Σε σημερινά δημοσιεύματα παρουσιάζεται γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, που διαβιβάστηκε στα πολιτικά κόμματα, εν όψει σημερινής συνάντησής τους με την Κυβέρνηση. Στη γνωμάτευση σχολιάζονται τα δύο νομοσχέδια που είχαν σταλεί από τον Υπουργό Οικονομικών στη Βουλή στις 21.3.2024 ως νομοτεχνικά ελεγμένα, καθώς και τα έξι (6) κείμενα που διαβίβασε στη Βουλή η Υπηρεσία μας στις 24.11.2023 με τη σύσταση όπως αυτά εξεταστούν από το σώμα προς επίλυση του προβλήματος.
Επί των δημοσιευμάτων σημειώνουμε τα ακόλουθα:
1. Ως προς το ενδεχόμενο να παραστούμε στη σημερινή συνάντηση, η απάντηση είναι ότι δεν θα παραστούμε αφού δεν έχουμε προσκληθεί. Είναι ενδιαφέρον πως σήμερα η Κυβέρνηση και η Νομική Υπηρεσία θα εξηγούν στα πολιτικά κόμματα γιατί απορρίπτουν τις συστάσεις μας στην απουσία μας και χωρίς να έχει γίνει ποτέ η παραμικρή διαβούλευση μαζί μας.
2. Τα ένα από τα δύο κυβερνητικά νομοσχέδια προβλέπει ότι η ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης των πρώην και νυν αξιωματούχων μετατίθεται από το 60ο στο 65ο έτος της ηλικίας. Εκφράσαμε την άποψη ότι τέτοια πρόνοια είναι αντισυνταγματική για τους πρώην αξιωματούχους, αλλά και για τους νυν αξιωματούχους για το μέρος της σύνταξής τους που έχουν θεμελιώσει μέχρι σήμερα (ως «σήμερα» εννοούμε την ημέρα που θα ψηφιστεί η νέα νομοθεσία). Τώρα η Νομική Υπηρεσία παραδέχεται την αντισυνταγματικότητα για τη ρύθμιση που η ίδια πρότεινε και αφορά τους πρώην αξιωματούχους. Υπάρχει δηλαδή παραδοχή της Νομικής Υπηρεσίας ότι το νομοσχέδιο που στάλθηκε στη Βουλή με την επισήμανση ότι συντάχθηκε με τη δική της καθοδήγηση είναι αντισυνταγματικό, όπως από την αρχή έλεγε η Υπηρεσία μας.
3. Παρά την πιο πάνω παραδοχή της Νομικής Υπηρεσίας και την εκ μέρους της αναγνώριση ότι δεν μπορεί να υπάρξει παρέμβαση στη σύνταξη που έχει ήδη θεμελιωθεί, η Νομική Υπηρεσία επιμένει σε σχέση με τους νυν αξιωματούχους.
Άποψή μας εξακολουθεί να είναι ότι, για παράδειγμα, εν ενεργεία Βουλευτής που υπηρέτησε ήδη 13 χρόνια και σήμερα είναι 57 χρονών, όταν αποχωρήσει σε δύο χρόνια από το αξίωμα θα δικαιούται πλήρη σύνταξη μόλις κλείσει το 60ο έτος, αφού έχει ήδη κατοχυρώσει την πλήρη σύνταξη του (η πλήρης σύνταξη Βουλευτή είναι μετά από υπηρεσία δέκα ετών). Ομοίως, Βουλευτής που υπηρέτησε μέχρι σήμερα οκτώ (8) χρόνια, η σύνταξη του για τα 8/10 της υπηρεσίας του είναι θεμελιωμένη και θα πρέπει να του καταβληθεί στο 60ο έτος της ηλικίας του.
4. Η Υπηρεσία μας δεν επινόησε τα πιο πάνω, ούτε είναι και δικές της ερμηνείες. Τα πιο πάνω εξήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αυγουστή αναφέροντας ότι «η προσδοκία απόκτησης αξίωσης για σύνταξη, γεννάται κατά τον χρόνο της πρόσληψης, συνιστά, εν δυνάμει, ιδιοκτησία και αποκρυσταλλώνεται ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση».
5. Η θέση της Νομικής Υπηρεσίας για τους εν ενεργεία αξιωματούχους, πάντα σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, συγκρούεται επίσης με τη ρύθμιση που είχε γίνει το 2012 για τους τότε εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, όταν είχε τεθεί ως ημερομηνία σταθμός (cut-off date) η 31.12.2012, υπήρξε δηλαδή σεβασμός στη σύνταξη που αυτοί είχαν θεμελιώσει μέχρι την ημερομηνία σταθμός και ρύθμιση (στο ύψος της σύνταξης και στην ημερομηνία έναρξης καταβολής) μόνο της σύνταξης που αυτοί θεμελιώνουν μετά την ημερομηνία εκείνη. Ο νόμος αυτός του 2012 κρίθηκε ως συνταγματικός και μάλιστα τούτο επικυρώθηκε πρόσφατα (19.3.2024 ) από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
6. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η Νομική Υπηρεσία θεωρεί συνταγματική ρύθμιση που θα παρεμβαίνει στη θεμελιωμένη σύνταξη εν ενεργεία βουλευτή με υπηρεσία 13 χρόνια, αλλά θεωρεί αντισυνταγματική τη δική μας εισήγηση που προστατεύει τη θεμελιωμένη αυτή σύνταξη. Αυτό, μαζί με αναφορές στη γνωμάτευση ότι δήθεν η Υπηρεσία μας έχει ως επιχείρημα τη γνώση του αξιωματούχου στο μέλλον πριν αναλάβει το νέο αξίωμα για τους όρους που θα ισχύουν (επιχείρημα που ουδέποτε είπαμε, αφού αυτό έχει κριθεί τελεσίδικα στην υπόθεση Κουτσελίνη ως αντισυνταγματικό), απλώς αποδεικνύουν ότι η Νομική Υπηρεσία δεν έχει αντιληφθεί τι είναι αυτό που εισηγείται η Υπηρεσία μας.
Εξηγούμε ξανά: Η Υπηρεσία μας έκανε κάτι απλό. Αντέγραψε τη δικαστικά «σιδεροκέφαλη» ρύθμιση που έγινε το 2012 για τους δημοσίους υπαλλήλους, την εισήγαγε σε κείμενα προτάσεων νόμου για τους εν ενεργεία και μελλοντικούς αξιωματούχους, έστειλε τα κείμενα αυτά στις έμπειρες σε νομοτεχνικούς ελέγχους Υπηρεσίες της Βουλής, και υιοθέτησε μέχρι το τελευταίο ιώτα κάθε εισήγηση που αυτές της έκαναν.
7. Η Κυβέρνηση επιμένει σε ένα νομοσχέδιο που αφορά τους εν ενεργεία αξιωματούχους, που θα κινδυνεύει να ακυρωθεί στην πρώτη δικαστική προσφυγή, και σε ένα νομοσχέδιο για τους μελλοντικούς αξιωματούχους, που καταργεί τις πολλαπλές συντάξεις και εισάγει τα πολλαπλά εφάπαξ.
Επίσης, η Κυβέρνηση εξακολουθεί να μην αγγίζει το θέμα των πολλαπλών συντάξεων για τους υφιστάμενους αξιωματούχους, ενώ θα μπορούσε να ρυθμίσει το θέμα στον βαθμό που θα αφορά τη σύνταξη που θα θεμελιώνουν από τούδε και στο εξής.
Δεν αγγίζει επίσης η Κυβέρνηση το θέμα της αναστολής καταβολής σύνταξης δημοσίου υπαλλήλου σε συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο που αναλαμβάνει άλλο αξίωμα. Βασικά, ο νόμος δεν ασχολείται καθόλου με τους δημόσιους υπαλλήλους.
Αυτό σημαίνει ότι ένας δημόσιος υπάλληλος που αφυπηρετεί και γίνεται Υπουργός, κατά τον χρόνο που θα είναι Υπουργός, θα λαμβάνει σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου και τον μισθό του Υπουργού.
Με βάση τη δική μας πρόταση, η σύνταξη των δημοσίων υπαλλήλων, που θα συσσωρεύεται μετά την ψήφιση του νόμου, θα αναστέλλεται εάν ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος αναλάβει οποιοδήποτε άλλο αξίωμα.
8. Θεωρούμε προφανές ότι η Κυβέρνηση δεν επιθυμεί να επιλύσει το πρόβλημα. Είναι συνεπώς άποψή μας ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θα πρέπει, ασκώντας την κυρίαρχη εξουσία της, να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και με προτάσεις νόμου να άρει επιτέλους τις στρεβλώσεις που δικαίως θεωρούνται πρόκληση από την κοινωνία των πολιτών.