Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου
Όπως, κατ αρχήν, η αναγνώριση συντελείται με τρόπο αυτόματο ή ελλείψει ειδικής διαδικασίας, ομοίως και η εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη, μεταξύ κρατών μελών, με την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων, απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα στις διαδικασίες, με την επίσης αυτόματη εκτέλεση, μετά από ένα απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης ως αυτοί καθορίζονται στον Κανονισμό και είναι ακριβώς οι ίδιοι με τους λόγους μη αναγνώρισης αλλοδαπών αποφάσεων, ως αυτοί εκτίθενται στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού. Επομένως, το στάδιο εκτέλεσης, διέρχεται από 2 φάσεις και οι οποίες είναι: 1η φάση) το καθ ύλη αρμόδιο Δικαστήριο, που πρόκειται για το Επαρχιακό Δικαστήριο με βάση το Δίκαιο της Κύπρου, αποφασίζει ευθύς ως προσκομισθεί αντίγραφο της απόφασης και βεβαίωση για το ότι η απόφαση είναι εκτελεστή στο Κράτος μέλος εκδόσεώς της και 2η φάση) κατά της απόφασης μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο, σο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ανάλογα ή Εφετείο θα είναι ή Ανώτατο Δικαστήριο, ανάλογα σε ποία χώρα θα είμαστε, εντός 1 μηνός από της επιδόσεως ή κοινοποιήσεως της απόφασης. Το ένδικο μέσο εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και πάντως ο καθ ου η εκτέλεση προβάλει σε αυτό το στάδιο τους ισχυρισμούς του. Καθ όλη τη διάρκεια του σταδίου αυτού, μπορεί να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι να αποφανθεί αμετάκλητα (εξαντλώντας δηλαδή όλους τους βαθμούς νομικής κρίσης και ορθότητας) το αρμόδιο Δικαστήριο ( και ανάλογα θα είναι ή το Ανώτατο ή ο Άρειος Πάγος, κοκ).
Οι τελευταίες διατάξεις του Κανονισμού, ήτοι τα άρθρα 53 και επόμενα, ορίζουν τα έγγραφα και τη διαδικασία που πρέπει να προσκομισθούν και ακολουθηθεί προκειμένου να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης αυτός ο οποίος την ζητεί.
Επίλογος:
Κυπριακή Έννομη τάξη και εφαρμογή του Κανονισμού
Η ΚΔ, με την ένταξη της στη μεγάλη οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει αναγνωρίσει ως αναπόσπαστο κομμάτι της εσωτερικής της έννομης τάξης την υπεροχή του Κοινοτικού Κεκτημένου. Για του λόγου το αληθές, η προσθήκη του άρθρου 1 Α στο Σύνταγμα της ΚΔ είναι προφανής. Επιδιώκεται με αυτό τον τρόπο, ότι και σε κοινοτικό επίπεδο ήτοι, η απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων των κρατών μελών με απώτερο σκοπό βεβαίως την ενιαία, ορθά, αποτελεσματική, έγκυρη και έγκαιρη απονομή της Δικαιοσύνης. Ένεκα αυτών, η ΚΔ, ενσωμάτωσε τον εν λόγω Κανονισμό στο Νομικό της Σύστημα, με την αντίστοιχη τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού, λόγω της τότε διεύρυνσης της ΕΕ. Συγκεκριμένα, ο Κανονισμός είχε παραθέσει: < Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση>, αναγκαίες τροποποιήσεις αμφοτέρων των μερών, ΚΔ και ΕΕ προκειμένου να ενισχυθεί ο στόχος της διατήρησης και της ανάπτυξης ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και Δικαιοσύνης, διευκολύνοντας μεταξύ άλλων την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Επισημαίνουμε ότι ο εν λόγω Κανονισμός όπως και άλλοι κανονισμοί είναι δεσμευτικοί και άμεσα εφαρμόσιμοι σε έκαστο κράτος μέλος. Ένεκα αυτών των χαρακτηριστικών, επιβάλλεται και διαμορφώνεται η ομοιόμορφη και ενιαία δράση της Κοινότητας ως προς τον τρίτο πυλώνα και προκειμένου να μη διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να προσαρμοστούν, τα νεοεισαχθέντα κράτη μέλη, στα νέα δεδομένα. Εξάλλου όπως έχει χαρακτηριστικά καταγραφεί: <Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος «προσαρμογή» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει αποκλειστικώς και μόνο μέτρα που ούτε επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής των σχετικών με την ΚΓΠ διατάξεων της Πράξεως Προσχωρήσεως ούτε τροποποιούν ουσιωδώς το περιεχόμενό τους, αλλά επιφέρουν, απλώς, προσαρμογές σκοπούσες να διασφαλίσουν τη συνοχή μεταξύ της πράξεως αυτής και των νέων διατάξεων που θεσπίστηκαν από τα κοινοτικά όργανα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της υπογραφής της και της πραγματικής προσχωρήσεως των οικείων κρατών>.
Επομένως, η ΚΔ δεν θα μπορούσε να ήταν απούσα από την όποια ενσωμάτωση του Κανονισμού στο Εσωτερικό της Έννομης της Τάξης, κατά συνταγματική επιταγή. Η όλη διαδικασία είναι τυποποιημένη και γρήγορη, ενιαία και ομοιόμορφη και εξοικονομείται πολύτιμος κρατικός και κοινοτικός χρόνος και χρήμα, απλουστεύοντας έτσι και την δικαστική διαδικασία με μείωση της γραφειοκρατίας και της απεριόριστης, από χρονικής απόψεως, εκκρεμοδικία.
Από την άλλη όμως δεν σημαίνει ότι δε υπάρχουν πεδία βελτίωσης. Σαφέστατα και υπάρχουν και αυτό επιβεβαιώθηκε με την τελευταία αναδιατύπωση του Κανονισμού 44/2001 από τον 1215/2012 ημερομηνίας 12 Δεκεμβρίου 2012. Η Επιτροπή, ανά πενταετία υποχρεούται να υποβάλει τις παρατηρήσεις, συστάσεις, εκθέσεις και κριτικές της προς το Κοινοβούλιο, αναφορικά με θεσπισθέντες Κανονισμούς, προκειμένου να υπάρχει συνεχής έλεγχος, βελτίωση εφαρμογής, εποπτεία και σωστή και αποτελεσματική δράση της Κοινότητας επί των κρατών μελών. Επομένως, προσδοκούμε και αναμένουμε στο μέλλον πολύ περισσότερα για βελτίωση όλων των δράσεων της Κοινότητας, ανεξαρτήτως πυλώνα δράσης.