Θεόδωρου Χαραλάμπους*
Η συμπεριφορά των αξιωματούχων του δημοσίου κρίνεται από την κοινωνία, για πολλούς λόγους, πολύ πιο αυστηρά τώρα, παρά στο παρελθόν. Τα πρότυπα συμπεριφοράς που οι κάτοχοι των Δημόσιων Θέσεων αναμένεται να ακολουθούν (ακεραιότητα, αντικειμενικότητα, υπευθυνότητα, εντιμότητα) δημιουργούν απαιτήσεις για τους ίδιους και επηρεάζουν άμεσα την εμπιστοσύνη της κοινωνίας των πολιτών.
Υπήρξαν στο πρόσφατο παρελθόν αρκετές αντιπαραθέσεις σχετικά με την ύπαρξη η μη σύγκρουσης συμφερόντων σε σχέση με διορισμούς και κατοχή δημόσιων θέσεων. Η κοινωνία αναμένει ότι οι διορισμοί, για παράδειγμα Υπουργών, και άλλων αξιωματούχων, με διευρυμένες εκτελεστικές εξουσίες, γίνεται αφού εξεταστούν, με την δέουσα προσοχή και επιμέλεια, όλες οι παράμετροι ενός διορισμού.
Η σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να υπάρχει σε διάφορες μορφές και αν αυτές δεν αναγνωριστούν και αντιμετωπιστούν, η κοινωνία θα παραμένει με την ίδια εντύπωση που επικρατεί, ότι δηλαδή, δεν υπάρχει αξιοκρατία και ότι όλα περιστρέφονται γύρω από το συμφέρον (οικονομικό και μικροπολιτικό). Είναι για αυτό που απαιτούνται πρωτοβουλίες και μέτρα για αναβάθμιση της Δημόσιας Ζωής προς όφελος των πολιτών και της κοινωνίας γενικότερα.
Αναγνωρίζουμε ότι είναι αδύνατον να προβλεφθούν όλα τα θέματα, για τα οποία ο/η κάτοχος δημόσιας θέσης, θα κληθεί να πάρει αποφάσεις στο μέλλον. Είναι εδώ που θα πρέπει να υπάρχει δέσμευση του/της αξιωματούχου για αυτό-εξαίρεση, όπου εμφανώς υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος, σε σχέση με εξεταζόμενο θέμα για το οποίο αναμένεται να τοποθετηθεί η/και να πάρει αποφάσεις.
Ασφαλώς υπάρχει δυσκολία στην θέσπιση πλαισίων απόλυτου έλεγχου, στην προσπάθεια διαχείρισης του θέματος της σύγκρουσης συμφέροντος. Επιβάλλεται όμως να δημιουργηθεί σύστημα εξέτασης υποψηφίων (προτού γίνει ο διορισμός, άλλα και μετά τον διορισμό). Η μεθοδολογία πρέπει να περιλαμβάνει την εξέταση και διερεύνηση των πραγματικών σημερινών αλλά και μελλοντικών δεδομένων όπως για παράδειγμα:
α) Το έλεγχο του/της προτεινόμενου/ης για διορισμό κατά πόσο υπάρχει άμεσο και πραγματικό ιδιωτικό/προσωπικό συμφέρον. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει την περιουσία, τις επενδύσεις και μετοχές, αλλά και χρέη τους στο δημόσιο και σε πιστωτικά ιδρύματα, όχι μόνο κατά με τον διορισμό αλλά τουλάχιστον και για τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από τον διορισμό (να περιλαμβάνει και τα μέλη της οικογενείας).
β) Τον έλεγχο πιθανών μελλοντικών εξελίξεων και συνεπώς την πιθανή σύγκρουση συμφέροντος. Αυτό αν και δύσκολο να καθοριστεί, πρέπει να εξετάζεται και να παρακολουθείται κατά την διάρκεια της θητείας των αξιωματούχων. Και ενώ κατά τον διορισμό δεν υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος στην συνέχεια είναι πιθανόν να δημιουργηθούν εξελίξεις (κατά τέτοιο τρόπο) που να επωφελούνται προσωπικά αλλά και να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα τρίτων “συνδεδεμένων” με τον αξιωματούχο.
Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που τόσον η Εκτελεστική όσον και η Νομοθετική εξουσία πρέπει να προβληματιστούν για την μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθείται για τους σημαντικούς τουλάχιστον διορισμούς, για να σταματήσει να το φαινόμενο αμφισβήτησης της καταλληλότητας, επάρκειας, ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των κατόχων δημοσίων θέσεων.
*Πρώην Πρόεδρος Διεθνούς Ινστιτούτου Φιλοξενίας
Καθηγητής Πανεπιστημίου