Κατά τη σημερινή κοινή συνεδρία της Επιτροπής Οικονομικών και Εσωτερικών, εκφράστηκαν οι διαφωνίες των τραπεζών στα νομοσχέδια περί καταχρηστικών ρητρών, τραπεζικών εργασιών και ελευθεροποίησης του επιτοκίου.
Στη συνεδρία ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών για τα εν λόγω νομοσχέδια, και στάθηκε ιδιαίτερα στην πρόθεση της Κυβέρνησης για ρύθμιση του ζητήματος των επιτοκίων.
Δόθηκαν επίσης απανήσεις και από τη Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Χρυστάλλα Γιωρκάτζη καθώς και το Γενικό Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη.
Κατά την κοινή συνεδρία, ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε αρχικά ότι το νομοσχέδιο για την ελευθεροποίηση του επιτοκίου επιχειρεί να απαγορεύσει την επιβολή επιπρόσθετης επιβάρυνσης στους δανειολήπτες μέσω της αύξησης των επιτοκίων, ενώ ταυτόχρονα σε αυτό εισάγονται ρυθμίσεις για διαφάνεια και πληροφόρηση από πλευράς τραπεζών. Οπως ανέφερε, το ζήτημα των ψηλών επιτοκίων ήταν από τα σοβαρότερα ζητήματα και πως παρά το γεγονός ότι τα δανειστικά επιτόκια βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 15 χρόνων, η Κυβέρνηση θεωρεί ότι παραμένουν υψηλά και ότι υπάρχει το περιθώριο ρύθμισης του ζητήματος.
Με το νομοσχέδιο επιχειρείται να απαγορεύσει στις τράπεζες τη δυνατότητα που είχαν μέχρι σήμερα να αυξάνουν μονομερώς το περιθώριο επιτοκίου και να περιορίσει τη δυνατότητα αύξησης του τόκου υπερημερίας μέχρι 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Διαφωνίες στα προτεινόμενα νομοσχέδια εξέφρασε ο Σύνδεσμος Τραπεζών, καταθέτοντας υπόμνημα με όλα τα σημεία των διαφωνιών τους. Ο Σύνδεσμος διαφωνεί με την ολότητα του Νομοσχεδίου περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων.
Συγκεκριμένα, στο νομοσχέδιο υπάρχει πρόνοια που παρέχει τη δυνατότητα σε οφειλέτες που έλαβαν δάνεια με εξασφάλιση την κύρια κατοικία να καταγγέλλουν στην Αστυνομία ή τη Γενική Εισαγγελία το πιστωτικό ίδρυμα που θεωρούν ότι παρέβηκε οποιαδήποτε υποχρέωση, όπως αυτή απορρέει από Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.
Η εκπρόσωπος του Συνδέσμου Τραπεζών Δήμητρα Βαλιαντή Πλατή, ο Σύνδεσμος διαφωνεί με το νόμο εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων στην ολότητα του, γιατί λειτουργεί ως τροχοπέδη στην εφαρμογή της διαδικασίας εκποίησης, “εφόσον οι πρόνοιες του μπορεί να τύχουν εκμετάλλευσης από κάποιους που αρνούνται να συνεργαστούν”.
Αναφορικά με τη ρύθμιση των επιτοκίων, η κ. Πλατή είπε ότι το νομοσχέδιο θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στις τράπεζες με αμφίβολο όφελος προς τους πελάτες τους και αυτό γιατί οι Τράπεζες δεν θα μπορούν να αυξάνουν το περιθώριο επιτοκίου και ως αποτέλεσμα, ενδεχομένως να ορίζουν από την αρχή του δανείου όσο το δυνατό πιο ψηλό περιθώριο επιτοκίου για να καλύψουν κάθε μελλοντικό ρίσκο.
Είπε επίσης ότι οι τράπεζες διαφωνούν με την αποστολή χωριστών επιστολών στον κάθε πελάτη όταν αλλάζει το βασικό επιτόκιο, διευκρινίζοντας ότι η ενημέρωση θα μπορεί να τους σταλεί με την επόμενη κατάσταση λογαριασμού.
Οι τράπεζες δεν συμφωνούν με την πρόνοια του νομοσχεδίου ότι ο τόκος υπερημερίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2%, καθώς με βάση τη νομολογία, η τράπεζα πρέπει να αποδείξει το πραγματικό της κόστος, το οποίο ενδέχεται κάποτε να είναι πέραν του 2%, και δεν είναι ορθό να περιοριστεί εκ των προτέρων η ζημιά της τράπεζας.
Επίσης, ο Σύνδεσμος Τραπεζών διαφωνεί με την απαγόρευση σε πιστωτικά ιδρύματα να περιλάβουν σε νέα σύμβαση ρήτρα που να παρέχει το μονομερές δικαίωμα αύξησης του περιθωρίου επιτοκίου κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καθώς κάτι τέτοιο ενδέχεται να είναι αντισυνταγματικό.
Η Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Χρυστάλλα Γιωρκάτζη, μιλώντας ενώπιον της κοινής συνεδρίας των Επιτροπών είπε ότι ο Κώδικας της Κεντρικής Τράπεζας είναι υπό αναθεώρηση. Αναφέρθηκε, επίσης, στη δυνατότητα των τραπεζών να χειρίζονται αναδιαρθρώσεις δανείων, λέγοντας ότι μέχρι σήμερα οι περισσότερες δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Όπως είπε, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει πολλά παράπονα από κόσμο σε σχέση με τις αναδιαρθρώσεις και πως έχει διορίσει Ελεγκτικό Οίκο για να εξετάσει κατά πόσον έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Πρόσθεσε πως η Κεντρική Τράπεζα συστήνει τώρα μια μονάδα για επιτόπιους ελέγχους στις τράπεζες για τις αναδιαρθρώσεις, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι τώρα θα διαφανούν τα αποτελέσματα των αναδιαρθρώσεων, καθώς οι περισσότερες τράπεζες τώρα έχουν συστήσει μονάδες που χειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις.
Η κ. Γιωρκάτζη είπε ότι το κοινό μητρώο (credit register) με το οποίο οι Τράπεζες θα έχουν πρόσβαση στα στοιχεία των δανειοληπτών είναι ένα σημαντικό εργαλείο που θα δώσει μεγάλη βοήθεια στις τράπεζες.
Οσον αφορά την αναδρομικότητα του νόμου και τη δυνατότητα των δανειοληπτών να διεκδικήσουν αποζημιώσεις από ενδεχόμενες υπερχρεώσεις από αυξημένα επιτόκια που επιβλήθηκαν στο παρελθόν, ερώτημα που τέθηκε από πολλούς βουλευτές, ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης είπε ότι εκείνο που επιδιώκει η προτεινόμενη νομοθεσία είναι να δώσει τέρμα στη δυνατότητα των τραπεζών να αυξάνουν μονομερώς το επιτόκιο. Στις περιπτώσεις όμως που υπήρχαν αυτές οι υπερχρεώσεις και οι δανειολήπτες τις αποδέχτηκαν και τις πλήρωσαν, δεν υπάρχει πρόνοια για επιστροφή τους. Ωστόσο, παραμένει αδιευκρίνιστο, όπως είπε, το κατά πόσον θα απαλειφθούν οι τόκοι αυτοί οι οποίοι έχουν μεν χρεωθεί αλλά δεν έχουν καταβληθεί.
Πάντως, ο κ. Κληρίδης είπε πως δεν είναι εύκολο να υπάρξει αναδρομική ισχύ εάν δεν γίνει προηγουμένως μελέτη για τις επιπτώσεις.
Ο Υπουργός Οικονομικών είπε πως πρόθεση της Κυβέρνησης είναι να ρυθμίσει τη διακύμανση των επιτοκίων από τώρα και στο εξής. “Η πρόθεση είναι πώς θα καθορίζεται το δανειστικό επιτόκιο από τώρα και στο εξής. Με την ψήφιση του νόμου οι τράπεζες δεν θα μπορούν να αυξάνουν τα επιτόκια μονομερώς”, είπε. Ωστόσο, έδωσε το παράδειγμα πως η μια τράπεζα επέβαλε πέρυσι τόκους υπερημερίας 3%, αυτό δεν μπορεί σήμερα να κηρυχθεί παράνομο. Αν όμως, όπως πρόσθεσε, ο τόκος αυτός ήταν παράλογος -π.χ. 10%- τότε δεν μπορεί να αφαιρεθεί το δικαίωμα των δανειοληπτών να προσφύγουν στα δικαστήρια.
Στο πλαίσιο της συζήτησης τέθηκε και το θέμα της ομαδοποίησης και της πώληση των δανείων, με τον Υπουργό Οικονομικών να δηλώνει πως το μνημόνιο περιλαμβάνει πρόνοια με την οποία επιτρέπεται η πώληση δανείων αφού προηγουμένως εξασφαλιστεί η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας.
Όπως είπε, η εποπτική αρχή των τραπεζών θα ελέγξει ποιος θα αγοράσει τα δάνεια, ενώ πρόσθεσε πως πρόσφατα η Τράπεζα Κύπρου πώλησε δάνεια στη Ρουμανία και την Αγγλία.
Από την πλευρά της κ. Γιωρκάτζη ανέφερε ότι η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να εξετάζει την πώληση των δανείων, λέγοντας, παράλληλα πως δάνεια μπορούν να πωληθούν από τράπεζα σε τράπεζα. Διευκρίνισε, επίσης, πως μέχρι σήμερα δεν έχει πωληθεί ένα πακέτο δάνειων ή δάνειο σε ένα ιδιώτη αλλά σε τράπεζες.
Μετά τη συνεδρία, ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ Σταύρος Ευαγόρου είπε πως από τις απαντήσεις και τις διευκρινήσεις που δόθηκαν από τους Υπουργούς της Κυβέρνησης και τον Γενικό Εισαγγελέα, “έχει επιβεβαιωθεί πανηγυρικώς ότι οι όποιες αλλαγές έγιναν στα νομοσχέδια είναι διακοσμητικού χαρακτήρα και αφορούν απλά φτιασιδώματα. Κατ` επέκταση, οι ανησυχίες μας ως ΑΚΕΛ παραμένουν”, καθώς όπως είπε, το νομοσχέδιο εξακολουθεί να προνοεί μαζικές εκποιήσεις. Αυτό από μόνο του θα έχει τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις”.
Ο κ. Ευαγόρου είπε επίσης πως το νομοσχέδιο εξακολουθεί να προνοεί μαζικές εκποιήσεις με διαδικασίες εξπρές από τους 4 μήνες και δεν προστατεύει ούτε την κύρια κατοικία ούτε την μικρή επαγγελματική στέγη, απαιτήσεις που το ΑΚΕΛ έθεσε εδώ και ενάμιση χρόνο ιδιαίτερα επιτακτικά. “Συνεπώς, ως ΑΚΕΛ παραμένουμε στη θέση μας, δεν μπορούμε να ψηφίσουμε ένα τέτοιο νομοσχέδιο και αντιπροτείνουμε, επαναφέρουμε τη δική μας πρόταση νόμου που αφορά στην προστασία της κύριας κατοικίας και της επαγγελματικής στέγης”, είπε.