Ειδική Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για “Ψηφιακό πορτοφόλι” – Τι εντοπίζει

Η Ελεγκτική Υπηρεσία γνωστοποιεί ότι η Ειδική Έκθεση με θέμα: «Ψηφιακό πορτοφόλι (eWallet)» που ετοιμάστηκε από την Ελεγκτική Υπηρεσία έχει αναρτηθεί σήμερα στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας.

“Στην Έκθεση αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι μετά από δηλώσεις του τέως Υφυπουργού Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στις 7.6.2023, όπου ανέφερε ότι το Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής (εφεξής «Υφυπουργείο») κατά το έτος 2022 είχε προφορικά αναθέσει σε κοινοπραξία, την οποία αποτελούσαν το Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΠΚ) και δύο κυπριακές ιδιωτικές εταιρείες, (εφεξής «η Ομάδα») την ετοιμασία του εθνικού ψηφιακού πορτοφολιού (eWallet), προχώρησε σε αυτεπάγγελτη έρευνα για το εν λόγω θέμα.

Σχετική πληροφόρηση για κατανόηση του αντικειμένου του ελέγχου περιλαμβάνεται στην παράγραφο 3.3.2 Ελεγκτική Προσέγγιση.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε συνοπτικά ότι, η συλλογή στοιχείων από την Υπηρεσία μας αποδείχτηκε επίπονη διαδικασία λόγω της ατελούς φύσης των πληροφοριών και της έλλειψης συνοχής σε αυτές. Η διαδικασία απαιτούσε σημαντική προσπάθεια για να συνδυαστούν τα στοιχεία σωστά και να ολοκληρωθεί η εικόνα. Επιπλέον, οι απαντήσεις που λάβαμε από το Υφυπουργείο για τις επιστολές ελέγχου μας, περιορίστηκαν στην αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων του ελέγχου μας και σε επιφανειακό σχολιασμό και τοποθετήσεις με γενικούς προβληματισμούς, και όχι στην προσκόμιση στοιχείων που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό τους για συμμόρφωση τους με το δίκαιο των συμβάσεων και τις αρχές χρηστής διοίκησης.

Επισημαίνεται ότι, μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου μας, τον Μάιο 2024, ο τέως Γενικός Διευθυντής (ΓΔ) του Υφυπουργείου μάς γνωστοποίησε για την ύπαρξη εμπιστευτικών φακέλων προτείνοντας μας να τους μελετήσουμε στο πλαίσιο οριστικοποίησης της Έκθεσής μας.

Σημειώνουμε επί τούτου ότι η Υπηρεσία μας θεωρεί δεδομένο ότι οποιαδήποτε γεγονότα καταγραμμένα στην έκθεση γεγονότων, μας έχουν ήδη διαβιβαστεί μέσω των στοιχείων και της πληροφόρησης που μας έχει δοθεί.

Επίσης να αναφέρουμε ότι στην περίοδο που κάλυψε ο έλεγχος μας (2022 – 2024), έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές στη διοίκηση του Υφυπουργείου. Συγκεκριμένα, ο Υφυπουργός έχει αλλάξει δύο φορές, όπως και ο ΓΔ του Υφυπουργείου.

Η έκθεση εντοπίζει, μεταξύ άλλων, σοβαρές παρατυπίες και παραβιάσεις κανονισμών, σύγκρουση συμφέροντος, αδιαφανείς διαδικασίες και αυθαίρετες αποφάσεις οι οποίες, όπως αναφέρει, «αφήνουν εκτεθειμένο το Υφυπουργείο και το Δημόσιο».

Όπως προκύπτει από την έκθεση της Ελεγκτικής, το Υφυπουργείο έχει ουσιαστικά προβεί σε απευθείας προφορική ανάθεση για τη δημιουργία του «Εθνικού Πορτοφολιού της Κύπρου» σε συγκεκριμένη ομάδα, χωρίς καμία διαδικασία, χωρίς να ληφθεί καμία έγκριση, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε εκτίμηση κόστους για οποιαδήποτε εργασία και χωρίς καν να έχει γίνει οποιαδήποτε αναφορά σε κόστος είτε από μέρους του Υφυπουργείου είτε από μέρους της ομάδας.

Προστίθεται ότι ο συντονιστής του Υφυπουργείου, ο οποίος είχε υπό την ευθύνη του την οργάνωση και τον συντονισμό του έργου, καθώς και την επικοινωνία με την ομάδα, τον πρώην ΓΔ και τον Υφυπουργό, έχει πολύ στενό συγγενικό δεσμό με ένα μέλος της ομάδας. Παρόλο που αυτή η σχέση ήταν γνωστή στους προϊστάμενους του, εντούτοις, αυτοί δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την αμεροληψία της διαδικασίας και την αποφυγή της προκύπτουσας σύγκρουσης συμφέροντος, παραβιάζοντας έτσι τους απαιτούμενους ηθικούς και επαγγελματικούς κανόνες, καθώς και τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Επιπρόσθετα, στην έκθεση σημειώνεται ότι ο πρώην ΓΔ του Υφυπουργείου ενέκρινε δύο σημειώματα, τα οποία ετοίμασε ο συντονιστής λειτουργός, που αφορούσαν το έργο για την ανάπτυξη του eWallet. Το πρώτο σημείωμα αφορούσε την έγκριση δαπάνης (€6.013.533 + ΦΠΑ) για προκήρυξη διαγωνισμού, ενώ το δεύτερο σημείωμα αφορούσε την έγκριση πρότασης διαδικασίας διαπραγμάτευσης με την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου(ΑΤΗΚ), με φορείς στήριξης το Πανεπιστήμιο Κύπρου και τις δύο ιδιωτικές εταιρείες (τα μέλη της Ομάδας), για πέντε έτη.

Η Ελεγκτική αναφέρει πως είχε ετοιμαστεί πρόταση για υποβολή στο ΣΠ του Υφυπουργείου, στο οποίο προέδρευε ο πρώην ΓΔ του Υφυπουργείου, από τον πιο πάνω συντονιστή λειτουργό του Υφυπουργείου που είχε εμπλοκή σε όλες τις διαδικασίες, η οποία τελικά αποσύρθηκε στο παραπέντε από την ημερήσια διάταξη της συνεδρίας του ΣΠ. Λόγω σύγκρουσης συμφέροντος του υπό αναφορά λειτουργού του Υφυπουργείου, ανατέθηκε σε έναν μη γνώστη του θέματος λειτουργό να είναι εισηγητής της πρότασης, ο οποίος αρνήθηκε να παρουσιάσει την πρόταση στο ΣΠ όταν ενημερώθηκε για τις αντιρρήσεις και τα ζητήματα που είχαν τεθεί από λειτουργούς του ΤΥΠ.

Ως εκ τούτου, ενδεχόμενα να τίθεται θέμα χειραγώγησης του πιο πάνω μη γνώστη του θέματος eWallet, λειτουργού του Υφυπουργείου, ο οποίος δεν είχε καμία εμπλοκή, εμπειρία ή γνώση του συγκεκριμένου έργου, αφού του ζητήθηκε από τον προϊστάμενο του, τον πρώην ΓΔ του Υφυπουργείου, να είναι ο εισηγητής της πρότασης για απευθείας ανάθεση, η οποία θα υποβαλλόταν στο ΣΠ, στο οποίο προήδρευε ο ίδιος ο ΓΔ, για έγκριση και η οποία τελικά αποσύρθηκε. Η Υπηρεσία τονίζει ότι οι πιο πάνω ενέργειες έχουν αφήσει εκτεθειμένο το Υφυπουργείο και, κατ’ επέκταση, το δημόσιο, αφού η Ομάδα, με επιστολή μέσω δικηγόρου της, απαιτεί συνολικό ποσό ύψους €816.044 + ΦΠΑ από το Υφυπουργείο για τις εργασίες που έχει εκτελέσει.

Τέλος, η Ελεγκτική Υπηρεσία καλεί το Υφυπουργείο να ακολουθεί τις πρόνοιες της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων και τις αρχές που τις διέπουν και να εμπλέξει περισσότερα άτομα και εμπειρογνώμονες στις διαδικασίες για μια πιο διαφανής και αντικειμενική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Προτείνει να θεσπιστεί συγκεκριμένη στρατηγική για την ασφάλεια των δεδομένων και των πολιτικών πρακτικών του Υφυπουργείου σε αυτό τον τομέα, που να περιλαμβάνει μέτρα και προδιαγραφές για την προστασία των δεδομένων και των σχετικών διεπαφών πληροφοριακών συστημάτων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η ορθή χρήση των δεδομένων.

Τονίζει ότι η συμμόρφωση με τη στρατηγική θα πρέπει να απαιτείται από τους υποψήφιους αναδόχους και καλεί το Υφυπουργείο να χρησιμοποιεί τους εμπειρογνώμονες και ειδικούς στον σχεδιασμό των έργων του, εξασφαλίζοντας την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων και συμβάλλοντας στην αποφυγή τυχόν ανεπιθύμητων καταστάσεων ή δαπανηρών παρατυπιών.