Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις, εξέφρασε ικανοποίηση γιατί οι προσπάθειες της Κύπρου και του κυπριακού λαού άρχισαν να αποδίδουν καρπούς.
Για την Ελλάδα αναφέρθηκε σε πολλές διαφορές, δηλώνοντας ότι στις Βρυξέλλες έχει μείνει ο εκεί αντιπρόσωπος, ωστόσο ξεκαθάρισε ότι “εμείς δεν φεύγουμε ποτέ από το τραπέζι” και ότι “διατηρούμε την εμπλοκή μας» στο ζήτημα της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια ενημέρωσης και απαντώντας σε ερώτηση για την Κύπρο, ο κ. Ράις είπε ότι το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ θα συνεδριάσει την Παρασκευή 19 Ιουνίου και θα εξετάσει συνδυασμένα την έγκριση της 5ης, 6ης και 7ης αξιολόγησης του προγράμματος.
«Δεν θα προδικάσω την άποψη του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με αυτό, αλλά σίγουρα η επιστροφή της ανάπτυξης είναι πολύ καλή είδηση για την Κύπρο και τον κυπριακό λαό. Αυτό δείχνει ότι οι προσπάθειές τους κι οι δύσκολες μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς», είπε ο εκπρόσωπος.
Ο Τζέρι Ράις εξήγησε ότι η Κύπρος «έχει κάνει μία πολύ σύνθετη αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, έχουν αρθεί επιτυχώς όλοι οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και έχει επιστρέψει στην έκδοση χρέους στη διεθνή αγορά. Τα δημόσια οικονομικά έχουν βελτιωθεί σημαντικά».
Αναφέρθηκε επίσης στην πρόσφατη βελτίωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας και του πλαισίου των εκποιήσεων, τα οποία βλέπουν ως κλειδί για τις μεταρρυθμίσεις του προγράμματος και θα είναι κρίσιμα στην επανεκκίνηση της ροής των πιστώσεων.
«Ο στόχος είναι η ανάπτυξη, η δημιουργία θέσεων εργασίας, του βιοτικού επιπέδου και φαίνεται ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην Κύπρο», κατέληξε ο κ. Ράις.
Αντίθετα με την Κύπρο, η εικόνα που έδωσε ο κ. Ράις για τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα ήταν πολύ αρνητική, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές, τις οποίες εστίασε στα ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά, στα δημοσιονομικά (ΦΠΑ) και στη χρηματοδότηση του χρέους.
Είπε πως η πληρωμή μισθών και συντάξεων καλύπτει στο 80% των δημοσίων δαπανών της Ελλάδας και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, γιατί το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Μάλιστα, σημείωσε ότι η χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων από το δημόσιο ανέρχεται στο 10% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα συνταξιοδοτούνται 6 χρόνια νωρίτερα από τη Γερμανία.
Διευκρίνισε πάντως ότι η θέση του «Ταμείου” είναι να διασφαλιστούν και να προστατευτούν οι χαμηλές συντάξεις για τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Στα δημοσιονομικά υπογράμμισε την ανάγκη να διευρυνθεί η φορολογική βάση στην Ελλάδα, όπου υπάρχει το μεγαλύτερο χάσμα σε σχέση με όλους τις άλλες χώρες τις ευρωζώνης στην απώλεια εσόδων από την είσπραξη φόρων. Ιδιαίτερη μνεία έκανε στη χαμηλή εισπραξιμότητα του ΦΠΑ.
Η τρίτη διαφορά ήταν η χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους, λέγοντας ότι “όσο πιο πολύ απέχουν οι στόχοι από όσα έχουν συμφωνηθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για χρηματοδότηση και μείωση του χρέους”.
Σε ερώτημα για την πληρωμή των δόσεων προς το ΔΝΤ, επανέλαβε ότι “οι ελληνικές αρχές διαβεβαίωσαν δημόσια και κατηγορηματικά για την πρόθεσή τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους».
“Υπάρχει δημόσια συζήτηση για διάφορες προτάσεις. Οι συζητήσεις συνεχίζονται. Υπάρχουν πολλές μεγάλες διαφορές μεταξύ μας και της ελληνικής κυβέρνησης σε πολλά θέματα, οι οποίες δεν έχουν γεφυρωθεί και είμαστε πολύ μακριά από την συμφωνία”, είπε.
Επισήμανε ότι η μπάλα βρίσκεται στην πλευρά της Ελλάδας, πως αναμένει κάποιες νέες προτάσεις και περιμένει να δει πώς θα συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις.
Είπε ότι τα μέλη της αποστολής του ΔΝΤ έχουν επιστρέψει στη Νέα Υόρκη κι εκεί έχει μείνει ο αντιπρόσωπος στις Βρυξέλλες, ωστόσο ξεκαθάρισε ότι “εμείς δεν φεύγουμε ποτέ από το τραπέζι” και ότι “διατηρούμε την εμπλοκή μας» στο ζήτημα της Ελλάδας.