Τρείς ώρες χρειάστηκαν τα μέλη του ΔΣ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να διαπιστώσουν ότι διαφωνούν τόσο για τη δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας όσο και για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Το κρίσιμο βέβαια για τη χώρα μας που ήταν αν το Ταμείο συνεχίσει να παραμένει στο πρόγραμμα δεν απαντήθηκε, αλλά όλα δείχνουν ότι δεν στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα αποχώρησης κάτι που ερμηνεύτηκε από κυβερνητικούς και οικονομικούς κύκλους ως ένδειξη καλής θέλησης του ΔΝΤ που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο συμβιβασμού.
Βέβαια το Ταμείο επανέρχεται στις απαιτήσεις του για τις ομαδικές απολύσεις, τις περικοπές σε συντάξεις, στην άρση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, στη μείωση της φορολογίας, αλλά και στο αίτημά τους για μέτρα που δεν κατανομάζονται.
Παράλληλα υποστηρίζει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο ενώ ζητά να περιοριστούν οι απαιτήσεις των Ευρωπαίων , δηλαδή του Βερολίνου για υψηλά πλεονάσματα. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ταμείου (εκδόθηκε τα ξημερώματα), που σε πολλά σημεία δείχνει την εικόνα ισορρόπησης η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα, αλλά όπως τονίζεται η εκτεταμένη δημοσιονομική εξυγίανση και η εσωτερική υποτίμηση έχουν οδηγήσει σε υψηλό κόστος την κοινωνία, ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων και της εξαιρετικά υψηλής ανεργίας.
Τα μεγάλα κόστη προσαρμογής, καθώς και η σημαντική πολιτική αστάθεια που ακολούθησε -αναφέρει η ανακοίνωση- συνέβαλαν σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την τελευταία έκθεση του άρθρου 4, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα του 2015. Το Ταμείο σημειώνει ότι η Ελλάδα, υποστηριζόμενη από τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και τη χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της, επέστρεψε σε μέτρια ανάπτυξη το 2016. «Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, κάτι που εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής των αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας εξάλειψης των κεφαλαιακών ελέγχων που εισήχθησαν στα μέσα του 2015».
Στην έκθεση προβλέπεται ότι με βάση το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει μόλις λίγο κάτω από το 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Προσθέτει ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται είτε με την ελλιπή είτε με την καθυστερημένη εφαρμογή των πολιτικών. Σε ότι αφορά το χρέος επαναλαμβάνεται ότι στο τέλος του 2015 είχε φτάσει στο 179% του ΑΕΠ και δεν είναι βιώσιμο.
Στην ανακοίνωση αποκαλύπτεται ότι οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την αξιολόγηση των στελεχών του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα και σημειώνει ότι μερικά μέλη του Δ.Σ. είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μέλη του Δ.Σ. επαίνεσαν τις ελληνικές αρχές για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή και τη διόρθωση των ανισορροπιών από το 2010 και μετά, μέσω σημαντικών μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση το Δ.Σ. του Ταμείου τάχθηκε υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Είναι σημαντικό ότι τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ευνόησαν μια δημοσιονομικά ουδέτερη «επανεξισορρόπηση». Όμως μερικά μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν. Τα μέλη του Δ.Σ. έκαναν έκκληση για ανανέωση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση του μεγάλου επιπέδου των φορολογικών οφειλών. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν τη φορολογική διοίκηση, να επικεντρωθούν στις προσπάθειες ελέγχου μεγάλων φορολογουμένων και να ενισχύσουν την εφαρμογή του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος. Εκαναν επίσης έκκληση για μια συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος ρύθμισης οφειλών με βάση την ικανότητα των οφειλετών να πληρώσουν και καλωσόρισαν τα σχέδια για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού εσόδων. Ακόμα, τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν την ανάγκη για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων για να υποστηριχτεί η πιστωτική επέκταση. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν το νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένων του εξωδικαστικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών, και να αξιοποιήσουν πλήρως το εποπτικό πλαίσιο, δίδοντας κίνητρα στις τράπεζες να θέσουν φιλόδοξους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων.
Τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν ότι η εξασφάλιση επαρκών κεφαλαίων είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών. Υποστήριξαν δε όσο ταχύτερα γίνει πως η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών στη βάση ενός χάρτη με συγκεκριμένα ορόσημα τόσο θα διασφαλιστεί η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας με την εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Τα μέλη του Δ.Σ. ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Αν και αναγνώρισαν ότι το βάρος της προσαρμογής έχει πέσει δυσανάλογα στους μισθωτούς υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθούν και να μην αντιστραφούν οι υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να συμπληρωθούν με επιπρόσθετες προσπάθειες προς την κατεύθυνση των ομαδικών απολύσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές, το το άνοιγμα των υπολοίπων κλειστών επαγγελμάτων, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη διευκόλυνση των επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων.
Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. θεώρησαν ότι παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Τόνισαν δε την ανάγκη αυτή η ανακούφιση χρέους να συνδεθεί με ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχή πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.