Από την αρχή της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, η περίπτωση της Ελλάδας ήταν μοναδική, σε βαθμό που πολλοί οικονομολόγοι παραδέχονταν ότι αποτελούσε το «πειραματόζωο» σε ότι αφορά, τα μέτρα λιτότητας και τα επίπεδα ύφεσης που αυτά θα φέρουν. Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για τις παγκόσμιες οικονομίες, που παρουσιάστηκε πρόσφατα, βασίζεται ακριβώς πάνω σε αυτά τα νέα δεδομένα και λαμβάνει ως παράδειγμα την Ελλάδα, για να επανακαθορίσει τις μακροοικονομικές της υποθέσεις ώστε να μπορεί να προβλέψει, με μεγαλύτερη ακρίβεια τις επιπτώσεις των μέτρων της τρόικας στα επόμενα δύο χρόνια.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ στην ελληνική περίπτωση όπως και στις περιπτώσεις άλλων κρατών το ΔΝΤ, η τρόικα και οι εθνικές κυβερνήσεις υποτιμούσαν σταθερά την επίπτωση που έχουν τα μέτρα λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη. Όπως αποδείχθηκε οι αποκαλούμενοι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές, τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται για να υπολογιστεί ο αντίκτυπος των δημοσιονομικών περικοπών στην ανάπτυξη, ήταν συστηματικά πολύ χαμηλοί, και υποτιμούσαν την πραγματική ζημία για την οικονομία. Αυτό είναι καίριο θέμα καθώς όσο μικρότερος είναι ο πολλαπλασιαστής τόσο μικρότερος εμφανίζεται κι ο αντίκτυπος της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στην Ελλάδα για παράδειγμα, η τρόικα χρησιμοποιούσε πολλαπλασιαστή 0,5% για να υπολογίσει τον αντίκτυπο της λιτότητας στην ανάπτυξη. Δηλαδή υπολόγιζε ότι για κάθε ευρώ εξοικονόμησης από τις δημόσιες δαπάνες, χάναμε 50 σεντς από την παραγωγή. Ωστόσο, τα τελευταία ευρήματα του ΔΝΤ κατέδειξαν ότι οι πολλαπλασιαστές αυτοί ήταν τελικά της τάξης του 1,7% -1,8%.
Τα νέα δεδομένα στην ανάλυση της τρόικας θα έχει ως αποτέλεσμα να «μαλακώσουν» τα μέτρα λιτότητας με την εισαγωγή «αυτόματων σταθεροποιητών» στις χώρες που θα επιβληθούν στο μέλλον. Αυτόματοι σταθεροποιητές θεωρούνται οι οικονομικές μεταβλητές, όπως ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος, οι οποίες συντελούν αυτόματα στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά τις περιόδους της οικονομικής ύφεσης. Οι μεταβολές αυτές του διαθέσιμου εισοδήματος ασκούν σταθεροποιητική επίδραση στην οικονομία γιατί κατευθύνουν την κατανάλωση και τη συνολική ζήτηση προς τη σταθεροποίηση του εισοδήματος στο επίπεδο πλήρους απασχόλησης, χωρίς πληθωρισμό.
Πιο συγκεκριμένα, όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, τότε η ζήτηση είναι ανεπαρκής και ο προοδευτικός φόρος π.χ. επί του προσωπικού εισοδήματος, απορροφά λιγότερο εισόδημα, με συνέπεια το διαθέσιμο εισόδημα να μη μειώνεται αναλογικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποτροπή περαιτέρω μείωσης της ενεργού ζήτησης κι έτσι αποφεύγεται εμβάθυνση της ύφεσης. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η σχεδιαζόμενη φορολογική μεταρρύθμιση που έχει εγκριθεί από την τρόικα περιέχει αυτόματους σταθεροποιητές που θα λειτουργήσουν κυρίως το 2014.