Σε περίπτωση, προσθέτει η Ελεγκτική Υπηρεσία που συντρέχουν ειδικοί και εξαιρετικοί λόγοι για τους οποίους δεν είναι εφικτή η ανάθεση της υλοποίησης του έργου στο ΤΔΕ, κάτι το οποίο θα κρίνεται μέσω ενός αξιόπιστου μηχανισμού, τότε η υλοποίηση θα γίνεται από το ίδιο το νπδδ, αλλά η εξέταση αλλαγών και απαιτήσεων αξίας μεγαλύτερης από όρια που θα τεθούν, δεν θα γίνεται από το νπδδ αλλά από την ΚΕΑΑ στη βάση τεκμηριωμένων εισηγήσεων του νπδδ και οι αποφάσεις της θα είναι δεσμευτικές.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία αναμένει ότι οι εισηγήσεις της θα εξεταστούν από το Γενικό Λογιστήριο, ως η αρμόδια αρχή δημοσίων συμβάσεων, ακολούθως θα τεθούν ενώπιον της ΚΕΑΑ για εξέταση και περαιτέρω προώθηση προς άμεση υλοποίηση. “Λαμβάνοντας υπόψη ότι ενδεχομένως να απαιτηθούν και νομοθετικές ρυθμίσεις, η Ελεγκτική Υπηρεσία προσβλέπει στη στήριξη των πιο πάνω εισηγήσεων τόσο από την Κυβέρνηση όσο και από τα πολιτικά κόμματα”, καταλήγει.