«Οι τρεις Οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, S&P, Fitch) βαθμολογούν με υψηλή αξιολόγηση κατά κύριο λόγο τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες οι οποίες είναι οι πρωταγωνιστές της αγοράς παραγώγων». Αυτό αναφέρει μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τίτλο « τι καθορίζει την ποιότητα τους» θέση την οποία δεν έχει ωστόσο, προς το παρόν, υιοθετήσει επίσημα η διοίκηση της ΕΚΤ.
θεωρείται ωστόσο καμπανάκι προειδοποίησης της ΕΚΤ προς τους Οίκους αξιολόγησης, για επερχόμενες κινήσεις καθώς μέσω της μελέτη η ΕΚΤ στέλνει μήνυμα προειδοποίησης τους οίκους αξιολόγησης για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει αν κατηγορηθούν και επίσημα ότι «πουλάνε» τις αξιολογήσεις τους με βάση τα «οφέλη» τους.
Η έρευνα στηρίζεται σε στατιστικά και συγκριτικά στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών από τα οποία προκύπτει οι καλύτερες αξιολογήσεις των περίφημων Οίκων Αξιολόγησης έχουν δοθεί σ’ εκείνους που κατά βάση έχουν κατηγορηθεί ως οι πρωταγωνιστές της κρίσης της φούσκας του χρέους.
Την περίοδο 1990 – 2012 οι καλύτερες αξιολογήσεις έχουν δώσει σε τράπεζες που έχουν εκδώσει περί τα 6 τρισ. δολ. ονομαστικής αξίας παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα.
Οι συγγραφείς της μελέτης συσχετίζουν την απόδοση των υψηλών αξιολογήσεων με τους εκδότες αυτών των τίτλων σημειώνοντας ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αποκομίσει πολύ υψηλές αμοιβές για την αξιολόγηση αυτών των παραγώγων.
Η μελέτη παρουσιάζει μάλιστα όλα τα ονόματα των επενδυτικών τραπεζών που είχαν λάβει υψηλές αξιολογήσεις στα παράγωγα προϊόντα τους λίγο πριν οι ίδιες καταρρεύσουν με αφορμή τα “subprime” δάνεια.
Η ΕΚΤ επιλέγει αυτή τη χρονική στιγμή να δημοσιοποιήσει την έρευνα, καθώς νέες αρνητικές αξιολογήσεις των Οίκων και σε άλλες Ευρωπαϊκές οικονομίες θα ασκούσε μεγαλύτερη πίεση στην ΕΕ.
Επιπλέον, μια περαιτέρω πίεση στην Ισπανία και την Ιταλία με νέες υποβαθμίσεις θα μπορούσε να θέσει σε πρόωρη δοκιμασία «αντοχής» τα εργαλεία (ΟΜΤ, ΕΣΜ) αντιμετώπισης της κρίσης της περιοχής του ευρώ.