Έλεγχος Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας από την Ελεγκτική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας
Για σκοπούς ενημέρωσης, η Ελεγκτική Υπηρεσία ανακοινώνει ότι η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα (ΣΚΤ) εξακολουθεί να αρνείται να παραχωρήσει τα στοιχεία που έχουν ζητηθεί από τις 26 Οκτωβρίου 2016 ως αναγκαία για τη διεξαγωγή διαχειριστικού ελέγχου από την Υπηρεσία μας στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Τα στοιχεία που η ΣΚΤ αρνείται να παραχωρήσει αφορούν θέματα πρόσληψης και ανέλιξης προσωπικού, όρων εργοδότησης και ωφελημάτων προσωπικού και συμβάσεων που έχουν συναφθεί για εξασφάλιση υπηρεσιών από οίκους συμβούλων. Χθες λειτουργοί της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, οι οποίοι από τις 26 Οκτωβρίου 2016 είχαν αποχωρήσει από την ΣΚΤ, αφού δεν τους παραχωρούνταν στοιχεία, επισκέφτηκαν εκ νέου την ΣΚΤ με σκοπό να αρχίσουν τον έλεγχο. Από μέρους της ΣΚΤ υπήρξε εκ νέου άρνηση παραχώρησης στοιχείων. Οι λειτουργοί αποχώρησαν άπρακτοι και με σχετικό Σημείωμά τους ενημέρωσαν τον Γενικό Ελεγκτή για τα γεγονότα. Για το θέμα έχει ενημερωθεί σήμερα με πολυσέλιδη έκθεση γεγονότων και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο διαχειριστικός έλεγχος θα πρέπει να διεξαχθεί αφού η ΣΚΤ είναι κρατική επιχείρηση την οποία ο φορολογούμενος πολίτης διέσωσε καταβάλλοντας €1.7 δις και για την οποία, όπως γνωμάτευσε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, «ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας έχει όλα τα δικαιώματα, εξουσίες και υποχρεώσεις που έχει έναντι όλων των ελεγχομένων επ’ αυτού οργανισμών».
Η δράση των Ελεγκτικών Υπηρεσιών (“Supreme Audit Institutions”) σε όλο τον κόσμο διέπεται από πρότυπα ελέγχου τα οποία εκδίδονται από τον Διεθνή Οργανισμό των Ανώτατων Ελεγκτικών Οργάνων, γνωστό ως INTOSAI, στον οποίο μετέχουν οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες από 192 χώρες και ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το Συμβούλιο ECOSOC (Economic and Social Council) του ΟΗΕ. Στα πρότυπα αυτά που αφορούν στον έλεγχο του δημόσιου τομέα καθορίζονται τα τρία είδη ελέγχων: του οικονομικού ελέγχου («Financial audit»), του διαχειριστικού ελέγχου («Performance audit») και του κανονιστικού ελέγχου («Compliance audit»), όπως εξηγείται στο Πρότυπο ISSAI100 (“Fundamental Principles of Public-Sector Auditing”).
Σημειώνεται ότι ο κανονιστικός έλεγχος συνήθως προκύπτει κατά τη διεξαγωγή των άλλων δύο ελέγχων.
O οικονομικός έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων της ΣΚΤ έχει ήδη διεξαχθεί από ιδιωτικό ελεγκτικό οίκο, τον οποίο έχει ήδη διορίσει η ΣΚΤ και για τον οποίο η Ελεγκτική Υπηρεσία έχει εκφράσει την ετοιμότητα να παράσχει εκ των υστέρων την έγκρισή της. Συνεπώς, ο έλεγχος που θα διεξαχθεί από την Ελεγκτική Υπηρεσία θα είναι διαχειριστικός έλεγχος, ο οποίος περιλαμβάνει και έλεγχο συμμόρφωσης. Σε καμία περίπτωση ο έλεγχος αυτός, όπως άλλωστε γνωμάτευσε και ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν αφορά στην εποπτεία της ΣΚΤ, που αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού και της ΚΤΚ και η οποία είναι μια εντελώς διαφορετική έννοια που σχετίζεται με τη ρύθμιση και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος γενικά και να προστατευθούν οι καταθέτες και μέτοχοι μειοψηφίας από διοικήσεις που μπορεί να λαμβάνουν υπερβολικά ρίσκα με τα χρήματά τους. Αντίθετα, όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω, ο διαχειριστικός έλεγχος αφορά την αξιολόγηση της οικονομικής, αποδοτικής και αποτελεσματικής διαχείρισης των πόρων της κρατικής τράπεζας, ώστε να διαφυλαχθεί η επένδυση των φορολογούμενων πολιτών.
Στο πλαίσιο του διαχειριστικού ελέγχου θα εξεταστούν μεταξύ άλλων, θέματα προσλήψεων προσωπικού, μισθοί και ωφελήματα προσωπικού, οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων από την ΣΚΤ στο πλαίσιο της χρηστής διοίκησης και ειδικά κατά πόσον αυτές ήταν σύμφωνες με υγιείς εμπορικές πρακτικές που αναμένεται να ακολουθούνται από παρόμοιους τραπεζικούς οργανισμούς, κλπ.
Σημειώνεται ότι πολύ μεγάλες κρατικές τράπεζες στην Ευρωζώνη, που εποπτεύονται και από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, σήμερα, ελέγχονται επίσης πλήρως από τα αντίστοιχα Ανώτατα Ιδρύματα Ελέγχου (Γενικό Ελεγκτή/Ελεγκτική Υπηρεσία) της χώρας τους, οικονομικά και διαχειριστικά, χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό, όπως, για παράδειγμα, στην Γερμανία η KFW Bankengrouppe και η Landwirtschaftliche Rentenbank (και οι δύο με έδρα την Φραγκφούρτη, η μία συστημική), στην Γαλλία η Banque Postale, η Bpi France και η SFIL (και οι τρεις συστημικές), στην Σλοβενία η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας η NLB (συστημική και εισηγμένη σε χρηματιστήριο) και στην Πορτογαλλία η Novo Banco (επίσης συστημική και δημιουργηθείσα ως η καλή τράπεζα – good bank – εκ της διαλυθείσας Banco Espírito Santo (BES), με ταυτόχρονη κρατικοποίηση της με ποσό 4,4 δις ευρώ).
Επισημαίνεται σχετικά ότι ο έλεγχος από την Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία εξ ορισμού δεν έχει οποιαδήποτε εκτελεστική εξουσία, αποτελεί επίσης ασφαλιστική δικλίδα σε σχέση με την αποφυγή πολιτικών ή άλλων παρεμβάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, ως η δέσμευσή της, αφού ενδέχεται τυχόν τέτοιες παρεμβάσεις να εντοπιστούν κατά τον έλεγχο.
Αυτός είναι και ο λόγος που ουδόλως ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ο διαχειριστικός έλεγχος της ΣΚΤ από την Ελεγκτική Υπηρεσία, ο οποίος διεξάγεται στη βάση διεθνών προτύπων ελέγχου, συνιστά παρέμβαση οποιουδήποτε είδους. Άλλωστε τα παραδείγματα από τον ευρωπαϊκό χώρο που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αποτελούν την καλύτερη απόδειξη. Ακόμη δε και ο ίδιος ο Υπουργός Οικονομικών, σε πρωινές δηλώσεις του σε δυο ραδιοφωνικούς σταθμούς, ανάφερε απλώς ότι το θέμα «παρακολουθείται» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι μόνοι που επίμονα εξακολουθούν να προβάλλουν τη θέση αυτή είναι η ΣΚΤ και δυστυχώς και ο ίδιος ο Υπουργός ο οποίος εξακολουθεί να περιφρονεί τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, τις οποίες με βάση το Σύνταγμα οφείλει να ακολουθεί.
Όσον αφορά αναφορές του Υπουργού ως προς δηλώσεις υπαλλήλων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, είναι άποψή μας ότι, αν ο Υπουργός έχει ενοχληθεί από το περιεχόμενο των δηλώσεων, τούτο οφείλεται στην εικόνα των κάκιστων και προκλητικών πρακτικών σε θέματα προσλήψεων στην ΣΚΤ που οι δηλώσεις περιέγραψαν. Αντί όμως να επιζητείται φίμωση των λειτουργών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ας εγκύψει ο Υπουργός, ως εκπρόσωπος των μετόχων που είναι οι φορολογούμενοι πολίτες, στο πρόβλημα, ώστε οι πρακτικές αυτές να εκλείψουν, παρά να συνεχίσουν και απλώς να αποσιωπούνται.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία παραμένει δεσμευμένη στην προσπάθεια ενδυνάμωσης της λογοδοσίας και της διαφάνειας στη διαχείριση των δημόσιων πόρων και θεωρεί, για λόγους αρχής, οπισθοδρόμηση να αφεθεί η μεγαλύτερη κρατική επιχείρηση της χώρας και επένδυση των φορολογουμένων χωρίς τον αναγκαίο έλεγχο από την ανεξάρτητη Ελεγκτική Υπηρεσία, μέσω της οποίας θα μπορεί να ενημερώνεται αξιόπιστα, ανεξάρτητα και εμπεριστατωμένα η Βουλή των Αντιπροσώπων, όπως και οι πολίτες στον βαθμό που ενδείκνυται και σύμφωνα με ανάλογες πρακτικές που η Ελεγκτική Υπηρεσία εφαρμόζει για άλλες ιδιαίτερες περιπτώσεις.